Γιώργος Λάνθιμος
Από τη θητεία του στον χώρο του βίντεο κλιπ, σταχυολογούμε δύο συγκεκριμένες συνεργασίες με τον Σάκη Ρουβά, εστιάζοντας στα εξής: α) στο βίντεο κλιπ του Θέλεις ή δεν θέλεις;, σας φέρνει μήπως κάποιο στιγμιότυπο στο νου τον Κυνόδοντα; και β) το βίντεο κλιπ του Άντεξα είναι πραγματικά καλοφτιαγμένο, ενώ η κλακέτα που βλέπουμε στο τέλος μας υπενθυμίζει μια σταθερά που διαπερνά ολόκληρο το έργο του Λάνθιμου. Αυτό που βλέπουμε, αυτό που αντικρίζουμε, είναι πάντα μια κατασκευή.
Το 2001, ο Λάνθιμος συνσκηνοθετεί με τον Λάκη Λαζόπουλο την ταινία Ο Καλύτερός μου φίλος και τέσσερα χρόνια αργότερα, πραγματοποιεί το προσωπικό του ντεμπούτο με την Κινέτα, που προβάλλεται στο φεστιβάλ του Τορόντο και αποσπά εγκωμιαστικές κριτικές. Ο Λάνθιμος μας καλωσορίζει στο σύμπαν αποπροσανατολισμού και αλλοιωμένης (;) πραγματικότητας (;) που τον συντροφεύει ακόμη στις ταινίες του. Τα εντός παρένθεσης ερωτηματικά της παραπάνω φράσης υπονοούν ότι ο Λάνθιμος ούτως ή άλλως αντιστρέφει και αναποδογυρίζει το πρίσμα του φτιαχτού πραγματικού, με τον ρεαλισμό όλων των επιμέρους στοιχείων να καταλήγει σε ένα κάθε άλλο παρά ρεαλιστικό αποτέλεσμα. Ένα ρεαλιστικό μέτρημα, ένα φτιαχτό άθροισμα, για να παραφράσουμε κι ένα στίχο του Ελύτη. Ένας αστυνομικός, ένας φωτογράφος και μία καθαρίστρια, σε ένα σχεδόν έρημο ξενοδοχείο, αναπαριστούν διάφορα εγκλήματα που έγιναν στη γύρω περιοχή. Ο αστυνομικός σε ρόλο σκηνοθέτη κι ενορχηστρωτή, οι άλλοι δύο σε ρόλους θύτη και θύματος, αντίστοιχα. Τρία μοναχικά και ξεβρασμένα στην ερημιά άτομα, με μόνο κοινό παρονομαστή την ανάγκη για επαφή.
Κι αν η Κινέτα αποτέλεσε αντικείμενο επαίνων και αποδοκιμασίας, όπως κάθε τι καινούργιο και εξεζητημένο στην τέχνη, από μια μικρή μερίδα κινηματογραφόφιλων, η επόμενη ταινία του Λάνθιμου έμελλε να καταστεί talk of the country, κι όχι απλώς of the town. O Κυνόδοντας, το 2009, κερδίζει το βραβείο του διαγωνιστικού τμήματος Ένα κάποιο βλέμμα του Φεστιβάλ των Καννών και ξάφνου, όλα τα βλέμματα στρέφονται σε αυτή την παράξενη ταινία που το «σήκωσε» στις Κάννες. Το δε γεγονός πως η εφημερίδα «Πρώτο Θέμα», όταν πρόσφερε στο κυριακάτικο φύλλο της το dvd της ταινίας, ξεπούλησε μέσα σε λίγες ώρες στις μεγάλες πόλεις, είναι ένα συμβάν που μάλλον θα κληθεί να αποκωδικοποιήσει ο κοινωνιολόγος του μέλλοντος… Οι τιμητικές διακρίσεις είχαν πάντως συνέχεια, καθώς δεκαπέντε μήνες μετά την έξοδο της ταινίας στις ελληνικές αίθουσες, ανακοινώθηκαν τα σπουδαία νέα. Ο Κυνόδοντας βρισκόταν μεταξύ των πέντε ταινιών που διεκδικούσαν το Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας για το 2010, το οποίο εν τέλει κατέληξε στην δανέζικη ταινία της Σουζάνε Μπίερ, Ίσως, Αύριο.
Ο Κυνόδοντας φυτρώνει σε ένα σκηνικό περίκλειστο μεν, άλλα όχι ακριβώς κλειστοφοβικό. Σε ένα απομονωμένο κλειστό κύκλωμα λουσμένο από παραμορφωτικό φως του ηλίου, με επιφανειακή ανοιχτωσιά, αλλά με ένα φράχτη να καθορίζει, σε τελικό στάδιο, τα άκρα της ελευθερίας των κινήσεων. Ο Λάνθιμος διερωτάται σαρδόνια για τον θεσμό της οικογένειας, απαισιοδοξώντας για το μέλλον του, ορμώμενος από ένα ήδη ανεπαρκές και φτωχό παρόν. Παιχνιδίζει με την έννοια της επικοινωνίας, στρεβλώνοντας το περιεχόμενο και το σημασιολογικό πεδίο αναφοράς των γλωσσικών σημάτων. Τα πάντα είναι θέμα θεσπισμένων κανόνων και τίποτα δεν είναι υπερβολικό ή ανήκουστο, εφόσον είναι προσεκτικά δομημένο βάσει ενός συστήματος, βάσει μιας κατασκευής. Σε κάθε είδους εξουσιαστική αυθαιρεσία αντιστοιχεί και μια δικαιολογητική βάση (η ιστορία με τον κυνόδοντα που πρέπει να πέσει ως σημάδι ωριμότητας και πράσινο φως παραχώρησης ελευθερίας), η οποία συνήθως είναι εξίσου εκκωφαντικά αυθαίρετη. Κι όσο κι αν ηχεί παρανοϊκή εκτός κυκλώματος, εντός αυτού, μοιάζει νόμος απαράβατος και προαιώνιος. Σε αυτό τον κόσμο όμως, από τις καταβολές του ώς τα μελλοντικά του έσχατα, τίποτα δεν έμεινε κι ούτε ποτέ θα μείνει απαραβίαστο. Ο Λάνθιμος, με κλινική ακρίβεια και εμφατική προσήλωση, μας φέρνει σε απόσταση αναπνοής από τους ήρωές του, κρατώντας τους παράλληλα σε μία τρομακτική απόσταση από οτιδήποτε μπορούμε να εκλάβουμε ως φυσιολογικό. Και φτιάχνει μια ταινία που μοιάζει με γυαλί που πατά αναπάντεχα ένα γυμνό πόδι.
Φυσικά, όπως τα πάντα στη ζωή, η δημοφιλία του Κυνόδοντα, και κατ’ επέκταση του Λάνθιμου, έκανε κύκλους. Εξυπακούεται, κι αν δεν εξυπακούεται, καλό είναι να αναφερθεί ρητώς, πως δεν αναφερόμαστε σε όσους εξέφρασαν γόνιμες και βάσιμες αντιρρήσεις για την ατμόσφαιρα, τη δομή και τα τεχνάσματα που μετήλθε ο σκηνοθέτης, σε μία ταινία που ήταν σχεδόν αναπόφευκτο να διχάσει γνώμες και απόψεις. Αναφερόμαστε στο περίφημο χάιπ (hype), του οποίου αι βουλαί είναι, ως γνωστόν, μυστήριαι. Επομένως, τίποτα το αξιοπερίεργο δεν εντοπίζεται στο ότι από την υποχρέωση της λατρείας για τον Κυνόδοντα, περάσαμε στη σιωπηρή αναγκαιότητα της αμφισβήτησής του. Πέρα από το παγκόσμιο κανόνα που επιβάλλει πως κάθε τι δημοφιλές αποκτά believers και haters και μετέπειτα αναδιατυπώνεται, μεσολάβησαν δύο ακόμη παράμετροι που έπαιξαν τον ρόλο τους.
Αρχικά, το γεγονός πως ο Λάνθιμος θεωρήθηκε κάτι σαν αρχιστράτηγος μιας στρατιάς ταινιών που κατηγοριοποιήθηκαν, ίσως κάπως άκομψα και βιαστικά, κάτω από την ταμπέλα του weird. Το ύφος αυτό (διότι είναι μάλλον υπερβολικό και άτοπο να μιλήσουμε για ‘ρεύμα’) θεωρήθηκε από πολλούς ως μία επαναλαμβανόμενη μανιέρα, ως μία κάπως ομαδοποιημένη προσφυγή σε ένα συγκεκριμένο αλφαβητάρι αισθητικής, ως μία ακραία κινηματογραφική επιτήδευση. Η αλήθεια είναι πως σε κάποιες από τις ταινίες που ακολούθησαν, οι ερμηνείες, η εκφορά του λόγου, οι σφήνες παραδοξότητας και η εν γένει στιλιζαρισμένη φόρμα έδειχναν σαφώς πιο ξέμπαρκες και εκβιαστικές σε σύγκριση με τη λειτουργικότητα με την οποία είχαν ενδυθεί στον Κυνόδοντα. Εν δευτέροις, γράφτηκαν και ειπώθηκαν πολλά περί δόλιας αντιγραφής (ή τέλος πάντων unfair σιωπής από την πλευρά του Λάνθιμου ως προς τις αναφορές του) για τις ομοιότητες του Κυνόδοντα με την ταινία Το κάστρο της αγνότητας (El Castillo de la Pureza, 1973), του Μεξικανού Αρτούρο Ριπστάιν. Ναι, το όλο concept είναι όντως παραπλήσιο και παρεμφερές, αλλά ο κουρνιαχτός αμφισβήτησης που σηκώθηκε τότε ήταν επί της ουσίας αβάσιμος και μικροπρεπής. Στην τέχνη παρθενογένεση δεν υφίσταται ούτως ή άλλως, ενώ το σινεμά αποτελούσε ανέκαθεν μία αχανή δεξαμενή μικροκλοπών, υφαρπαγών, μονομερών δανείων κι ατελείωτων αναφορών. Συν τοις άλλοις, τέτοιου τύπου υστερικές ενστάσεις περισσότερο παραπέμπουν σε αυτοσκοπό αποδόμησης της επιτυχίας κάποιου, παρά σε ουσιώδη αντίλογο.
Αφήνοντας πίσω του τον Κυνόδοντα, ο Λάνθιμος, δυο χρόνια αργότερα, μας ρωτάει δια στόματος της πρωταγωνίστριάς του Αριάν Λαμπέντ, αν είμαστε έτοιμοι για «κάτι πιο ποπ». Οι Άλπεις δεν γνωρίζουν τη φεστιβαλική δόξα του Κυνόδοντα, αλλά δεν μένουν και με άδεια χέρια, καθώς αποσπούν το βραβείο Osella Καλύτερου Σεναρίου στο Φεστιβάλ Βενετίας. Λογικό, δίκαιο κι αναμενόμενο, διότι η σεναριακή ιδέα των Λάνθιμου και Ευθύμη Φιλίππου, στη δεύτερη συνεργασία τους μετά τον Κυνόδοντα, είναι κάτι παραπάνω από σαγηνευτική. Είναι καθηλωτική, είναι ασύλληπτη, είναι μαγευτική. Μία ομάδα ανθρώπων, με τη μυστηριώδη κωδική ονομασία «Άλπεις», αναλαμβάνουν ένα αδιανόητα ιδιόρρυθμο καθήκον. Αντικαθιστούν ανθρώπους που έχουν πεθάνει εντός των οικογενειών τους, προσπαθώντας να μιμηθούν όσο καλύτερα μπορούν τις συνήθειες, τις ατάκες, τις γκριμάτσες, γενικά όλα τα χούγια αυτών που δεν βρίσκονται πια στη ζωή. Οι συγγενείς των αποθανόντων συμμετέχουν στο παιχνίδι κανονικότατα και με πλήρη συνείδηση, διορθώνουν τα μικρολάθη και τις ατέλειες, επιτελούν στην εντέλεια τον δικό τους ρόλο. Εκπληκτικό. Εκπληκτικό, αλλά όχι επαρκές.
Διότι στον τελικό απολογισμό, οι Άλπεις έχουν καταγραφεί στο μυαλό μου ως μία τεράστια χαμένη ευκαιρία για μια συγκλονιστική ταινία. Η αισθητική προσέγγιση του Λάνθιμου είναι πραγματικά αψεγάδιαστη και πέρα για πέρα πιστή στο ύφος του, τα νοήματα που κυοφορούνται υπογείως είναι σχεδόν παμψηφεί σαγηνευτικά, αυτό που λείπει όμως είναι ένας κάποιος καταστατικός χάρτης προθέσεων, ένας κάποιος δαυλός μέσα στον λαβύρινθο των εξαίρετων προθέσεων. Και πιστέψτε με, αυτή η έκκληση για μια ελάχιστη καθοδήγηση και φωτεινή σήμανση δεν ταυτίζεται σε καμία περίπτωση με την απλουστευτική ανάγκη της κατανόησης των πάντων και την πρόχειρη καταδίκη της έλλειψης νοήματος. Δεν είναι σε καμία των περιπτώσεων αναγκαίο να καταλαβαίνουμε τα πάντα σε μία ταινία, να εξηγούμε και να αναλύουμε τα όσα συμβαίνουν, σαν να επρόκειτο για μαθηματική εξίσωση, η οποία μπορεί να αναλυθεί επακριβώς στα εξ ων συντίθεται. Μολαταύτα, όταν μια ταινία καταλήγει αυτοανακυκλούμενη και περιχαρακωμένη στο δικό της σύστημα συντεταγμένων, παύει να προσφέρει τα θέλγητρά της. Απομονώνεται, μαραίνεται και πεθαίνει σε μία μουσειακή προθήκη, ακόμη κι αν τα λούσα και οι αρετές της είναι εκθαμβωτικής ομορφιάς.
Κάπως έτσι, φτάσαμε στο τώρα. The Lobster και Ειδικό Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής στο πρόσφατο Φεστιβάλ των Καννών, κάτι σαν άτυπος χάλκινος Φοίνικας. Το σούσουρο και ο ντόρος των ημερών που προηγήθηκαν της βράβευσης ήταν πάντως τυπικές ελληνικές συμπεριφορές, προϊόντα και δείγματα ενός επαρχιώτικου και ξεκαρδιστικού πολιτισμικού εθνικισμού. Η «βραβειοθηρία» είναι μια κατάσταση παντελώς ξένη και άσχετη με το σινεμά, το οποίο ζει και αναπνέει πέρα από κατηγοριοποιήσεις, κλίμακες, νικητές και ηττημένους. Πέρα βέβαια από τις ιαχές κερκίδας, υπήρξαν και οι τοποθετήσεις επιτηδευμένης μεστότητας και ελιτίστικης αυτοαναφορικότητας. Τα τοτέμ ποιότητας πασχίζουν σταθερά κι αμείλικτα να καρπωθούν το δικαίωμα ενασχόλησης με κάθε προϊόν τύπου Λάνθιμου. «Εσείς (ποιοι δηλαδή;) δεν δικαιούστε να μιλάτε για τον Λάνθιμο, εμείς (και πάλι, ποιοι δηλαδή;) τον ξέραμε πιο πριν από εσάς, όταν εμείς βλέπαμε Λάνθιμο, εσείς τρώγατε βελανίδια.» Δεν πάει καθόλου μα καθόλου έτσι το πράγμα, όμως.
Το αντικειμενικό γεγονός είναι πως ο Λάνθιμος είναι ένας Έλληνας σκηνοθέτης που σταθεροποιεί πλέον τη θέση του στο παγκόσμιο κινηματογραφικό στερέωμα, γεγονός εντυπωσιακό και ευχάριστο. Επιπλέον, είναι μάλλον εμφανές ότι η μόνη διαφοροποίηση που επήλθε στο The Lobster λόγω του μεγάλου μπάτζετ που είχε στα χέρια του έγκειτο σε αυτό που ο ίδιος ανέφερε χαριτολογώντας, στη συνέντευξη τύπου στις Κάννες: «Αυτή τη φορά, μπορέσαμε να πληρώσουμε και το συνεργείο.» Το γεγονός λοιπόν πως ο Λάνθιμος γύρισε την ταινία με τους δικούς του όρους, μένοντας πιστός στο δικό του όραμα περί σινεμά, είναι επίσης άξιο αναφοράς και μνείας. Από εκεί και πέρα, κάθε έργο τέχνης στέκει αυτούσιο κι αυτάρκες, αλλά και γυμνό κι ανυπεράσπιστο, στην κοινή θέα και στο πέρασμα του χρόνου. Κι όσοι σινεφίλ εκτιμούμε τον Λάνθιμο (όπως ο υπογράφων) κι όσοι διαφωνούν με τη σκηνοθετική του προσέγγιση (γεγονός που δεν τους καθιστά σε καμία περίπτωση άσχετους ή αδαείς) περιμένουμε όλοι με ανυπομονησία αυτό τον «Αστακό», που στα teasers και στα trailers μοιάζει γευστικότατος.
*Aναδημοσίευση από το cinedogs.gr, κινηματογραφικό συνεργάτη του Artcore magazine