Hostiles, του Scott Cooper
Κι όμως. Οι ταινίες του Cooper καταφέρνουν να κάνουν τους ήρωές τους να μοιάζουν οι τελευταίοι (υπερασπιστές) του είδους τους, ενός είδους υπό εξαφάνιση, σεβαστού από εχθρούς και επιδραστικού για κατώτερα αρσενικά και αδύναμες γυναίκες. Το έργο επαναλαμβάνεται: στο «Ταξιδεύοντας με τον εχθρό μου», ο Christian Bale παραδίδει μια (τυπική για τον ίδιο) «μισοσβησμένη-μισό στο γκάζι» ερμηνεία ενός χαρακτήρα που δίχως σαφή ή ξεκάθαρο λόγο ο σκηνοθέτης επιθυμεί (με το στανιό) να οδηγήσει στην εξιλέωση. Ο εκνευρισμός σου μάλιστα δένει περισσότερο καθώς – όσο περνάει η ώρα – αντιλαμβάνεσαι πως έχεις να κάνεις με ένα (εκβιαστικά) political correct σενάριο, που βρίθει επιπροσθέτως και σωρείας αναχρονιστικών διαλόγων (φταίει, ίσως, και το… «θαμμένο» για χρόνια χειρόγραφο script του Ντόναλντ Ε. Στιούαρτ στο οποίο βασίστηκε).
Το φιλμ εκκινεί με φανταχτερό τσιτάτο του Ντ. Χ. Λώρενς: “The essential American soul is hard, isolate, stoic, and a killer. It has never yet melted” (λίγο ως πολύ αυτός είναι και ο τρόπος που ο Cooper φιλμάρει την ιστορία του). Ωστόσο, φευ, το να αντιμετωπίσεις (αφηγηματικά και δραματουργικά) θέματα συγχώρεσης και λύτρωσης στο δωρικό σύμπαν του γουέστερν (είδος απαιτητικό, παραγνωρισμένο όσο και απαξιωμένο τις τελευταίες δεκαετίες, παρά τις σπουδαίες εκλάμψεις που έχει προσφέρει) απαιτεί πολύ περισσότερα από μερικά στοιχεία που (απλώς) θα «τσιμπήσεις» από περιπτώσεις όπως το «Χορεύοντας με τους Λύκους» ή οι «Ασυγχώρητοι». Ο Bale υποδύεται λοχαγό του στρατού που επί σειρά ετών πολεμάει, αιχμαλωτίζει και σφαγιάζει αυτόχθονες όλων των φυλών (τα πάντα όλα). «Αυτές ήταν μέρες«, λέει ένας απ τους στρατιώτες του, αναπολώντας. «Οι καλύτερες«, σιγοντάρει ο ήρωας (τα κατορθώματα του οποίου φτάνουν μέχρι τ’ αυτιά ενοχλητικού δημοσιογράφου που τον ρωτάει αν αληθεύει πως έχει αφαιρέσει περισσότερα σκαλπ κι απ’ τον… Καθιστό Ταύρο).
Φαντάσου τώρα τέτοιον τύπο να του επιδίδει ο διοικητής του κυβερνητική διαταγή να συνοδεύσει αιχμάλωτο αρχηγό των Σεγιέν (Wes Studi) – που σιγοσβήνει από καρκίνο – και την οικογένειά του πίσω στα προγονικά του εδάφη, για να θαφτεί εκεί. «Δεν υπάρχει αρκετή τιμωρία για το είδος του», μουρμουρίζει ο ήρωας για τον παλιό γνώριμο ερυθρόδερμο, που ευθύνεται για το χαμό πολλών συντρόφων του. Στο δρόμο συναντούν αποσβολωμένη άποικο σε κατάσταση σοκ (απ’ τις πιο εκνευριστικά ανέμπνευστες ερμηνείες της Rosamund Pike με τις οποίες έχω διασταυρωθεί), της οποίας η οικογένεια ξεκληρίστηκε απ’ τους Κομάντσι. Έλα και συ μαζί μας, της λένε. Θα ρωτήσεις: η συνύπαρξη λευκών και ερυθρόδερμων καθίσταται άβολη; Υπάρχει ένταση στην ατμόσφαιρα, το σκηνικό δημιουργεί αμηχανία, διλήμματα, αμφιβολίες; Όχι όπως θα περίμενες. Και σίγουρα όχι εξαιτίας των… Σεγιέν, που ο σκηνοθέτης δεν ασχολείται και πολύ μαζί τους (τους σκιτσάρει ρομαντικά και στρογγυλεμένα, δίχως ρεαλιστικό βάθος).
Δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για την αγωνία, το τραύμα, την οδύνη του αγώνα επιβίωσής τους στην αιχμαλωσία. Όχι, βέβαια. Αυτός που τον ενδιαφέρει (κυρίως και πάνω απ’ όλα) είναι ο ήρωάς του (άραγε δεν είναι εγκλήματα οι δικές του πράξεις, το δικό του αιματοβαμμένο παρελθόν; κι ας διατείνεται ο ίδιος πως… «απλώς έκανε τη δουλειά του»). Και τι είναι, τελικά, αυτός ο ήρωας; Είναι τύπος που επιζητεί την λύτρωση; Πιθανώς. Αλλά είναι δύσκολο να χωνέψει (πόσο μάλλον να δεχτεί) κανείς πως το «Ταξιδεύοντας με τον εχθρό μου» ξοδεύει τόσο (μα τόσο) χρόνο επαινώντας τον, με τρόπο που αγγίζει τα όρια υπόγειας αγιογραφίας!
Οι σύντροφοι τον ευχαριστούν για την αφοσίωσή του προς αυτούς και τον κοινό σκοπό. Το… μαύρο πρόβατο της μονάδας τον ευχαριστεί που το παίρνει μαζί του. Η Pike τον ευχαριστεί που την έσωσε. Η οικογένεια του ινδιάνου αρχηγού αισθάνεται υποχρέωση που την οδήγησε στον τόπο της (άσε που σε μια σεκάνς αμίμητου… fair play, οι δυο πλευρές συστρατεύονται για να γλυτώσουν τα θηλυκά μέλη της παρέας από κάτι ξεκάρφωτους γουναράδες: εντάξει μάγκες, άμα πρέπει να σας μακελέψουν τις γυναίκες για να κάτσετε να συνεννοηθείτε, τι να πω).
Ο Bale αποπειράται να προβάλλει κάποιες εσωτερικές συγκρούσεις, όμως η αφήγηση τον περιβάλλει (ασφυκτικά) με χαρακτήρες που καταλήγουν να τον λατρεύουν: να είναι ένα πλάγιο, ειρωνικό σχόλιο αυτός ο έπαινος για… «καλούς στρατιώτες» των οποίων οι πράξεις αντικειμενικά απωθούν; Ίσως. Και έτσι να ‘ναι, δεν μετριάζεται η κυρίαρχη γεύση του φιλμ – σίγουρα όχι με ένα φινάλε που αφήνει συγκεκριμένους χαρακτήρες ζωντανούς και κάποιους άλλους πολύ, μα πάρα πολύ… πεθαμένους. Η φωτογραφία εξαιρετική, τα πλάνα – ένας λόγος παραπάνω για φιλμ γυρισμένο σχεδόν εξ’ ολοκλήρου outdoors – εντυπωσιακά.
Ένα σημαίνον καστ, σε μικρούς αλλά μεστούς ρόλους (Jesse Plemons, Rory Cochrane, Stephen Lang, Peter Mullan, ο θεούλης Ben Foster του «Πάση Θυσία» – που δε χορταίνεις να τον βλέπεις κάθε φορά, ο νεαρός Timothée Chalamet που παίζει σε ό,τι κινείται φέτος… τι χρονιά μα την πίστη μου για δαύτον, αν κι εδώ ήταν ο μόνος που πέρασε από οντισιόν) και οι ωραιότατες ινδιάνες Q'orianka Kilcher και Tanaya Beatty. Η πρεμούρα του σκηνοθέτη να δώσει στον ήρωα την ευκαιρία μιας νέας ζωής – σε αντιστάθμισμα ενός ποταπού παρελθόντος – και η αδυναμία της ταινίας να αποφύγει την απλουστευτική εθελοτυφλία σε συγκεκριμένα ζητήματα, οδηγούν σε ένα ακόμη καλών προθέσεων αλλά ημιτελές (και εν μέρει ατυχές) αποτέλεσμα…
Hostiles, του Scott Cooper
Μεταφρασμένος τίτλος: Ταξιδεύοντας με τον εχθρό μου
Είδος: Περιπέτεια, Δράμα, Δύση
Διάρκεια: 134'
*Aναδημοσίευση από το cinedogs.gr, κινηματογραφικό συνεργάτη του Artcore magazine