Grâce à Dieu (By the Grace of God), του François Ozon
Το «Θέλημα Θεού» ξεκινά, δίχως περιστροφές ή περιττές πληροφορίες, να ξετυλίγει το κουβάρι αποστασιοποιημένα, σχεδόν κατά κυριολεξία τηλεγραφικά, καθώς τα βασικά γεγονότα μας γίνονται γνωστά μέσα από την απαγγελλόμενη επιστολογραφία μεταξύ ενός θύματος (που δεν έχει γυρίσει εντούτοις την πλάτη του ούτε στην Εκκλησία ούτε στην προσωπική του πίστη) και της Επισκοπής της Λιόν. Πολύ σύντομα γινόμαστε δέκτες μιας ασφυκτικής ομερτά, που καλύπτει σαν πάχνη πράξεις επαίσχυντες και κολάσιμες από κάθε είδους επίσημη αρχή, εκκλησιαστική ή/και κοσμική. Ευθύς εξαρχής, λοιπόν, νιώθουμε μια πρώτη ανακούφιση, καθώς είμαστε βέβαιοι πως η ταινία θα αποφύγει με συνέπεια τις εξάρσεις και τις κορώνες και δεν θα επενδύσει σε ένα συναισθηματικό μαξιμαλισμό.
Σχεδόν συγχρόνως γινόμαστε δέκτες και μιας πρώτης «ανατροπής» όχι όσον αφορά τη βασική πλοκή ή τους χαρακτήρες, αλλά ως προς τη φορά και τη ρότα που συνήθως διατρέχουν ταινίες αυτού του subgenre. Ο κατά συρροήν δράστης των εγκλημάτων δεν καλύπτεται από κάποιο πέπλο μυστηρίου, δεν προσπαθεί να σώσει το τομάρι του, δεν σβήνει ίχνη και αποδεικτικά στοιχεία, δεν σκιαγραφείται ως η ενσάρκωση του απόλυτου Κακού. Αντιθέτως, παραδέχεται την ενοχή του χωρίς περιστροφές, χωρίς αλαζονική ύβρι αλλά και χωρίς κάποια σπαραξικάρδια συντριβή, και αμέσως μετά απομακρύνεται από το βασικό κάδρο. (Παρένθεση: σφάλμα της ταινίας η απεικόνιση του δράστη, στα flashbacks των θυμάτων, ως εργοστασιακής κατασκευής βιαστή, ενώ έχει προηγουμένως εννοηθεί ξεκάθαρα ότι το μεγάλο του ατού ήταν ότι απέπνεε την εικόνα ενός άκακου, ευπροσήγορου και ευχάριστου ανθρώπου.)
Από την πρώτη κιόλας στιγμή, επομένως, δεν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια προσωποποιημένη πηγή αμαρτίας, αλλά με ένα δαιδαλώδες και ομιχλώδες δίκτυο αποσιώπησης, συνενοχής και σκόπιμης απροθυμίας για απόδοση δικαιοσύνης. Στη θέση του θύτη στρογγυλοκάθεται όχι τόσο ο φυσικός αυτουργός ιερέας, αλλά ολόκληρη η Καθολική Εκκλησία, η οποία κλείνει τα μάτια και βουλώνει τα αυτιά συστηματικά, βασιζόμενη στον πιο ύπουλο σύμμαχο: τον χρόνο.
Τον χρόνο που υποτίθεται ότι λειτουργεί ιαματικά, αλλά επί της ουσίας απλώς παραλύει και αναισθητοποιεί. Στον χρόνο που φαντάζει άπλετος και επαρκής σε όσους βρίσκονται έξω από τον χορό, αλλά διαστέλλεται και συστέλλεται βίαια και ακανόνιστα για τους πραγματικούς παθόντες. Οι δεκαετίες που έχουν περάσει από τα συμβάντα μοιάζουν με κλάσματα δευτερολέπτου, τα λίγα λεπτά που διαρκούσε η φρίκη εξακολουθούν να ζυγίζουν σαν αιώνες ακόμη και τόσα χρόνια μετά.
Κι ενώ η ταινία μοιάζει να εξαντλείται σε ένα πινγκ-πονγκ αναζήτησης της αλήθειας και φίμωσης αυτής, με μόνο ορίζοντα ένα τελικό ξεσκέπασμα ή ένα οριστικό κουκούλωμα, ξάφνου η πυξίδα αλλάζει πορεία και φανερώνει τον αληθινό προσανατολισμό. Ο φακός θα πέσει στα θύματα, τους μόνους και αληθινούς πρωταγωνιστές κάθε τέτοιας ιστορίας μακρόσυρτου πόνου και ατελείωτου παραπόνου.
Δεν πρόκειται να γίνουμε συμμέτοχοι σε ένα γραμμικό και επίμονο δημοσιογραφικό/αστυνομικό/δικαστικό κυνήγι τιμωρίας και απονομής δικαίου. Αντιθέτως, θα βυθιστούμε, με σταθερό βήμα και νηφάλιο τέμπο, στα λαβωμένα ενδότερα τριών ανθρώπων, μόνο και μόνο για να συνειδητοποιήσουμε πως τίποτα δεν μπορεί να είναι ενιαίο, συμπαγές και μονοδιάστατο: ούτε καν ένας δεσμός οδύνης που δένει δια βίου τους φορείς μιας τέτοιας αγιάτρευτης πληγής.
Κάθε θύμα είναι καταδικασμένο να βιώσει με τρόπο ολότελα διαφορετικό και πλήρως εξατομικευμένο το σοκ της πρώτης συνειδητοποίησης, το βάρος της απώθησης και της ανάδυσης, την αντιμετώπιση από τον περίγυρο, τη διαχείριση της κατάστασης σε βάθος χρόνου. Κάθε θύμα που συμμετέχει ολόψυχα και με καλή καρδιά στον αγώνα για να λάμψει η αλήθεια, αναπόφευκτα θα προβάλλει το δικό του εγώ και τα δικά του εσώψυχα σε μια σταυροφορία που δεν μπορεί να λάβει ποτέ ένα καθολικά συλλογικό πρόσημο.
Προσέξτε εξάλλου, πόσο λεπτεπίλεπτα και κομψά, ο Ozon ντύνει κάθε επιμέρους ιστορία με διαφορετικό εξωτερικό – χρωματικό περίβλημα. Ο πιστός Καθολικός, ο επιτυχημένος επαγγελματίας και οικογενειάρχης, που δεν θα μπορέσει ποτέ να επικοινωνήσει σε βάθος με την οικογένειά του (παρότι το κατορθώνει επιφανειακά) και που ενδιαφέρεται πρωτίστως για την ενδό-εκκλησιαστική αποκατάσταση της αδικίας (σε αρμονία, δηλαδή, με τα καταστατικά του πιστεύω), ζει σε ένα γκριζωπό περιβάλλον μεταλλικών φωτισμών και χρωμάτων.
Ο πολυλογάς και φωνακλάς άθεος, ένας φύσει συγκρουσιακός χαρακτήρας, με κίνητρα που εμπεριέχουν, όσο ευγενή κι αν είναι, κι ένα μικρό ποσοστό φιλαυτίας και ανάγκης προβολής, περιβάλλεται από πιο θερμά χρώματα κι από εντονότερους φωτισμούς. Ο τρίτος της παρέας και ίσως ο πιο βαθιά τραυματισμένος, ένας άνθρωπος που αδυνατεί να βρει πάτημα και προσανατολισμό στη ζωή, χωρίς ξεκάθαρα πιστεύω και με αθεράπευτη ανάγκη αποδοχής από τους άλλους, κατοικεί σε ένα κόσμο θολής ομίχλης, η οποία θαρρείς και τρυπώνει στο διαμέρισμά του μέσα από τα παράθυρα.
Η ιστορία της ταινίας, αναμενόμενα και εύστοχα, δεν συμπίπτει χρονικά με το τέλος της κυρίως ιστορίας απόδοσης ευθυνών και αναζήτησης δικαιοσύνης, καθότι αυτές οι δύο ιστορίες ναι μεν τέμνονται ασταμάτητα αλλά ποτέ δεν ταυτίζονται ολοκληρωτικά. Και σιγά σιγά, ξεπροβάλλει και το αληθινό μαστίγωμα, το αληθινό κατηγορώ, η πραγματική απολογία. Όχι όσων γνώριζαν και αγνοούσαν ηθελημένα από πλευράς της Εκκλησίας, η οποία πάλευε να προστατεύσει τα εκλεκτά τέκνα του οίκου Της, αλλά εκείνων που είχαν καταλάβει και δεν είπαν – δεν έπραξαν ενώ θα όφειλαν να υπερασπιστούν τους δικούς τους ανθρώπους. Καμιά φορά, ακόμη και η πιο φρικτή πληγή βρίσκει αντιστάσεις. Στα ατελείωτα συμφραζόμενα της ζωής, που θέτουν, όσο κι αν ακούγεται άκαρδο, ένα ολόκληρο πλέγμα άγραφων κανόνων. Στην άρνηση του οφθαλμοφανούς, σαν μάταιο ξόρκι απέναντι στο Κακό. Στην πιο ανίκητη δύναμη από καταβολής σύγχρονου πολιτισμού: το τέρας της ντροπής.
Grâce à Dieu (By the Grace of God), του François Ozon
Είδος: Δράμα
Διάρκεια: 137'
*Aναδημοσίευση από το cinedogs.gr, κινηματογραφικό συνεργάτη του Artcore magazine