Η Δρακοντιά, του Στάθη Κοψαχείλη
«Οι άνθρωποι νιώθουν θαυμασμό για τις ρομαντικές ζωές των ποιητών και των καλλιτεχνών, όμως θα έπρεπε μάλλον να τον νιώθουν για το εκφραστικό τους ταλέντο. Τα πράγματα που περνούν απαρατήρητα στη ζωή του μέσου ανθρώπου, αποκτούν μεγάλο ενδιαφέρον στα χέρια ενός ταλαντούχου συγγραφέα. Είναι ο άνθρωπος στον οποίο συμβαίνουν, που δίνει στα γεγονότα τη σημασία τους», γράφει ο νεαρός Σόμερσετ Μομ στα σημειωματάρια του. Ακριβώς αυτή τη σημασία που δίνεται μέσα από το βλέμμα του ταλαντούχου συγγραφέα έρχεται να επιβεβαιώσει ο Στάθης Κοψαχείλης στη συλλογή διηγημάτων του «Η Δρακοντιά».
Χαμηλόφωνα. Αν έπρεπε να περιγράψω με μία λέξη τα διηγήματα του Κοψαχείλη, θα ήταν αυτή. Καιρό είχα να σκεφτώ αυτή τη λέξη, με όλες αυτές τις φωνές και τα ουρλιαχτά γύρω μου. Θα έλεγε κανείς ότι είναι σχεδόν αδύνατο να αποπειραθεί κάποιος πια να γράψει χαμηλόφωνα, από φόβο ότι κανείς δε θα βρεθεί να τον ακούσει, ότι θα χαθεί ο λόγος του μέσα στο βουητό. Κι όμως, ο Κοψαχείλης τολμά και γράφει χαμηλόφωνα και η φωνή του αποκτά βάρος και μορφή μέσα στον ψυχισμό του αναγνώστη, βρίσκοντας τη θέση της ανάμεσα στις πιο γνήσιες και ανυπόκριτες φωνές της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Γιατί τα φώτα και τα πυροτεχνήματα είναι ωραία, αλλά η απλότητα είναι μια χάρη που έχει δοθεί σε λίγους.
Χαμηλόφωνα λοιπόν και με εξαιρετικά προσεγμένη γλώσσα είναι τα δώδεκα διηγήματα που συνθέτουν τη συλλογή του Κοψαχείλη«Η Δρακοντιά». Κάθε ένα διήγημα είναι γραμμένο είτε εις μνήμην κάποιου προσώπου, είτε αφιερώνεται σε κάποιον. Τα ονόματα είναι πανταχού παρόντα καιμέσα στα διηγήματα, καθώς κανένας από τους ήρωες δεν είναι ανώνυμος, έχουν μάλιστα όλοι πλήρες ονοματεπώνυμο, ενώ και τα μέρη στα οποία εκτυλίσσεται η δράση είναι τοποθετημένα σαφώς μέσα στον χάρτη. Τα στοιχεία αυτά, σε συνδυασμό φυσικά με το ύφος του συγγραφέα και τη σποραδική χρήση της ντοπιολαλιάς, δίνουν στα διηγήματα έναν χαρακτήρα άκρως ρεαλιστικό, ενίοτε δε και νατουραλιστικό.
Θα ήταν όμως λάθος να σταθεί κανείς στις ιδιότητες αυτές των διηγημάτων του Κοψαχείλη, να εστιάσει δηλαδή στη σκιαγράφηση της ζωής στην ελληνική επαρχία τη μακρινή δεκαετία του `60, όπου τοποθετούνται τα περισσότερα από αυτά. Θα ήταν λάθος γιατί θα επέλεγε να μείνει στην επιφάνεια των πραγμάτων, κάτι που ο ίδιος ο συγγραφέας αποφεύγει με μαεστρία. Ένα προς ένα, τα δώδεκα διηγήματα φέρουν το καθένα το δικό του υπαρξιακό βάρος, τη δική του αλήθεια και τη δική του ευαισθησία που είναι ανεξάρτητη από τον τόπο και τον χρόνο που διαδραματίζεται. Τα βουνά της Κατερίνης, οι γκρεμοί, τα μικρά χωριά της με τα παλιά κουρεία είναι απλά το σκηνικό στο οποίο ταξιδεύει ο αναγνώστης για να συναντηθεί με τον συγγραφέα και να μιλήσει μαζί του για το παράδοξο που πηγαίνει χέρι-χέρι με την ομορφιά της ζωής.
Μέσα στις σελίδες της Δρακοντιάς αποκτούν λογοτεχνική υπόσταση χελώνες, κόρακες, οχιές, γάιδαροι και ένα σωρό ακόμη ζώα. Παράξενο κι αυτό στην εποχή μας, να καταφέρνουμε για λίγο έστω να μην ασχολούμαστε αποκλειστικά με την ανθρώπινη αφεντιά μας. Το δραματικό στοιχείο βρίσκει τον τρόπο να αναδύεται φυσικά μέσα από έναν κάβουρα που αργοπεθαίνει, από έναν γάιδαρο που «χάνει την κλήρα του», από μια κουρούνα που πέφτει θύμα μιας «άσπονδης εχθρότητας». Παράλληλα με τα ζώα βέβαια, ζούνε και οι άνθρωποι το δικό τους αθόρυβο δράμα, άνθρωποι που ορφάνεψαν, άλλοι που τρελάθηκαν και κάποιοι που απλώς χάθηκαν. Όλα αυτά είναι δοσμένα με ανεπιτήδευτο τρόπο από τον συγγραφέα-αφηγητή που περιδιαβαίνει άλλοτε στις αναμνήσεις του ως παιδί και άλλοτε σε πιο πρόσφατες στιγμές του βίου του.
Αν και όλα τα διηγήματα του Κοψαχείλη διατηρούν ψηλά τον πήχη της ποιότητας (να μια λέξη που δεν είχα καιρό να ακούσω), τολμώ να ξεχωρίσω τα εξής τέσσερα: τη «Δρακοντιά» για την υπόκωφη ειρωνεία της, το μεγαλύτερο από τα υπόλοιπα «Μόνο ένα παγούρι»για την κινηματογραφική του ατμόσφαιρα, το «Σφαχτό» για το ρίγος που μου προκάλεσε και το κορυφαίο για μένα «Αυγό», γιατί δίνει με τον πιο ολιγόλογο και συνάμα περιεκτικό τρόπο όλη τη βιαιότητα που συνοδεύει την εσωτερική σύγκρουση του ανθρώπου.
Η Δρακοντιά, του Στάθη Κοψαχείλη
Εκδόσεις Μελάνι, 2015
σελ. 102