Harald Gilbers: «Μπορεί οι ιστορίες μου να είναι φανταστικές, αλλά ο κόσμος μέσα στον οποίο διαδραματίζονται είναι αληθινός»
Ανήκετε στην κατηγορία των συγγραφέων που καθυστέρησαν να κυκλοφορήσουν το πρώτο τους βιβλίο -Το «Σκοτεινό Βερολίνο» ήταν το πρώτο σας μυθιστόρημα και ακολούθησαν μέχρι τώρα άλλα δύο µε πρωταγωνιστή τον επιθεωρητή Οπενχάιµερ- ενώ στο παρελθόν εργαζόσασταν ως δηµοσιογράφος στην τηλεόραση και ως θεατρικός σκηνοθέτης. Τι σας οδήγησε στη λογοτεχνία και τη συγγραφή μυθιστορημάτων; Οι άλλες σας επαγγελματικές ιδιότητες επηρέασαν τη δουλειά σας ως συγγραφέα, και αν ναι με ποιον τρόπο;
Αρχικά, ήξερα μόνο ότι θέλω να διηγηθώ μια ιστορία που λαμβάνει χώρα κατά τη διάρκεια των τελευταίων ημερών του Τρίτου Ράιχ. Ως φανατικός αναγνώστης αστυνομικών μυθιστορημάτων, μου φάνηκε «παιχνιδάκι» να ασχοληθώ με το συγκεκριμένο είδος. Είναι μια αρκετά σκληρή ιστορία, οπότε αρχικά σκέφτηκα να γράψω ένα σενάριο για ταινία. Γνωρίζοντας όμως τον χώρο παραγωγής ταινιών στη Γερμανία, θεώρησα αδύνατη τη χρηματοδότηση ενός τόσο μεγάλου πρότζεκτ. Παράλληλα, όμως, ήθελα να ενισχύσω αρκετά το ιστορικό υπόβαθρο, οπότε ένα μυθιστόρημα μου φάνηκε ως η καλύτερη επιλογή.
Η δημοσιογραφία και η παραγωγή θεατρικών έργων έχουν κάποια κοινά. Και στις δύο περιπτώσεις αφηγείσαι ιστορίες. Δουλεύεις, πάντοτε, έχοντας ένα κοινό στο μυαλό σου. Η δημοσιογραφία και τα μαθήματα στο πανεπιστήμιο με έμαθαν πως να κάνω έρευνα. Μεταξύ άλλων, έχω παρακολουθήσει μαθήματα αμερικανικής λογοτεχνίας στο Μόναχο, όπου έμαθα αρκετές τεχνικές. Η ενασχόλησή μου με το θέατρο με έμαθε να χρησιμοποιώ τις δραματικές αφηγηματικές δομές. Να βρίσκω τα κρυφά νοήματα μιας σκηνής, τους εσωτερικούς μηχανισμούς των χαρακτήρων και να διαχειρίζομαι τις καταληκτικές ημερομηνίες. Αποκόμισα πολλά από την εμπειρία αυτή. Έχω σκηνοθετήσει και κάποιες ταινίες μικρού μήκους. Το να διηγούμαι ιστορίες με κινούμενες εικόνες με συναρπάζει. Πιστεύω πως τα μυθιστορήματά μου έχουν αρκετά κινηματογραφικά χαρακτηριστικά.
Ο κεντρικός ήρωας των βιβλίων σας είναι ένας Εβραίος, πρώην επιθεωρητής της δίωξης κοινού εγκλήματος, ο Ρίχαρντ Οπενχάιμερ. Σε ανάλογες περιπτώσεις, όταν ο συγγραφέας γράφει μια σειρά μυθιστορημάτων με τον ίδιο κεντρικό ήρωα, δημιουργείται ένα είδος ταύτισης συγγραφέα-πρωταγωνιστή στο μυαλό του αναγνωστικού κοινού. Εσείς έχετε κοινά στοιχεία με τον ήρωά σας;
Είναι σημαντικό για τον συγγραφέα να εμβαθύνει στον βασικό ήρωα. Είσαι σαν τον ηθοποιό στη σκηνή. Πρέπει να βρεις κοινά στοιχεία. Είναι αυτό που σε βοηθάει να μπεις στο μυαλό του ήρωα. Όσο δημιουργούσα τον Οπενχάιμερ, προσπάθησα να «χτίσω» κάποιες ομοιότητες, για παράδειγμα, μοιραζόμαστε την αγάπη μου για την κλασσική μουσική –παρόλο που του αρέσουν περισσότερο οι Βιεννέζοι κλασσικοί, ενώ εγώ προτιμώ την ιταλική όπερα. Από την άλλη, σκοπίμως υπάρχουν βασικές διαφορές, καθώς δεν θα πρέπει ένας φανταστικός χαρακτήρας να συγχέεται με τον συγγραφέα. Το παρελθόν και οι συνήθειές του είναι πολύ διαφορετικά. Εμπνεύστηκα από άλλους ανθρώπους για το κομμάτι αυτό.
Έχετε γράψει μέχρι τώρα τρία βιβλία, που το ένα αποτελεί συνέχεια του άλλου, και που χρονολογικά καλύπτουν μια περίοδο μόλις ενός έτους, πιο συγκεκριμένα καλύπτουν γεγονότα από το Μάιο του '44 μέχρι τις τελευταίες μέρες της κατάρρευσης του Τρίτου Ράιχ. Θα ήθελα να σας ρωτήσω -και με δεδομένο ότι πρόκειται για σειρά βιβλίων που αφορούν το ναζιστικό παρελθόν της χώρας σας- γιατί δεν τοποθετήσατε την αρχή της ιστορίας σας νωρίτερα, για πχ. στις απαρχές του ναζισμού ή στην αρχή του Β' Π.Π.;
Οι απαρχές του Τρίτου Ράιχ διδάσκονται εκτενώς στα γερμανικά σχολεία. Κατά την γνώμη μου, δεν υπάρχουν πολλά να ειπωθούν, αυτή η περίοδος είναι γνωστή σε σημείο αηδίας. Υπήρχαν όμως και πραγματολογικά προβλήματα στην ανάμειξη του Οπενχάιμερ στην πάταξη του εγκλήματος. Μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, τον διώχνουν από τη δουλειά γιατί είναι Εβραίος και είναι ανεπιθύμητος για το Τρίτο Ράιχ. Ήθελα να διηγηθώ την ιστορία από την πλευρά ενός αουτσάιντερ, έτσι ώστε να έχει ο αναγνώστης συνεχώς στο μυαλό του το πόσο απάνθρωποι υπήρξαν οι Ναζί.
Σε αντίθεση με την άνοδο του Χίτλερ, τα τελευταία χρόνια των Ναζί και το χάος μέχρι την ίδρυση των δύο γερμανικών κρατιδίων φάνταζαν πιο κοντινά. Η περίοδος αυτή έχει να πει πολλά για την τωρινή κατάσταση. Βρίσκω, άλλωστε, αρκετά ενδιαφέρον τον παράδοξο τρόπο με τον οποίο πολλοί Γερμανοί αντιμετωπίζουν το ναζιστικό παρελθόν τους.
Στο βιβλίο «Οι τελευταίες μέρες» κυριαρχούν οι εικόνες από την καθημερινότητα των κατοίκων του Βερολίνου τις μέρες πριν τη λήξη του Πολέμου οι οποίες είναι αποκαρδιωτικές. Στο μυαλό μου έχει χαραχτεί μια σκηνή όπου οι κάτοικοι, υποφέροντας από μεγάλη πείνα, κατακρεουργούν μια ζωντανή αγελάδα μέσα στη μέση του δρόμου. Αυτή η σκηνή είναι προιόν της φαντασίας σας; Στα βιβλία σας η ζυγαριά γέρνει υπέρ της ιστορικής αλήθειας ή υπέρ μιας δελεαστικής πλοκής όπου η ιστορική πραγματικότητα μπορεί να διαστρεβλωθεί αν εξυπηρετεί τις ανάγκες της μυθιστορηματικής αφήγησης;
Γενικότερα, προσπάθησα να κατασκευάσω όσο το δυνατόν λιγότερα στοιχεία. Αντ’ αυτού, προσπάθησα να επανερμηνεύσω τις περιγραφές που έβρισκα μέσα στις πηγές μου. Η σκηνή στην οποία αναφέρεστε, χρησιμοποιήθηκε αυτούσια από το ημερολόγιο του Ruth Andreas Friedrich, ο οποίος βοηθούσε Εβραίους να κρυφτούν και υπήρξε έμπνευση για τον χαρακτήρα της Hilde. Σαν συγγραφέας, σαφώς και χρησιμοποιείς αφηγηματικές τεχνικές και μια πλοκή. Εμπνέεσαι από πράγματα που στην αρχή φαίνονται παράταιρα. Θα σας φανεί αστείο, αλλά όταν έγραφα το τρίτο βιβλίο, έβλεπα ταινίες με ζόμπι για να μπω στο κλίμα, γιατί όσα περιέγραφε ο Friedrich μου θύμισαν πολύ τον George Romero. Πιστεύω ότι το μυστικό της συγγραφής είναι και οι ιδιαίτερες δημιουργικές συνδέσεις που κάνει ο συγγραφέας.
Το να αλλάξω την Ιστορία για λόγους αφήγησης δεν υπήρξε, για μένα, σε καμία περίπτωση, ως επιλογή. Το συγκεκριμένο είδος χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή γιατί υπάρχει μεγάλος κίνδυνος να διαστρεβλώσεις τα ιστορικά γεγονότα. Μπορεί οι ιστορίες μου να είναι φανταστικές, αλλά ο κόσμος μέσα στον οποίο διαδραματίζονται είναι αληθινός και περιγράφεται με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια. Κάποιες φορές, έτυχε να πρέπει να αλλάξω την πλοκή για να την προσαρμόσω στα ιστορικά γεγονότα. Ήταν μια πρόκληση.
Ένα από τα κεντρικά θέματα που φαίνεται να σας απασχολούν στο βιβλίο «Οι τελευταίες μέρες» είναι ο βιασμός αμέτρητων Γερμανίδων γυναικών από τα στρατεύματα των Ρώσων όταν εισέβαλλαν στο Βερολίνο. Αναφέρεστε στο βιβλίο σε μία «μετατόπιση της ηθικής πυξίδας», γράφετε πως τα θύματα ήταν τόσα πολλά που «δεν στιγματίζονταν» και μιλούσαν ανενδοίαστα για πράγματα που «λίγους μήνες πριν δεν υπήρχε περίπτωση να ακουστούν». Είχατε ενδοιασμούς όσον αφορά την επιλογή σας να ασχοληθείτε με ένα τόσο λεπτό ζήτημα;
Δίστασα να βάλω τη γυναίκα του Οπενχάιμερ σε μια τέτοια κατάσταση, αλλά η πιθανότητα να πέσει θύμα βιασμού κατά τη διάρκεια της παρακμής του Βερολίνου ήταν μεγάλη. Οπότε έπρεπε να αντιμετωπίσω την πραγματικότητα. Αποφάσισα, τελικά, να μην περιγράψω αυτή καθ’εαυτή την πράξη, αλλά τα ψυχολογικά κατάλοιπά της, που είναι και αυτά που έχουν πραγματική σημασία.
Κατά τη διάρκεια της έρευνάς μου, παρατήρησα βασικές διαφορές με το πώς βιώνουν σήμερα τα θύματα βιασμού αυτό που τους συμβαίνει. Τα εγκλήματα αυτά έγιναν κατά τη διάρκεια μιας άλλης «εποχής». Σήμερα, τα θύματα συνήθως απομονώνονται, αλλά στο Βερολίνο του 1945 μεγάλο μέρος του γυναικείου πληθυσμού ήρθε αντιμέτωπο με τέτοιου είδους βία και, κατ’ επέκταση, υπήρχαν πολλοί πιθανοί μηχανισμοί αντιμετώπισης.
Λόγω αυτών των διαφορών, εξαρχής κατάλαβα ότι πρέπει να αντιμετωπίσω το θέμα αυτό ως ιστορική έρευνα. Τη δεκαετία του ’50, το να μιλάει κανείς για αυτούς τους βιασμούς ήταν ταμπού στη Γερμανία, αλλά έγινε μέρος της εθνικής ταυτότητας κατά τις επόμενες δεκαετίες. Οπότε δεν θα μπορούσα να αποφύγω το συγκεκριμένο θέμα.
Το ενδιαφέρον στην τριλογία σας μου κέντρισαν οι περιγραφές της σκληρής καθημερινότητας των Γερμανών πολιτών. Είναι νομίζω μια ιστορική πτυχή που δεν προβάλλεται έντονα στη λογοτεχνία, ενώ έχω την εντύπωση, πως στη λαϊκή συνείδηση κυριαρχεί η εντύπωση πως οι Γερμανοί δεν υπέφεραν καθόλου στη διάρκεια του Πολέμου, λες και οι έννοιες Ναζί και Γερμανοί είναι ταυτόσημες, σαν να τους τσουβαλιάζουν όλους στο ίδιο καζάνι. Ποια είναι η γνώμη σας;
Είναι γνωστό ότι πολλοί Γερμανοί ήταν ναζιστές ή φιλικά προσκείμενοι στις ιδέες του Χίτλερ. Ειδικά οι αγροτικές περιοχές ήταν αρκετά υπέρ του Ναζισμού, στις πόλεις αντίθετα υπήρχε μια δυνατή αριστερά. Τα εκλογικά ποσοστά έρχονται σε αντίθεση με την γενικότερη ναζιστική προπαγάνδα: τον Νοέμβριο του 1932, το κόμμα του Χίτλερ νίκησε, αλλά με ποσοστό 33.1%. Ακόμη και μετά τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ, όπου και η «αντιπολίτευση» ήταν αρκετά καταπιεσμένη, το Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα πήρε μόνο 43.9%. Αυτά είναι τα μόνα αληθινά στοιχεία που έχουμε. Οι εισβολές των Γερμανών στις γειτονικές χώρες, κατά τη διάρκεια του πολέμου, έφεραν προβλήματα και δυσκολίες και στο εσωτερικό της χώρας. Αυτή είναι η φύση του πολέμου. Δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται ως επιχείρημα για να δικαιολογηθεί το παρελθόν των Γερμανών, διότι ο Χίτλερ και οι ακόλουθοί του ήταν που ξεκίνησαν όλη αυτή την καταστροφή.
Σε μία συνέντευξή σας διάβασα πως στη Γερμανία δεν έχουν γραφτεί πολλά αστυνομικά μυθιστορήματα από τη δεκαετία του '70 και μετά που να επικεντρώνονται στο ναζιστικό παρελθόν της χώρας. Για ποιον λόγο πιστεύετε συμβαίνει αυτό;
Θεωρείται γενικότερα πρόβλημα το γεγονός ότι στην Γερμανία η «λαϊκή» κουλτούρα θεωρούταν «κατώτερη», και τις τελευταίες δεκαετίες, ήταν ταμπού, να συνδυάζεις το ιστορικό παρελθόν με τέτοια είδη. Τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 ένας μεγάλος αριθμός μυθιστορημάτων ευρείας κατανάλωσης πραγματεύονταν την περίοδο του πολέμου. Από τη δεκαετία του ’70 και έπειτα, η Γερμανία έγινε περισσότερο πολιτικά ορθή. Νομίζω ότι οι συγγραφείς και οι εκδότες προσπάθησαν να μείνουν σε ασφαλή μονοπάτια. Δεν ήθελαν να κατηγορηθούν ότι ευτελίζουν τις θηριωδίες των Ναζί.
Με ποια κριτήρια επιλέγετε τους κεντρικούς ιστορικούς άξονες του εκάστοτε βιβλίου σας (για παράδειγμα στις «Τελευταίες μέρες» δύο από τα θέματα που σας απασχολούν είναι οι βιασμοί των Γερμανίδων γυναικών από τους Ρώσους και η πυρηνική ενέργεια);
Συνήθως, επιλέγω τα θέματα που ήταν σημαντικά την εποχή κατά την οποία διαδραματίζεται η ιστορία. Με δύο θέματα ξέρω ότι μπορώ να έχω αρκετό υλικό για 500 σελίδες περίπου. Στο επόμενο, λοιπόν, βιβλίο, ασχολήθηκα με τον μεγάλο λιμό τον χειμώνα του 1946-47 και το προσφυγικό θέμα στην Ευρώπη. Εννοείται ότι το παρελθόν των Ναζί είναι ακόμη αρκετά σκοτεινό. Ο Οπενχάιμερ έρχεται αντιμέτωπος με έναν κατά συρροή δολοφόνο που ζητά εκδίκηση. Οι θύτες γίνονται τώρα θύματα. Μόλις το κίνητρο αυτό καθίσταται σαφές, ο Οπενχάιμερ προσπαθεί να σώσει τον δολοφόνο από τον ίδιο του τον εαυτό.
Γνωρίζετε ποιο θα είναι το μέλλον του ήρωά σας εκ προοιμίου ή αφήνετε τον πρωταγωνιστή και την ιστορία να σας οδηγήσουν; Έχετε σκεφτεί το τέλος του Οπενχάιμερ;
Για τον Οπενχάιμερ έχω σχεδιάσει εξαρχής όλο το εύρος μεταμόρφωσης του χαρακτήρα. Το ίδιο ισχύει και για μερικούς από τους δεύτερους χαρακτήρες, όπως ο συνάδελφός του ο Μπιλχάρντ που θα εμφανιστεί ξανά στο τέταρτο βιβλίο. Μερικές φορές, κάνω μια απλή εισαγωγή χαρακτήρων που θα παίξουν σημαντικό ρόλο στα επόμενα βιβλία. Οπότε το κάθε βιβλίο είναι ένα βήμα προς την κατεύθυνση εκείνη που έχω επιλέξει από την αρχή. Σε κάθε νέο μυθιστόρημα, σκέφτομαι τι μπορεί να μάθει ο Οπενχάιμερ από αυτή την καινούργια υπόθεση; Θα πρέπει να αλλάξει λίγο ή να εστιάσει περισσότερο στον αληθινό εαυτό του, αλλιώς δεν έχει νόημα να πω την ιστορία. Οπότε όλα είναι προκαθορισμένα. Όταν ξεκινάω να γράφω, το βιβλίο είναι ήδη ολοκληρωμένο στο μυαλό μου. Απλά πρέπει να το βγάλω στο χαρτί.
Ποια βιβλία λογοτεχνίας θα προτείνατε σε έναν αναγνώστη που τον ενδιαφέρει η περίοδος του Ναζισμού και του Β' Παγκοσμίου Πολέμου;
Υπάρχουν δύο, πολύ ενδιαφέροντα αναγνώσματα: πρώτο, «Ο έβδομος σταυρός» της Anna Seghers (εκδόσεις Κέδρος), ένα ιδιαιτέρως καθηλωτικό μυθιστόρημα που εκδόθηκε το 1942 και πραγματεύεται το ανθρωποκυνηγητό δραπετών από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Δεύτερο, το «Ώρες αγάπης, ώρες θανάτου» (εκδόσεις Παπαγάλος 1955, Δωρικός 1989) του Erich Maria Remarque, που εκδόθηκε το 1954 και έχει να πει πολλά για την κοινωνία κατά την περίοδο του πολέμου και των βομβαρδισμών.a
Συνέντευξη: Ελένη Μαρκ
Μετάφραση από τα αγγλικά: Συλβάνα Παπαϊωάννου
Οι τελευταίες μέρες, του Harald Gilbers
Μετάφραση: Βασίλης Τσαλής
Εκδόσεις Μεταίχμιο
σελ. 560