Scroll Top

Άλλαι Τέχναι

Green Book, του Peter Farrelly

feature_img__green-book-tou-peter-farrelly
Νέα Υόρκη, 1962. Ο Τόνι «Λιπ» Βαλελόνγκα είναι ένας αγαθός Ιταλοαμερικάνος μπράβος που ζει στο πετσί του την αγωνία της βιοπάλης. Έχοντας συνηθίσει να μετρά τα κουκιά για να τα βγάλει πέρα και να συντηρήσει την οικογένειά του, αναζητά κάθε πιθανή ανακούφιση στην οικονομική του δυσπραγία. Έτσι, όταν ο διάσημος μαύρος πιανίστας δόκτωρ Ντον Σέρλεϊ του προσφέρει τη δουλειά του προσωπικού του οδηγού για την επικείμενη τουρνέ του στον αφιλόξενο αμερικάνικο νότο, ο Τόνι την αποδέχεται παρά τις έντονες επιφυλάξεις του.

Η ταινία του Peter Farrelly μοιάζει βγαλμένη από περασμένες δεκαετίες του αμερικανικού σινεμά. Στηρίζεται πάνω στο έντονα, γραφικά αντιθετικό δίπολο, στην αναπόδραστη σύγκλιση των δύο κόσμων που οι συνοδοιπόροι αντιπροσωπεύουν. Με μία σειρά από συμβάσεις και ευκολίες που τηρούνται κατά γράμμα ως προς την εξέλιξη της πλοκής, η γλυκόπικρη κωμωδία του Farrelly φέρνει στο νου κάτι από την κωμική αύρα του Billy Wilder. Μία δραματουργία που χρησιμοποιεί την ιστορία για να φωτίσει τους χαρακτήρες και ποτέ το αντίθετο. Το προφανές που ορίζει των συμφραζομένων του αντισταθμίζεται άνετα από τη σαρωτικά θετική διάθεση που κουβαλά και οι κοινοτοπίες των ιδεών του δεν προξενούν εκνευρισμό επειδή ακριβώς είναι αναμενόμενες. Και με τον τρόπο τους, υποχρεωτικές.

Πρόκειται για σινεμά παλαιάς κοπής που δεν επιθυμεί να φρεσκάρει ή να ταρακουνήσει τον κόσμο του κινηματογράφου με ρηξικέλευθες ιδέες. Πριν προλάβει κανείς να διατυπώσει την άποψη περί της έλλειψης σημασίας μίας τέτοιας ταινίας στη συγκεκριμένη εποχή ή να προβληματιστεί περί του αν η ταινία κομίζει κάτι σημαντικό ως προς τη μάχη για την εξάλειψη της κοινωνικής αδικίας, καλό είναι να αναλογιστεί το παρακάτω ερώτημα: πόσες ταινίες απλές στη φόρμα, ευθείες ως προς το συναίσθημα και σύνθετες ως προς τους χαρακτήρες παράγει ο αμερικανικός κινηματογράφος κάθε χρόνο; Όχι όσες κανείς νομίζει αρχικά ή όσες συνήθιζε παλαιότερα.

Γιατί το “Green Book” είναι ένα road movie που συνδυάζει την πασίδηλη πλην γοητευτικά αναπτυσσόμενη απλότητα της ιστορίας με μία σπάνια προσέγγιση ως προς τη χαρακτηρολογία. Ένα φιλμ ταυτόχρονων ωριμάνσεων, ένα παιχνίδι αλλεπάλληλων συνειδητοποιήσεων περί ομοιοτήτων και διαφορών που υπερβαίνουν το χρώμα της επιδερμίδας και προσεγγίζουν μία πιο περίπλοκη ταξική τοποθέτηση. Ο Τόνι, σε κάποια στιγμή έντασης με τον Ντον, του λέει ευθέως ότι θεωρεί τον εαυτό του πιο μαύρο από εκείνον. Μέσα στην αστοχία αυτής της δήλωσης, εμφανίζεται η αντανάκλαση μίας πολύτιμης σκέψης, με την οποία ο πλούσιος μουσικός με την κλασική παιδεία εξοικειώνεται μέσα από το ταξίδι του.

Ο ταλαντούχος μουσικός Ντον Σέρλεϊ είναι παγιδευμένος στην ίδια του την επαγγελματική επιτυχία. Έχοντας διαβεί μία παραδοσιακά «λευκή» οδό για την εποχή, βρίσκει εαυτόν να παρατηρεί υποτιμητικά συνήθειες της φυλής του, πόσο μάλλον αυτές που πλησιάζουν τις δικές του. Με άλλα λόγια, αντιλαμβάνεται με όρους ελιτισμού τη δουλειά των μαύρων μουσικών της εποχής του και ανιχνεύει σε αυτήν μία ασέβεια προς την ίδια την τέχνη. Θεωρεί εαυτόν καλλιτέχνη και όχι διασκεδαστή και παράγει μουσική που απολαμβάνουν λευκοί με οικονομική επιφάνεια και περίσσευμα υποκρισίας σε χώρους όπου μαύρος μπορεί να σταθεί μόνο σαν σερβιτόρος. Έχει σκαρφαλώσει στη σκάλα της κοινωνικής διαστρωμάτωσης, αλλά μόνο κατ’ επίφαση. «Λευκότροπος» στα μάτια των μαύρων, αιώνια μαύρος -άρα εξορισμένος από τη δική τους συνομοταξία- για τους λευκούς.

Στον αντίποδά του ο Τόνι, ρατσιστής μικρής εμβέλειας από κεκτημένη κοινωνική ταχύτητα, εγκλωβισμένος και αυτός ανάμεσα σε μεροδούλι και μεροφάι, κάτι που ο δόκτωρ Σέρλεϊ δε γνώρισε ποτέ. Όσο μειωμένα είναι τα κοινωνικά του αντανακλαστικά, τόσο οξυμένα αυτά που διευκολύνουν τη συνύπαρξη. Αντιλαμβάνεται ότι αληθινός βασιλιάς του παλατιού που διαθέτει ο μουσικός είναι η μοναξιά του. Περπατημένος σε μονοπάτια που ο Σέρλεϊ αγνοεί ότι υπάρχουν, είναι στην ουσία ο μόνος άνθρωπος που μπορεί να εγγυηθεί τη σωματική του ακεραιότητα σε αυτό το παράτολμο ταξίδι. Στέκει με δέος απέναντι του, λόγω του σπάνιου ταλέντου του, της καλλιέργειας και της ταξικής του ανωτερότητας, αλλά και σαν κηδεμόνας του, γελώντας πνιχτά με την άγνοια του περί της πραγματικότητας εκτός των προσωπικών του τειχών. Μέσα στην αδυναμία του να προσεγγίσει το μεγαλείο του πνεύματος του μουσικού, αναγνωρίζει ότι μπορεί να τον βοηθήσει να ανακαλύψει ένα σημείο τομής με τους ανθρώπους και σπεύδει να το κάνει, γιατί έτσι έχει μάθει να λειτουργεί.

Πυρήνας της ισορροπημένης προσπάθειας του Φαρέλι να επικοινωνήσει με τρόπο ουδέποτε ακανθώδη μα πάντα γοητευτικό την ουσία του έργου του στον θεατή είναι οι δύο κορυφαίες κεντρικές ερμηνείες. Ο Viggo Mortensen, σε αυτό που αποτελεί μάλλον την πιο επιτυχημένη εκδοχή του κόντρα ρόλου στο πρόσφατο παρελθόν του αμερικανικού σινεμά, είναι απολαυστικός όσο αφηγείται και μεγαλειώδης όσο σιωπά. Είναι όμως η καταπληκτική ερμηνεία του Mahershala Ali που σφραγίζει την όμορφη κινηματογραφική συνύπαρξη. Ο Σέρλεϊ, όπως τον απεικόνισε ο οσκαρούχος ηθοποιός, είναι ένα πληγωμένο θηρίο, ένας αλαζονικός διανοούμενος που έχει μπερδέψει την αξιοπρέπεια με τα καβαφικά τείχη που αντί να τον προφυλάσσουν τον φυλακίζουν, ένας μονήρης άνθρωπος πίσω από το παγερό ύφος του οποίου φωλιάζει η αφοπλιστική του ανάγκη για ανθρώπινη επαφή.

«Το Πράσινο Βιβλίο» συγκινεί χωρίς να συγκλονίζει, διαβαίνει πεπατημένες οδούς τόσο θεματολογικά όσο και αφηγηματικά και δεν φιλοδοξεί να αποτελέσει μία ενδελεχή ανάγνωση των φυλετικών σχέσεων. Καταφέρνει όμως να γίνει αφοπλιστικά απολαυστικό και καλοπροαίρετα παλιομοδίτικο. Ένα αληθινά καλοκουρδισμένο φιλμ που δεν αποζητά να ταράξει τα νερά με τις αναπάντεχες στροφές του, αλλά να θυμίσει ότι οι άνθρωποι μπορούν να ξεφύγουν από τους μικρόκοσμούς τους μόνο επικοινωνώντας μεταξύ τους. Και μοιράζει τη σκέψη αυτή σε δύο ανθρώπους που κινούνται στα έγκατα της αμερικανικής υποκρισίας αναζητώντας λίγη ανθρωπιά, την οποία βρίσκουν τελικά ο ένας στον άλλον.

Green Book, του Peter Farrelly
Είδος: Βιογραφία, Κωμωδία, Δράμα
Διάρκεια: 130'

*Aναδημοσίευση από το cinedogs.gr, κινηματογραφικό συνεργάτη του Artcore magazine

_
Φίλιππος Χατζίκος
- γράφει για το Artcore
1
Μοιράσου το