Halloween, του David Gordon-Green
Ακολούθησαν μια σειρά από sequels, spinoffs και reboots, για να διαμορφώνουν ένα franchise τρόμου που δυστυχώς δεν κατάφερε ποτέ να σταθεί άξιο του πρωτότυπου, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Η πρώτη προσπάθεια επανεκκίνησης της σειράς από τον Rob Zombie, παρά τις αναμφισβήτητες αρετές της και το γεγονός ότι εμπλούτισε θεματικά και δραματουργικά την πρωτότυπη ιστορία, κατακρεουργήθηκε από τους κριτικούς, και το ίδιο ισχύει και για το άθλιο sequel του, που κατάφερε να καταστρέψει ότι έχτισε ο προκάτοχος του.
Τώρα, ακριβώς 40 χρόνια αργότερα, ο Michael επιστρέφει. Σε μια ταινία που αποτελεί –σοφά- άμεσο sequel του πρώτου “Halloween”, αγνοώντας όλες τις υπόλοιπες. Ο σεναριογράφος-σκηνοθέτης David Gordon Green έλαβε για το project τις ευλογίες του John Carpenter, ο οποίος εκτελεί μάλιστα χρέη παραγωγού, ενώ ανέλαβε και το soundtrack της ταινίας.
H πρωταγωνίστρια της πρώτης ταινίας Laurie Strode κουβαλάει, 40 χρόνια μετά, το τραύμα που της άφησε ο Michael. Δεν έχει καταφέρει να ξεπεράσει ποτέ εκείνη την εφιαλτική νύχτα, στην οποία έχασε 5 φίλους της από τη δολοφονική μανία ενός ανθρώπου (;) που φαινόταν να σκοτώνει χωρίς κανέναν προφανή λόγο. Αυτή η νύχτα έχει στιγματίσει ολόκληρη της ζωή της. Την οδήγησε σε τρία διαζύγια, στην αποξένωση από την κόρη της, στην παράνοια ότι ο Michael μπορεί ανά πάσα στιγμή να επιστρέψει. Και πράγματι. Λίγες μέρες πριν από το Halloween, ο Michael δραπετεύει και ξεχύνεται στην πόλη σε αναζήτηση νέων θυμάτων. Αυτή τη φορά, ωστόσο, η Laurie είναι έτοιμη…
Ο David Gordon Green είχε αναμφίλεκτα μπροστά του ένα πολύ δύσκολο έργο. Να αναμετρηθεί, δηλαδή, με μια ταινία και μια μυθολογία απολύτως κλασική και να καταφέρει να παρουσιάσει κάτι φρέσκο και καινούργιο, κάτι που δεν έχουμε δει στα ατελείωτα sequel που απαρτίζουν το franchise. Η αλήθεια είναι ότι δεν ανακαλύπτει τον τροχό, ωστόσο καταφέρνει να εκμοντερνίσει αποφασιστικά την ιστορία και τη μυθολογία της, μένοντας παράλληλα απολύτως πιστός στο πνεύμα του πρωτότυπου. Απεκδύοντας την ταινία από περιττές σεναριακές περιπλοκές κι αχρείαστες λεπτομέρειες ( πχ το ότι η Laurie ήταν αδερφή του Michael) και κρατά μόνο τα βασικά στοιχεία, αυτά που έκαναν και την πρώτη ταινία τόσο τρομακτική και τόσο πρωτοπόρα. Λιτό και απέριττο σεναριακά, το Halloween παρουσιάζει τον Michael ως ένα σχεδόν αρχετυπικό κακό, μια ασταμάτητη δύναμη της φύσης που ζει αποκλειστικά και μόνο για να σκοτώνει. Χωρίς λόγο. Χωρίς κίνητρο. Χωρίς κάποιο περίπλοκο origin story. Μόνος του στόχος είναι να αφήσει στον διάβα του όσα περισσότερα πτώματα γίνεται. Και αυτό είναι που τον καθιστά τόσο πραγματικά τρομακτικό.
Στον αντίποδα βρίσκεται η Laurie, της εξαιρετικής Jamie Lee Curtis. Μια γυναίκα βαθύτατα τραυματισμένη. Ένας χαρακτήρας που συνοψίζει με τον καλύτερο ίσως τρόπο και τις βασικές θεματικές του σεναρίου του Green. Το πώς δηλαδή το τραύμα, είτε το ατομικό είτε το συλλογικό, επηρεάζει τις σχέσεις των ανθρώπων, περνά από γενιά σε γενιά, και πλανάται μονίμως αναζητώντας κάποιου είδος λύτρωση. Η λύτρωση της Laurie, όπως το δηλώνει και η ίδια, δεν θα έρθει ποτέ αν δεν σκοτώσει οριστικά τον Michael.
Ευφυόλογο, έξυπνο και ενίοτε απολαυστικά αστείο,το σενάριο του Green κλείνει σπιρτόζικα το μάτι στους φαν του πρωτότυπου, αποτίνοντας φόρο τιμής με ευφυή τρόπο, δένοντας τις αναφορές στο “Halloween” του 1978 οργανικά με την αφήγηση. Ωστόσο, υποφέρει από αρρυθμίες, ειδικά μετά τη μέση, όπου πασχίζει μάλλον άγαρμπα να στήσει το σκηνικό του τρίτου και τελευταίου μέρους, υποπίπτοντας παράλληλα σε μια σειρά από σεναριακές ευκολίες. Ένα τρίτο μέρος, πάντως, που αποζημιώνει πλήρως, κορυφώνοντας την ένταση, εξιστορώντας την τελική αναμέτρηση της Laurie και του Michael με ένα κλειστοφοβικό και τρομακτικό κρεσέντο βίας.
Σκηνοθετικά, ο Green κομίζει στο κουρασμένο είδος του τρόμου την κωμική του εμπειρία, αλλά το πάντρεμα του χιούμορ και του τρόμου δεν είναι πάντα επιτυχημένο, αφού οι τονικές μεταβάσεις από το ένα είδος στο άλλο, πολλές φορές μοιάζουν χοντροκομμένες και άκομψες, ειδικά όταν υπονομεύουν και δυνατές δραματουργικές σκηνές μεταξύ των χαρακτήρων. Αποδεικνύει, όμως, ότι διαθέτει μια αναμφισβήτητη ικανότητα να χτίζει σκηνές αφόρητης έντασης, αφού κάθε φόνος του Michael αποτυπώνεται όλο και πιο έντονα από τον προηγούμενο, καθώς το μονοπάτι αίματος που χαράζει τη νύχτα του Halloween όλο και μεγαλώνει. Αναπολογητικά κατάλληλο μόνο για ενηλίκους, το Halloween δεν φείδεται εξαιρετικά βίαιων στιγμών, οι οποίες φαίνονται να ανήκουν οργανικά στην ιστορία, με τον Green να μην υποπίπτει ποτέ σε σαδιστικές απεικονίσεις βίας-για-τη-βία.
Χωρίς να αποτελεί κάποια επανάσταση στο είδος του τρόμου, το νέο “Halloween” μπορεί να περηφανεύεται ότι αποτελεί μακράν το καλύτερο sequel του franchise. Πιστό στο γράμμα όσο και στο πνεύμα του πρωτότυπου, αποτίνει με τον καλύτερο τρόπο φόρο τιμής, αποτελώντας παράλληλα μια έξοχη ταινία τρόμου, όχι απαραίτητα ιδιαίτερα τρομακτική, αλλά σίγουρα εξαιρετικά έντονη. Ο Green έχει συνοδηγό και σύμμαχο στην προσπάθειά του και τον John Carpenter, που υπογράφει το εξαιρετικό soundtrack, που και αυτό με τη σειρά του εκμοντερνίζει το πρωτότυπο, αποτυπώνοντας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την επιστροφή ενός franchise που γεννήθηκε στη σκοτεινή φαντασία του.
Halloween, του David Gordon-Green
Είδος: Τρόμου
Διάρκεια: 100’