Scroll Top

Βιβλιοθήκη

Η αριστερόχειρη γυναίκα, του Πέτερ Χάντκε

feature_img__i-aristeroxeiri-ginaika-tou-peter-xantke
«Άσε με μόνη»: αυτή είναι η ανεξήγητη απόφαση της «γυναίκας» στην αρχή της νουβέλας του Χάντκε. Μια απόφαση καθαρά παραισθησιογόνα, αν συνυπολογίσουμε την κατάσταση εντός της οποίας λαμβάνει χώρα. Η αριστερόχειρη γυναίκα είναι σύζυγος ενός επιτυχημένου, self-made μεσοαστού αντιπροσώπου πωλήσεων, μητέρα ενός γιου και μπορεί να απολαμβάνει όλες τις ανέσεις που προσέφερε απλόχερα η Χρυσή Τριακονταετία της μεταπολεμικής Ευρώπης: ένα σπίτι στα προάστια, αυτοκίνητο, τηλεόραση, ηλεκτρικές συσκευές, βόλτες στο σούπερ μάρκετ, λεφτά, λεφτά, λεφτά. Σαν baby boomers της δεκαετίας του ‘70 που ήταν, δεν φαίνονται να νοιάζονταν για το χρήμα, η καθημερινή επιβίωση δεν ήταν εμπόδιο για το κυνήγι της ευτυχίας τουλάχιστον όπως το διδάσκουν τα εγχειρίδια της ωφελιμιστικής φιλαργυρίας. Ο άντρας της, τής εκμυστηρεύεται πόσο πολύ την αγαπάει και πόσο πολύ δεμένος νιώθει μαζί της. 

Κι όμως· ενώ οι πρώτες σελίδες ξεφυλλίζονται δίνοντας την εντύπωση πως πρόκειται για ένα ανάλαφρο ρομάντζο που θα συντροφέψει τον αναγνώστη στην καλοκαιρινή του ραστώνη, να που έρχεται μια ιδέα στη γυναίκα, «σαν επιφοίτηση» όπως λέει η ίδια χασκογελώντας. Να μείνει μόνη. «Έτσι», χωρίς να υπάρχει λόγος, αποφασίζει απλά να χωρίσει χωρίς να ξεκαθαρίζει τη θέση της, «τίποτα δεν είναι ξεκάθαρο» αναφορικά με τη στάση της, όπως παραδέχεται και ο Μπρούνο, ο άντρας της. Φυγή δίχως εξηγήσεις, δίχως αιτιάσεις στον κόσμο του πραγματικού, μια επιθυμία για μοναξιά χωρίς να ξέρει τι αναζητεί, χωρίς να ξέρει καν, αν τελικά αναζητεί κάποιο νόημα μέσα στις νέες συνθήκες, χωρίς τη δύναμη να αντέξει τον εαυτό της· φαίνεται απλώς να νιώθει την ανάγκη να απομακρυνθεί απ' τους ανθρώπους. Αν με τους ήρωες του Μπέκετ ερχόμαστε αντιμέτωποι με το «πρόβλημα της δυάδας», με την ανεκρίζωτη ανάγκη των ανθρώπων να είναι μαζί παρόλο που αυτό μπορεί να τους ωθήσει στο παράλογο ή να αναγνωρίσουν ότι η συντροφικότητα είναι αντιπαραγωγική από τη σκοπιά «προσφοράς – ζήτησης», όπως συμβαίνει με τον Πότζο και τον Λάκυ στο «Περιμένοντας τον Γκοντώ» ή με το ηλικιωμένο ζευγάρι στις «Ευτυχισμένες Μέρες», στον Χάντκε βρίσκουμε έναν μαιτρ που καταφέρνει με υπερρεαλιστικό τρόπο να αποτυπώσει το πνεύμα της απαθούς μοναξιάς που ενσαρκώνουν οι άνθρωποι της καταναλωτικής κοινωνίας, του ξεγλιστρήματος από δεσμούς, κοινωνικότητα και συναισθηματική πληρότητα.

Η πρωταγωνίστρια, η αριστερόχειρη γυναίκα, δεν έχει όνομα, είναι «η γυναίκα», μια οποιαδήποτε γυναίκα της εποχής της ή, ακριβέστερα, ένας οποιοσδήποτε άνθρωπος του τέλους του 20ού αιώνα – και των αρχών του 21ου: ένα απρόσωπο και άμορφο ον, ρευστοποιημένο ν' αμφιταλαντεύεται στο εκκρεμές νεωτερισμού και μονοτονίας, το οποίο ζει μέσα σε μια γυάλινη μοναξιά απαλλαγμένη από κάθε υπαρξιακή έκσταση και περιπέτεια. Μέσα στην καπιταλιστική μεγαμηχανή, οι μοναχικοί έρχονται αντιμέτωποι με την απραξία, την κούραση, την παραίτηση. Έτσι και η ηρωίδα του Χάντκε, την βλέπουμε να είναι απομονωμένη σ' ένα κατά τ' άλλα περιζήτητο φονξιοναλιστικό οικιστικό συγκρότημα, να περιφέρεται μέσα στο σπίτι της σαν υπνοβάτης, αμίλητη, καθισμένη στο σαλόνι χωρίς να κάνει την παραμικρή κίνηση· ανέκφραστη, συντετριμμένη, θλιμμένη.

Η υπερφεμινιστική υποδοχή του έργου διέπραξε μια κάπως χοντροκομμένη και βιαστική ερμηνεία της κατάστασης της «αριστερόχειρης γυναίκας» ως νίκη ενάντια στην αρσενική κυριαρχία και τον φαλλοκρατισμό. Aπ' τη σκοπιά του άντρα αντικρίζουμε μια φιγούρα παρατημένου, ευνουχισμένου και ανήμπορου για οποιαδήποτε αντίδραση πέρα από μερικά, ελάσσονος σημασίας, φραστικά στερεότυπα. Πρόκειται για τον άντρα της πυρηνικής οικογένειας, που του έχει στερηθεί προ πολλού όλη η πατριαρχική αυθεντία και η δυνατότητα να διατηρεί το κύρος του οίκου του, θύμα μιας εποχής απαλλαγμένης απ' τον ιπποτισμό και τη σημασία της τιμής, εκεί όπου η διεκδίκηση μιας γυναίκας φαντάζει καταπιεστική και εναντιώνεται στους νέους μπηχεβιοριστικούς κώδικες, εγκαταλειμμένος, καθώς είναι, απλώς στέκεται εν μέσω παροδικών ξεσπασμάτων και υπομένει τη δοκιμασία που του υπεβλήθη. Η δε γυναικεία «χειραφέτηση» μεταφράζεται ως είσοδος της γυναίκας στον κόσμο της οικονομικής εκμετάλλευσης και της εργασιακής αλλοτρίωσης, όταν η πρωταγωνίστρια αναγκάζεται να αρχίσει να δουλεύει ως μεταφράστρια και να παίρνει χάπια για ν' ανταπεξέλθει στους ρυθμούς της δουλειάς της ή ως μια αδέξια παραμέληση του οκτάχρονου γιου της ή ως ένα είδος ναρκισσιστικής φροντίδας της ηρωίδας που καλλωπίζεται μπροστά στον καθρέφτη της χωρίς να έχει σκοπό να βγει απ' το σπίτι της. Είναι πραγματικά δύσκολο να ταξινομήσουμε την πρωταγωνίστρια στην κατηγορία της «απελευθερωμένης» ή της «χωρισμένης», μάλλον εκεί βρίσκεται συμπυκνωμένη όλη η αντινομία της ρωβινσώνειας ανθρωπολογίας της αστικής αντίληψης, όπου ελεύθερος έφτασε να σημαίνει διαχωρισμένος, ξέμπαρκος, απόκληρος.

Η ατμόσφαιρα του χωρισμού ταιριάζει πλήρως με το αποστειρωμένο περιβάλλον του σύγχρονου κόσμου· ένας χωρισμός πολιτισμένος, εξορθολογισμένος, με τους συζύγους να «δίνουν τα χέρια» κατά την αναγγελία της απόφασης της γυναίκας, όπως μας μαρτυρά ο Χάντκε που κρύβεται πίσω απ' τον αφηγητή, μια τελετουργία που θυμίζει περισσότερο ένα εμπορικό deal που προϋποθέτει παγωμένο αίμα παρά τον καμβά των εντάσεων, των πόθων, των ματαιώσεων και του πανικού που προκαλεί η γνωστοποίηση και η υποδοχή ενός τέτοιου γεγονότος. Άνθρωποι που απλά βαριούνται να αγαπήσουν ο ένας τον άλλον, διάλογοι αφυδατωμένοι που σε κανένα σημείο δεν αναπαριστούν τον παλμό της κατάστασης. Σαν να μην συνέβη τίποτα. Αν μπορούμε να καταλογίσουμε κάτι στον συγγραφέα, είναι η προσπάθειά του να αναδείξει τις ρωγμές μεταξύ των αισθήσεων των ηρώων του και αυτού που πραγματικά συμβαίνει, ένα απόλυτο μπλοκάρισμα της επικοινωνίας μεταξύ εσώτερου ψυχοκόσμου και αντικειμενικής πραγματικότητας. Με τη λαλιά να αδυνατεί να διαμορφώσει τα όρια της έκφρασης, φαίνεται πως οι καταστάσεις, που συμβαίνουν απλώς γιατί συμβαίνουν, εκτυλίσσονται μέσα στο κενό.

Απ' άκρη σ' άκρη της εν λόγω νουβέλας του Χάντκε, οι ήρωες και ο αναγνώστης έρχονται αντιμέτωποι με αυτόν τον τρόμο του κενού. Η αριστερόχειρη γυναίκα, παρά τις αποφάσεις που παίρνει, εξακολουθεί να έχει μια τρομερή δυσκολία να χαρεί, το γέλιο είναι ο πιο ασυνήθιστος μορφασμός στα χείλη της, φοβάται την ευτυχία διότι φοβάται ότι δεν θα την αντέξει, αδυνατεί να φανταστεί πως είναι να ζεις καλύτερα, τραυλίζει, επιμένει στην επιλογή της αλλά πνίγεται εξαιτίας της, κοιμάται μόνη αλλά με βαριά καρδιά, πονάει και πλήττει, ρεμβάζει από το παράθυρο τα υπολείμματα της φύσης για να ξεχνιέται, αδυνατεί να ξαναγίνει μητέρα, αδιαφορεί για το αν θα ξαναγίνει γυναίκα, μένει ακίνητη με τα κλειδιά περασμένα στην εξώπορτα και δεν μπαίνει στο σπίτι μόνο και μόνο για να μείνει λίγο παραπάνω στον εξωτερικό κόσμο. Πρόκειται τελικά για ένα μυθιστόρημα που πραγματεύεται τις ενθυμητικές περιπλανήσεις στον κόσμο της άρρητης αντίληψης και της δυνητικότητας της γλώσσας όσων δεν λέγονται· όσων δεν λέγονται γιατί τα άτομα δείχνουν εγκλωβισμένα, κομματιασμένα, αγχώνονται στην ιδέα του «μαζί» και υποφέρουν μπρος στην αίσθηση ότι δεν μπορούν να πάλλονται με τους άλλους.

_
Νίκος Γκιμπιρίτης
- γράφει για το Artcore
1
Μοιράσου το