Foxcatcher
Το σημαντικότερα θέμα που ανακύπτει λοιπόν είναι το πώς θα χειριστεί μια ταινία την «αληθινή» ιστορία που κρύβεται από πίσω της, ιδίως αν αυτή έχει στοιχεία και χαρακτήρες που θα μπορούσαν άνετα να την καπελώσουν. Στον τομέα αυτό, οι σεναριογράφοι (Φράι και Φάτερμαν) του “Foxcatcher” έκαναν ομολογουμένως καλή δουλειά. Η ταινία στέκει όχι ακριβώς πάνω ή πέρα από τα γεγονότα, αλλά μέσα στην ομίχλη που τα καλύπτει. Δεν βασίζεται υπέρ το δέον στην αδιανόητη περσόνα του Τζον Ντυ Πον, αλλά αντλεί από τις ψυχόπαθολογικές του εμμονές, προσπαθώντας να εντάξει τα χαρακτηριστικά τους σε ένα ευρύτερο κάδρο. (Εν προκειμένω πάντως, η περσόνα του Ντυ Πον μάλλον δεν μπορεί να αποδοθεί σε καμία ταινία στο πλήρες εύρος της παλαβομάρας της, διότι θα θεωρούταν αυτομάτως υπερβολική και επιτηδευμένη.)
Μεταμορφώσεις και παραμορφώσεις. Οι κορυφές ενός τριγώνου
Το κοινό και οι κριτικοί ενίοτε συμφωνούν, ενίοτε διαφωνούν. Ένα πεδίο πλήρους συμφωνίας πάντως είναι η λατρεία για κάθε είδους μεταμορφώσεις. Όμορφοι που γίνονται άσχημοι, νέοι που γίνονται γέροι, «σοβαροί» που παίζουν σε κωμωδίες, κωμικοί που παίζουν σε «σοβαρές» ταινίες. Αναπόφευκτα λοιπόν, άπαντες μιλούν με διθυραμβικά λόγια για τον Στιβ Κάρελ. Δεν είναι δα και λίγο πράγμα ένας σεσημασμένος κωμικός να υποδύεται με περισσή άνεση μια νοσηρή περσόνα. Ο Κάρελ εκπέμπει μία σκοτεινιά κυριολεκτικά άπατη και αβαθή. Χωρίς αρχή και τέλος. Προϋπάρχουσα, ακαθόριστη και μόνιμη. Γενικότερα μιλώντας, ο Μίλερ επενδύει στο καστ του. Ποντάρει στον Κάρελ, προσπαθεί να μετατρέψει τον Τσάνιγνκ Τέιτουμ από συμπαθή σφίχτη σε κανονικό ηθοποιό, επωφελείται από το στιβαρό κύρος της Βανέσα Ρεντγκρέιβ, στις ελάχιστες στιγμές που αυτή εμφανίζεται στην οθόνη.
Αυτό που δεν γίνεται ίσως μονομιάς αντιληπτό είναι ότι ο βασικότερος εν τέλει ήρωας της ταινίας είναι ο Ντέιβ, ο χαρακτήρας δηλαδή που υποδύεται ο Μάρκ Ραφάλο. Είναι αυτός που πυροδοτεί τις συγκρούσεις. Είναι αυτός που λειτουργεί ως ασφυκτικό πρότυπο για τους δύο έτερους ήρωες. Θα ήθελαν να παλεύουν σαν κι αυτόν, να αγαπάνε και να αγαπιούνται σαν κι αυτόν, να ηγούνται σαν κι αυτόν, να ενθαρρύνουν σαν κι αυτόν. Ο Ντέιβ είναι μονίμως φορτισμένος με ένα θετικό πρόσημο, δρώντας ως σταθερό αντίβαρο της αδυναμίας του Μαρκ (Τέιτουμ) και της παράνοιας του Τζο (Κάρελ). Και η αλήθεια είναι πως θα θέλαμε διακαώς να δούμε κάτι περισσότερο από αυτό, από αυτή τη σταθερή αίσθηση του συμπαθούς πυροκροτητή. Να διεισδύσουμε λίγο περισσότερο στον ψυχισμό, στα κίνητρα, στις αντιφάσεις και στην αλληλεπίδραση του Ντέιβ με τις άλλες δύο κορυφές αυτού του σκαληνού τριγώνου.
Πνιγηρή άπνοια. Λαβές και επιβολή. Too eager to please.
Η φωτογραφία της ταινίας είναι μουντή, απειλητικά ουδέτερη και αποστειρωμένη από ζωή και διάθεση. Ταιριαστή τόσο με τον εσωτερικό κόσμο των ηρώων όσο και με το εξωτερικό σκηνικό περίβλημα. Ο ρηγκανισμός των 80’s καλά κρατεί και το νιώθουμε σε κάθε πλάνο. Οι σκηνές της εκφοβιστικής ανοιχτωσιάς του κτήματος δένουν με τις ματιές στο εσωτερικό τόσο των σπιτιών όσο και του γυμναστηρίου. Παμπάλαια αριστοκρατία, κούφιες προθήκες τροπαίων, σάλα, τάπητας και φώτα που αποπνέουν μοναξιά, καταπίεση και σφίξιμο αδένων, μυών και ψυχών. Το στρεβλωμένο όνειρο μπορεί να αποδειχθεί ακόμη πιο σκοτεινό κι από ένα εξαρχής εφιάλτη. Το μεγαλύτερο πάντως επίτευγμα του Μίλερ είναι ότι κατορθώνει μέσω μοντάζ και ντεκουπάζ να «δέσει» αρμονικά το άθλημα της πάλης με τα νοήματα που ταξιδεύουν στην οθόνη. Λαβές, πιασίματα, αναποδογυρίσματα. Μια διαδικασία σταδιακής επιβολής και πόντων που οδηγούν στην τελική επικράτηση. Όχι ευθείες εκρήξεις βίας, όχι ντιρέκτ και απότομα χτυπήματα.
Αυτό που όμως λείπει από την ταινία, κατά τρόπο που ακούγεται ίσως παράδοξος, είναι ότι τα έχει όλα. Είναι φροντισμένα σκοτεινή και φτιαγμένη από κάθε είδους pleasing material για τους πάντες. Κοινό και κριτικούς, mainstream και σκεπτόμενους, οπαδούς του στησίματος και της φόρμας κι οπαδούς του μεδουλιού και των συμβάντων. Καθώς προχωρά η πλοκή, νιώθει κανείς πως η ταινία έχει θαμμένο στο κατάλληλο σημείο ακριβώς αυτό που της χρειάζεται για να προχωρήσει χωρίς να την κατηγορήσει κανείς για αδυναμίες. Κι αυτό από μόνο του συνιστά μια αδυναμία. Η ταινία, όπως και οι ήρωές της, φοβάται να αποτύχει και να απογοητεύσει. Κακώς, διότι το σινεμά δεν γίνεται να διέπεται από κανόνες και λογική πρωταθλητισμού.
*Aναδημοσίευση από το cinedogs.gr, κινηματογραφικό συνεργάτη του Artcore magazine