Φωτιά στα σωθικά, του Pedro Almodovar
“La flor de mi secreto”, “Volver”, “Carne Tremula”, “Tacones lejanos” μερικοί από τους τίτλους των φιλμ που καθιέρωσαν τον ανεπανάληπτο Pedro Almodóvar στην συνείδηση των φίλων του κινηματογράφου. Φορέας της μνήμης που σημαδεύει την καθολική Ισπανία καθώς μεταβαίνει από τον καθολικισμό του Φράνκο σε μια δημοκρατική εκδοχή ο Ισπανός δημιουργός αναπαριστά την σκληρή κυριολεξία. Ένα μέρος της συνιστά στοιχείο της βιογραφίας του που τον τοποθετεί στην ισπανική επαρχία, θύμα των σεξουαλικών παρεκκλίσεων που κανείς δεν ομολογεί στα πλαίσια ενός εκκλησιαστικού σχεδόν κράτους.
Και όμως ο Pedro Almodóvar κατορθώνει να αναδείξει όσο τίποτε ψυχές θησαυρούς, χαμένες μες στην φριχτή, μαδριλένικη κόλαση. Τα κορίτσια που διαλέγει για να πουν το γλυκόπικρο τραγούδι του διαθέτουν αρκετή αποφασιστικότητα και χαμηλούς ορίζοντες μα τα φουστάνια και η τρέλα τους φαντάζουν διακοσμημένες με τα πιο ζωηρά χρώματα. Τα κορίτσια του μεταμορφώνονται σε περίστροφα που πυροβολούν ευθύβολα τις καρδιές, που πεθαίνουν από αγάπη. Τα αγόρια του, ξοδεμένα στους έρωτες, καταστρέφονται και συνεχίζουν, κάποτε χάνουν την ελευθερία τους μα και πάλι συνεχίζουν να ζουν σαν χαρισματικοί άγγελοι, ολότελα ανίδεοι για τον ασθματικό ήχο που κάνει η ζωή όταν προχωρεί.
Αν κάτι περισσεύει στα φιλμ του είναι το είδος της φυσικότητας που σημαδεύει την εικόνα και τον λόγο. Και αν φαντάζει πως ο κόσμος του είναι επιτηδευμένος, πνιγμένος μες στα χρώματα και τις πικρές βιογραφίες, η φυσικότητα που διώχνει επανέρχεται δριμύτερη στις σκηνές του, ακριβώς όπως το προέβλεψε ο Dega χρόνια πίσω. Η Ισπανία του, βαλμένη σε κορσέ εδώ και δεκαετίες, με τα ίχνη του πάνω στο σώμα της πασχίζει κάθε πρωί να ανταμώσει ξανά το δικό της αθάνατο γένος. Και όμως δεν απομένει τίποτε περισσότερο από τον σοφό καιρό που αλλάζει το πρόσωπο μιας σπουδαίας χώρας, οδηγώντας την στις δύσκολες ελευθερίες που διεκδικούν οι ήρωες του Almodóvar. Αυτοί οι χαρακτήρες που διαθέτουν κάτι από τις φιγούρες του Goya με τα δανεικά ρούχα και τους δανεικούς τρόπους θυμίζουν ψυχές σε κάποιο βοσκόδρομο, χαρακτήρες που υπενθυμίζουν τον picaro, έναν αδύνατο και κουλουριασμένο άνθρωπο που γίνεται μαέστρος στο να κρύβεται και να αντέχει. Kαι να ερωτεύεται. Οι ήρωες του Almodóvar ασκούν τα επαγγέλματα της φωτιάς και όμως δεν γίνονται ποτέ γενναίοι. Δύσκολα μπορούν να προφέρουν το όνομά τους και ακόμη δυσκολότερα θα μπορούσαν να εκφράσουν την φωτιά του σιδεράδικου και το τουφεκίδι της 2ης Μαΐου. Και όμως σε ότι ονειρεύτηκαν δίνονται ολόψυχα, γίνονται ο ουρανός της Ισπανίας που καθρεφτίζεται μες στις δεκαετίες και μες στο νερό της λίμνης τους. Οι ήρωές του θυμίζουν αφιονισμένους έρωτες με αρχαγγελικά και ανυποψίαστα χαρακτηριστικά και μια ιδέα θλιμμένης δόξας. Όλοι τους διατηρούν τα απομεινάρια του Κωστή Παπαγιώργη, που, ναι, φθάνουν απόψε για έναν έρωτα ακόμη.
Η «Φωτιά στα σωθικά», η νουβέλα του Almodóvar που σήμερα μετατρέπεται σε αφορμή για αυτό το σημείωμα διαθέτει όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά. Στοιχειωμένη από τα παλλόμενα χρώματα του Pedro Almodóvar δίνει φωνή στα ανθρώπινα δάκρυα. Τους χαρίζει λίγο δέρμα, τους κάνει να μοιάζουν σαν εξωφρενικές βινιέτες της Ισπανίας που ντύνεται τον χαρακτήρα της Butterfly μπολιασμένο με μια γενναία δόση της λειτουργικής αποφασιστικότητας που διαθέτει ο έρωτας των μοντέρνων εργοστασίων. Μια ιδέα βιομηχανικής καταστροφής, ανθρωπιά, δύναμη και αθωότητα διασχίζουν ολόκληρη την νουβέλα του Almodóvar που χαρίζει στο κίνημα της movida μια θέση στην ταυτότητα της αυθεντικής Ισπανίας. Στην χώρα που γυρεύει μες στις σελίδες της νουβέλας την αλλοτινή της καρδιά πίσω από την ορθογραφία ενός καινούριου και αδοκίμαστου καιρού. Τα κορίτσια, καθόλου αθώα, οι μεγάλοι δήθεν καλλιεργημένοι και ο έρωτας στην πιο φτηνή του εκδοχή, σε μια σπουδαία ποσότητα, στοιχείο ενός κατακόρυφου ρυθμού. Η «Φωτιά στα σωθικά» δημοσιεύεται το 1981 σε εικονογράφηση του Javier Mariscal, ενός άλλου σπουδαίου εκπροσώπου του κινήματος της movida. Το ψυχορράγημα ενός κόσμου που περνά στην λήθη, οι άνθρωποι ποιήματα που αναλαμβάνουν ρόλους scenarista και σκηνοθέτη, οι έξαλλες βιογραφίες, οι παράλογες απαιτήσεις του σύμπαντος του Almodóvar ολοκληρώνουν τις πτυχές της πικρής νουβέλας. Εκείνο που δεν θα βρεις ποτέ μες στις σελίδες της «Φωτιάς» είναι τα κακά πνεύματα που διάλεξαν να μην αγαπούν την ομορφιά.
Diana, Raymounda, Lupe, Andriana, ονόματα κοριτσιών που φθάνουν από αλλοτινούς δρόμους για να ακολουθήσουν το άλυτο πεπρωμένο τους, στην Μαδρίτη του 1981. Ερωμένες, δυναμικές, με κάπως φθαρμένα το σώμα και το πνεύμα γράφουν από την αρχή το παράδοξο εγκώμιο του έρωτα. Κάτω από παράξενους φωτισμούς, λάτρεις ενός κουτιού με κόκκινη, κινέζικη επένδυση, θύματα της λαγνείας και της βαναυσότητας που σημαίνει αυτή η καινούρια, ισπανική αρένα δεν βεβαιώνουν τίποτε με την εικόνα τους. Δίνουν μονάχα έναν λόγο ύπαρξης στον λογοτεχνικό ήρωα Rocambole που πριν από δεκαετίες προέβη σε μερικά, απίστευτα κατορθώματα. Αγόρια, σωστοί condottiero και ήρωες ενός καιρού, επιδέξιοι στο μαχαίρι και το φιλί μετατρέπονται σε αντικείμενα τραυματισμένα από το κεντρί της λύπης. Κάτι ζωντανό που αφορά το ψυχογραφικό και ανατρεπτικό ταλέντο του Ισπανού δημιουργού, περιφρονεί οριστικά και αμετάκλητα κάθε κίνδυνο. Για το σύμπαν του Almodóvar τα πράγματα δεν κυλούν προς τον συντηρητισμό και την προοδευτικότητα και η φύση δεν φαντάζει διόλου θεολογική. Ο Pedro Almodóvar στήνει μια λάμπα και δείχνει τον παράδεισο και την κόλαση μιας Ισπανίας που γέρασε κατακτημένη από προκαταλήψεις και αμφιβολίες. Όλα αυτά τα χρώματα, αυτοί οι χαρακτήρες του άπειρου, ιερού βιβλίου κάτι προσθέτουν στην ιδέα της αιωνιότητας , ακριβώς όπως ο ζωγράφος Goya έκανε πριν από αιώνες, χαλκεύοντας σε γκραβούρες τους καημούς και τις γλυκόπικρες σκηνές μιας ολόκληρης ζωής.
Η «Φωτιά στα σωθικά» συνιστά μια νουβέλα με κινηματογραφικά χαρακτηριστικά. Ωστόσο πάνω από όλα αθροίζεται στην καλύτερη, ισπανική ποίηση του καιρού της. Αυτή η τελευταία είναι που χαρίζει στον κόσμο του Almodóvar την ατμόσφαιρα ενός ξέφρενου, pop δράματος. Καμιά μεταφυσική δεν είναι το ζητούμενό της, αφού η ευτυχία κερδίζει πάντα στα σημεία.
Φωτιά στα σωθικά, του Pedro Almodovar
Μετάφραση: Βιβή Φωτοπούλου
Εκδόσεις Σέλας
σελ. 96