Scroll Top

Άλλαι Τέχναι

Girl, του Lukas Dhont

feature_img__girl-toulukas-dhont
Το πολυαναμενόμενο κι εκρηκτικό “Girl” του μόλις 26χρονου Lukas Dhont, είναι η κινηματογραφική έκπληξη των ημερών. Κι όχι τόσο για τον ίδιο τον πυρήνα του, το επίκαιρο θέμα δηλαδή που επιχειρεί να θίξει (κάπως επιτηδευμένα κι αφύσικα), μα κυρίως για τα παλιρροιακά κύματα σχολιασμών κι απόψεων που ξεσήκωσε με τις πρώτες προβολές του. Ο Φλαμανδός δημιουργός πέρα απ’ το ότι κατάφερε με το σκηνοθετικό του ντεμπούτο, ένα αμιγές ψυχογραφικό δράμα, να κερδίσει τις εντυπώσεις στο φετινό φεστιβάλ των Καννών, κατάφερε και κάτι πολύ σημαντικότερο για το καλό σινεμά. Να κερδίσει τη συγκίνηση και τα συναισθήματα των θεατών, κι αυτό έχει την υπέρτατη αξία!

Φορτωμένο με τέσσερα μεγάλα βραβεία των Καννών έφτασε λοιπόν στις ελληνικές αίθουσες (από τη Seven Films) αυτό το κομψό φιλμ και παρέσυρε ολόκληρη την εβδομάδα σε μια ατέλειωτη συζήτηση σχετικά με το πραγματικό ειδικό του βάρος. Κι είναι αλήθεια πως (για όσους τουλάχιστον υπολογίζουν αυτά τα στοιχεία σχετικά με την πραγματική καλλιτεχνική αξία ενός έργου) η Χρυσή Κάμερα για τον Καλύτερο Πρωτοεμφανιζόμενο Σκηνοθέτη, το Βραβείο Ανδρικής Ερμηνείας, ο Queer Φοίνικας και το βραβείο της FIPRESCI, αφήνουν ελάχιστα περιθώρια αμφισβήτησης αυτού του πολύ συμπαγούς νοηματικά έργου. Επιπλέον, στις 15 του Δεκέμβρη, αναμένεται να ανακοινωθούν από τη Σεβίλλη τα Βραβεία της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου, και θα μου έκανε τρομερή εντύπωση αν ο υπέροχος Victor Polster που ερμηνεύει με σπαρακτική ειλικρίνεια τον πρωταγωνιστικό ρόλο δεν κέρδιζε το βραβείο του καλύτερου Ευρωπαίου Ηθοποιού.

Η ταινία περιστρέφεται γύρω από τη ζωή της 16χρονης Lara (Victor Polster), μιας νεαρής φιλόδοξης χορεύτριας που γεννήθηκε σ’ ένα ανδρικό σώμα. Επιδιώκοντας τα μεγαλεπήβολα όνειρά της κι έχοντας την αμέριστη υποστήριξη του πατέρα της μετακομίζει σ’ ένα καινούργιο περιβάλλον, διεκδικώντας υποτροφία σε μια από τις καλύτερες και πιο απαιτητικές σχολές χορού της χώρας. Παράλληλα όμως η Lara έχει μπει σε μια διαδικασία επαναπροσδιορισμού του φύλου κι απέχει λίγους μόλις μήνες από το «λυτρωτικό» χειρουργείο. Με την υποδειγματική και τρυφερή καθοδήγηση της ιατρικής ομάδας, ρυθμίζει κατάλληλα τη φαρμακευτική της αγωγή, προσέχει ιδιαίτερα το σώμα της και προετοιμάζεται ψυχολογικά για την οριστική μετάβαση στον πραγματικό της εαυτό.

Όσο κι αν δείχνει όμως ειδυλλιακή η επιφάνεια των πραγμάτων και παρά την εξαιρετική στάση του πατέρα της, που είναι πάντα έτοιμος να αφουγκραστεί τις αγωνίες της κόρης του χωρίς ούτε στιγμή να της μεταβιβάζει παράλογες φοβίες και ιδιοτελείς αμφιβολίες, στην πραγματικότητα η Lara δεν παύει να είναι μια έφηβη γεμάτη πάθη κι υπαρξιακές αγωνίες. Βρίσκεται ακριβώς στο μεταίχμιο της ενηλικίωσης, παλεύοντας με τις ασυγκράτητες επιθυμίες της να γίνει όχι μόνο καλή, αλλά η καλύτερη χορεύτρια. Είναι ένα πρόσωπο αναμφίβολο δραματικό, που μέσα στην τόσο ειλικρινή αποδοχή της ταυτότητας και την ανάδειξη του πραγματικού ρόλου του φύλου της, προσπαθεί με μια σισύφεια υπομονή να συγκεράσει τα αδυσώπητα ερωτηματικά και τις ευαισθησίες της ηλικίας της με την προβολή του αληθινού εαυτού της στο περιβάλλον και την καλλιτεχνική καταξίωση. Ακροβατεί ανάμεσα σ’ έναν ακραιφνή απομονωτισμό και σε μια παθιασμένη και στεντόρεια διακήρυξη του «Εγώ» της. Κοιτάει τον εαυτό της που αλλάζει στον καθρέφτη σαν να ψηλαφεί το πιο επικίνδυνο μυστικό και ταυτόχρονα στριμώχνει τα σκληρά της πόδια στις πουέντ και χορεύει με θαυμαστή δύναμη τραυματίζοντας το ίδιο της το σώμα.

Και σ’ αυτό ακριβώς το σημείο οφείλει η ταινία τον χαρακτηρισμό «εξαίσιο» δράμα. Μέσα σ’ αυτήν την αλληγορική προσέγγιση του μύθου του Ικάρου, ο σκηνοθέτης καταφέρνει να μας μεταδώσει με κάθε λαμπρότητα την γιγαντιαία και κάποιες φορές αυτοκαταστροφική δύναμη της υπαρξιακής αλλαγής.Είτε πρόκειται για την εφηβεία είτε για τον επαναπροσδιορισμό του ανατομικού φύλου, το σώμα βρίσκεται σε απόλυτη διάσπαση τόσο με την ταυτότητα του φύλου όσο και με την κοινωνική δόμηση αυτού. Μπορεί τα βιολογικά μας χαρακτηριστικά να είναι φορέας των δυνατοτήτων μας αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι κι εκφραστής τους. Οι επιθυμίες κι ο ρόλος μας είναι αυστηρά προσωπική υπόθεση και το πεδίο του χορού είναι μια έξοχη ευκαιρία για να αναδειχθεί αυτή ακριβώς η ιλιγγιώδης απόσταση ανάμεσα στην έννοια του «σώματος» και του «φύλου». Η Lara υπερβαίνει στην πραγματικότητα τον ίδιο της τον εαυτό κι όχι γιατί θέλει να γίνει κάτι άλλο, αλλά γιατί όπως και το ίδιο το έργο μας δηλώνει απερίφραστα «ήταν από πάντα αυτό που πρόκειται να γίνει».

Είναι αλήθεια πως δεν ξέρω αν για την τόσο τρυφερή και ρεαλιστική αναπαράσταση αυτών των νοημάτων ευθύνεται η πραγματική βάση του σεναρίου. Ο Lukas Dhont εμπνέεται την υπόθεσή του από μια αληθινή ιστορία που διάβασε σε μια βελγική εφημερίδα πριν από μια δεκαετία. Γνώρισε από κοντά την ηρωίδα του, έγιναν φίλοι και συνεργάστηκαν μάλιστα για τη σύνθεση αυτού του φιλμ. Εμφανίστηκαν μαζί στην πρεμιέρα της ταινίας στο Φεστιβάλ των Καννών και το κοινό τους αποθέωσε αμφοτέρους. Ίσως αυτές οι ρίζες να είναι που προσδίδουν στο έργο μια τόσο στέρεη επαφή με την πραγματικότητα. Και μπορεί το Βέλγιο να μην φημίζεται για την πλούσια κινηματογραφική παραγωγή του αλλά ο νεαρός σκηνοθέτης φέρνει σίγουρα στο μυαλό μας τους ομοεθνείς αδερφούς Dardenne, αποτυπώνοντας με τη δημιουργία του τις βαθύτερες ψυχολογικές συνέπειες μιας κάποιας ρεαλιστικής υπόθεσης. Κι όπως ακριβώς στους αδερφούς Dardenne, όλη η κινηματογραφική σύλληψη γίνεται με φοβερά απλά εκφραστικά μέσα (όχι βέβαια με την κάμερα στο χέρι, αλλά και πάλι!). Έχουμε γεμάτα, καλοδουλεμένα κάδρα με ψυχρούς φωτισμούς στην καταβύθιση της ηρωίδας στις υπαρξιακές της ανησυχίας αλλά και ζεστά χρώματα σ’ όλες τις σκηνές του χορού (παρ’ ότι πρέπει να τονιστεί ότι δεν αποτελεί ένα αμιγές δράμα χορού). Το πραγματικά εντυπωσιακό σκηνοθετικό στοιχείο της ταινίας είναι πως οι κινήσεις της κάμερας ακολουθούν με αριστουργηματική φυσικότητα τις σωματικές συσπάσεις της πρωταγωνίστριας και πετυχαίνουν πλήρως την ειλικρινή ταύτιση του θεατή, πιστοποιώντας βέβαια την ειλικρινή κινηματογράφηση του Βέλγου δημιουργού.

Η ταινία ωστόσο δεν παραμένει άτρωτη από σοβαρές κινηματογραφικές ατέλειες. Κι ίσως γι’ αυτό να μην ευθύνεται η απειρία του σκηνοθέτη αλλά αντίθετα μια πραγματικά παράφορη αναδίφηση του θέματος που έφτασε με μαθηματική ακρίβεια μέχρι την εξαντλητική υποκειμενικότητα. Ο σκηνοθέτης είναι προκατειλημμένος απέναντι στο κινηματογραφικό του υποκείμενο· αδιαμφισβήτητο! Αυτή η επίμονη και διάπυρη ενασχόλησή του με τις ψυχολογικές διαστάσεις της υπόθεσης καταλήγουν να πνίγουν την αυτονομία της ηρωίδας και την εμποδίζουν να ξεδιπλώσει τον αληθινό της χαρακτήρα. Στην πραγματικότητα, μοιάζει σαν να βλέπουμε κάποιο φανταστικό δημιούργημα του σκηνοθέτη κι όχι μια αυτοτελή κι αυθύπαρκτη οντότητα. Έτσι οι εξελίξεις της πλοκής γίνονται κάποια στιγμή ανυπόφορα προβλέψιμες (χωρίς ωστόσο να χάνουν την αισθητική του δυναμική) για να καταλήξουν στο κάπως αμήχανο φινάλε. Στην αξιοθαύμαστη προσπάθειά του να φέρει μπροστά μας ολοζώντανο και μ’ όλες του τις λεπτομέρειες τον πυρήνα του έργου του, ο Lukas Dhont πέφτει στην παγίδα της ίδιας του της ταινίας και μας καθοδηγεί σχεδόν χειριστικά στον αναπόφευκτο επίλογο. Εξαιρουμένων όμως αυτών των εγγενών σφαλμάτων, πρόκειται για εξαιρετική ταινία, σφραγίδα μιας πολύ λαμπρής (ελπίζουμε) σκηνοθετικής πορείας.

Ελπίζω να έχετε μια αξέχαστη προβολή.

Girl, του Lukas Dhont
Μεταφρασμένος Τίτλος: Κορίτσι
Είδος: Δράμα
Διάρκεια: 109’
Βαθμολογία: 7/10

1
Μοιράσου το