Η εκδίκηση: Μέρος Β
Eγώ, ήδη φανταζόμουν την κοπέλα με νυχτικιά νοσοκομείου σε ένα ράντζο στο διάδρομο, να διπλώνει από τους πόνους, με ικτερικά μάτια να υποφέρει.
Χτυπάω την πόρτα της αλαφιασμένος. Τίποτα. Χτυπάω με όλη μου τη δύναμη.
«Άνοιξε, άνοιξε! Άνοιξε σε παρακαλώ, θα χάσω τη δουλειά μου».
Ακούω βήματα και η κοπέλα ανοίγει τσατισμένη. Μπαίνω μέσα πριν προλάβει να σκεφτεί κάτι, και κλείνω την πόρτα πίσω μου. Την αρπάζω από τους ώμους και τη ρωτάω πόσο έφαγε. Καθώς την ταρακουνάω, λίγο πριν τσιρίξει, βάζει τα γέλια.
«Γιατί κάνεις έτσι για μια πίτσα; Ένα κομμάτι μόνο, δες!» Όντως ένα κομμάτι έλειπε.
«Γιατί το έκανες αυτό;» φώναξα πελαγωμένος και έκατσα στο πάτωμα.
«Δε θα του λείψει του διπλανού σου. Δεν ξέρεις τι άνθρωπος είναι, ακούγονται διάφορα γι’ αυτόν».
Ανοιγόκλεισα το στόμα μου, χωρίς να βγάλω κάποιον ήχο. Τι να της έλεγα; Ότι τη δηλητηρίασα; Ότι ξέρω τι είναι ο τύπος, γιατί έχει σκοτώσει την αδερφή μου; Η πόρτα χτυπάει δυνατά.
«Φέρτε μου την πίτσα πίσω, ΤΩΡΑ». Ανακοίνωσε. Είχε κοκκινίσει λιγάκι και πρόσθεσε: «ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΙΑ ΜΟΥ».
«Ορίστε κύριέ μου», είπα, πιστός στον ρόλο μου.
«Του την έδωσες του μαλάκα;» Ήταν η σειρά της να γίνει κόκκινη.
«Με συγχωρείτε». Επιτέλους την παίρνει και μπαίνει σπίτι του βιαστικός. Ξαναγυρνάω στη σαστισμένη κοπέλα.
Μέσα στην τσατίλα της πρόσεξα τα πράσινα μάτια της, τα ίσια μαύρα μαλλιά της, το λεπτό νευρώδες κορμί της. Μου άρεσε και ένοιωσα ακόμα χειρότερα.
«Έπρεπε να τη δώσω, ξέρω τι κάνω. Αυτός έχει δολοφονήσει την αδερφή μου. Την πάτησε μια μέρα μεσημέρι και δε σταμάτησε ποτέ. Η πίτσα είναι δηλητηριασμένη, πρέπει να πας στο νοσοκομείο. Ή να κάνεις εμετό, ή και τα δύο».
Έβαλε τα γέλια.
«Δεν πάω πουθενά, καλά είμαι. Εσύ δεν έχεις να παραδώσεις πίτσες;»
«Ε…ε… με λένε Γιώργο, αλλά δε σου κάνω καθόλου πλάκα. Πρέπει να πας στο νοσοκομείο, να κάνεις πλύση στομάχου, δεν έχουμε και πολύ χρόνο».
«Χα χα χα, καλό! Άσε μας ρε φίλε, ‘ντάξει δε λέω, μαλάκας ο δίπλα, αλλά αυτά γίνονται μόνο στις ταινίες. Εμετό δεν κάνω που να με πυροβολήσεις. Άσε που δε σε κόβω καθόλου για τέτοιο τύπο. Πώς σε λένε; Εμένα με λένε Σμαράγδα».
Το είχα ξεχάσει αυτό. Υποτίθεται ότι κάνω delivery.
«Έχεις δίκιο», μουρμούρισα και ξεκίνησα να φύγω. Τα βήματά μου ήταν από μολύβι. Με κάθε βήμα ένοιωθα ότι την έσπρωχνα στο θάνατο.
Λίγο πριν βγω, έκλεισα την πολύπαθη πλέον πόρτα και ξαναμπήκα αποφασισμένος.
«Δεν ξέρω τι θα κάνεις, μπορείς να ουρλιάξεις, να φωνάξεις την αστυνομία, τον γκόμενό σου, τον Θεό τον ίδιο, αλλά σε παίρνω με το ζόρι και σε πάω στο νοσοκομείο».
Την άρπαξα από το χέρι, εκείνη δεν είπε τίποτα και πήγαμε στο αυτοκίνητό μου, δεν ξέρω και ‘γω πόσο γρήγορα.
«Δε θα ‘πρεπε να έχεις μηχανάκι για πίτσες;»
«Δεν είμαι delivery, δε σου είπα;» Κάπου εκεί ήρθε η σιωπή της αναμονής και σκέπασε το αυτοκίνητο. Εκείνη κατάλαβε ότι δεν έκανα πλάκα κι εγώ ότι έπρεπε να βιαστώ.
«Ξέρεις», της είπα καθώς την κοίταζα βαθιά μες τα σμαραγδένια μάτια της, «είναι μόνο ένα κομμάτι. Αλλά από την άλλη, εσύ είσαι μια σταλιά, και.. ξέρω ‘γω;»
Κάπου εκεί περίμενα να με βρίσει. Να προσπαθήσει να μου βγάλει τα μάτια. Να αντιδράσει κάπως.
«Εγώ φταίω και πάλι. Πάντα ανακατεύομαι, και πάντα θέλω να το παίζω ότι είμαι δυνατή, για να κρύψω τους φόβους μου. Καλά να πάθω λοιπόν». Τα μάτια της είχαν βουρκώσει.
«Μη λες βλακείες, πώς να ξέρεις τι πάω να κάνω εγώ; Σταμάτα!» Το χέρι μου πήγε ασυναίσθητα στο μάγουλό της και τη χάιδεψε.
Βρήκαμε ποιο νοσοκομείο εφημερεύει και ξεκινήσαμε με τα αλάρμ αναμμένα και την κόρνα να γκαρίζει. Μετά από μερικά αγωνιώδη λεπτά πήγαμε στα επείγοντα. Της είπα να τους πει ψέμματα, ότι είχε καταπιεί δυο κουτιά αντισυλληπτικά για να με εκδικηθεί.
Ο γιατρός δεν αντέδρασε και προχώρησε στην προβλεπόμενη διαδικασία. Έπρεπε να της κρατάω το χέρι για να παίξουμε τον ρόλο του ξαναμονιασμένου ζευγαριού. Δε με χάλασε καθόλου. Τριγύρω, κόσμος με τα καλά του, ένας με μαυρισμένα μάτια, ένας άλλος με ματωμένα κουστούμια… Όλοι όμως με ταλαιπωρημένο βλέμμα. Σάββατο βράδυ σε εφημερία.
Ώρες μετά την πρώτη είσοδό μου στην πολυκατοικία, πάρκαρα απ’ έξω, έχοντας τη Σμαράγδα στο διπλανό κάθισμα, εξουθενωμένη. Ο δρόμος σκοτεινός, μια λάμπα της ΔΕΗ είχε χαλάσει. Το νερό της βροχής στα τζάμια λαμπύριζε.
Ήμουν ερωτευμένος μαζί της, είχα τύψεις για ό,τι της προκάλεσα, χαρά που θα γίνει καλά, αγωνία για το πώς θα καταλήξει το χορτάτο καθίκι μερικούς ορόφους παραπάνω. Την χαιρέτησα, εκείνη δεν είπε πολλά και ανέβηκε πάνω.
Οι μέρες περάσανε και άρχισα να είμαι χαρούμενος. Όλα παίζανε τον ρόλο τους. Είχα κάνει την προσπάθειά μου να ξεκάνω τον άνθρωπο που μισούσα πιο πολύ πάνω στον πλανήτη, μιλούσα συχνά με την αγαπημένη μου κοντή πρασινομάτα, ζούσα το τώρα και περίμενα να δω τι θα μου φέρει.
Κάπου πέντε-έξι μέρες μετά την παράδοση της πίτσας και ενώ μιλούσα με τη Σμαράγδα, από το τηλέφωνο άκουσα τον ήχο του ασθενοφόρου.
«Περίμενε» μου λέει «να δω για πού πάει. Εδώ πάρκαρε. Καλέσανε το ασανσέρ, περίμενε ακόμα λίγο. Ναι, ανεβαίνουν εδώ, και η πόρτα του γείτονα είναι ανοιχτή. Μπήκαν μέσα… Τον βλέπω πάνω στο φορείο τώρα. Έχει κίτρινα μάτια, και δείχνει χάλια».
«Τέλεια. Παρ’ όλα αυτά, η θνητότητα από μανιτάρια παγκοσμίως είναι μόνο 1%».
Την άκουσα να χαμογελάει μ’ αυτό το υπέροχο γέλιο της. Φαντάστηκα τα μάτια της να λάμπουν. Έπειτα πρόσθεσε.
«Μωρό μου, γάμησε τις πιθανότητες. Ποτέ δεν ισχύουν. Θέλεις να με πας βόλτα για να το γιορτάσουμε από τώρα;»
Ήθελα, πολύ.
Εικονογράφηση: Pan Pan, http://www.postnoise.com