Η ιστορία μίας απώλειας
Τα μάτια κεντραρισμένα σε μία μικρή εγκοπή του ταβανιού. Ανάσες αργές, βαθυές και τρομακτικά ήρεμες. Οι παλάμες των χεριών μισάνοιχτες, επιτρέποντας έτσι και τις παγωμένες από την ακινησία άκρες των δαχτύλων να κοιτάνε την ίδια εγκοπή. Κάποιες φορές μπορώ να κλάψω ασυναίσθητα. Χωρίς λυγμούς και σπαραγμούς. Απλώς να κλάψω. Έτσι περνάνε κάποιες από τις μέρες μου. Μέρες με συναισθήματα και κάποια ένταση. Οι μέρες που νιώθω ότι ζω, οι μέρες που αγκαλιάζω την ίδια μου την ύπαρξη. Και αφού νιώσω πως ξέσπασα αρκετά για σήμερα, τεντώνω το δεξί μου χέρι, πιάνω το μαξιλάρι και τοποθετώντας το απαλά πάνω στο κεφάλι μου, ώστε ούτε μία μικρή ακτίνα φωτός να μπορεί να με δει, κοιμάμαι. Έτσι λοιπόν περνάω κάποιες από τις μέρες μου. Υπάρχουν και οι μέρες όμως που λειτουργώ με λιγότερα και ίσως με μηδαμινά συναισθήματα. Το μέσα μου έχει παγώσει. Όπως έχει παγώσει και η αναπνοή μου τα πάντα μέσα μου στο πέρασμά της. Όπως έχει παγώσει και η καρδιά μου, οι σκέψεις μου, οι μέρες. Όπως έχει παγώσει ο χρόνος σε εκείνο το βράδυ που τον βρήκαν νεκρό. Αυτές τις μέρες τοποθετώ ασυναίσθητα δύο πιάτα, δύο πιρούνια και δύο ποτήρια στο τραπέζι. Αυτές τις μέρες είναι που μιλάω με τις ώρες στην πολυθρόνα δίπλα μου. Και είναι φορές που απλώς κρατάω την αναπνοή μου και περιμένω να ακούσω τη φωνή του μέσα στη σιωπή. Κάθομαι ακίνητη με κλειστά τα μάτια περιμένοντας να νιώσω το τρυφερό άγγιγμά του στον ώμο μου. Να νιώσω την ασφάλεια της παρουσίας του. Όμως υπάρχει μόνο παγωνιά.
Είχε κάνει πολλά καλά πράγματα στη ζωή του. Ήταν δάσκαλος και όλοι τον αγαπούσαν. Δε θέλω να σου πω πως πέθανε, είναι άσχημο και προσπαθώ να το ξεχάσω. Έχουν περάσει πολλά χρόνια. Ήμουν κοριτσάκι, όταν τον έχασα. Πόσο λεπτή και χλωμή ήμουν πάντα. Με αυτά τα ωραία φορεματάκια μου. Τι να σου λέω… Κατάλαβες γιατί είμαι εδώ; Αυτή είναι η καλή μου μέρα. Γιατί αυτήν τη στιγμή νιώθω. Νίωθω την απώλεια ακόμα μετά από τόσα χρόνια και νιώθω πως αυτοί οι τοίχοι με πνίγουν. Και όταν κάτι σε πνίγει κορίτσι μου… τρέξε. Τρέξε μακρυά όσο μπορείς. Γιατί μπορεί με τον καιρό να το συνηθίσεις και να πνιγείς. Τρέξε μακρυά, ζήσε, διάβασε. Ναι, διάβασε όσο πιο πολύ μπορείς. Διάβασε για τη ζωή άλλων, ταυτίσου, γίνε καλύτερη, γίνε πιο δυνατή, γίνε εσύ».
Την είχα δει να κάθεσαι σε ένα ξύλινο καρεκλάκι σε ένα πεζόδρομο της Λετονίας. Μου φάνηκε τόσο διαφορετική από όσους έχω δει να κάθονται στους δρόμους. Δεν ξέρω αν έφταιγαν τα ρούχα της ή το γεγονός ότι διάβαζε. Νομίζω και τα δύο. Ρώτησα κάποιους συνοικιακούς μαγαζάτορες και μου αφηγήθηκαν με λίγα λόγια την ιστορία της. Πολύ συχνά εδώ και πολλά χρόνια έβγαινε με το μικρό της καρεκλάκι έξω και διάβαζε. Διάβαζε για να μάθει, για να φανταστεί, για να μη πονάει. Ο Νίτσε στο βιβλίο του Γιάλομ, «Ο Κήπος του Επίκουρου» είπε στον γιατρό Μπόιερ κατά τη διάρκεια του περιπάτου τους σε ένα νεκροταφέιο της Βιέννης :
«ΖΗΣΕ ΟΤΑΝ ΖΕΙΣ! Ο θάνατος χάνει τη φρίκη του, αν κάποιος πεθάνει έχοντας εξαντλήσει τη ζωή του! Αν ο άνθρωπος δεν ζει στη σωστή στιγμή, τότε δεν μπορεί ποτέ να πεθάνει τη σωστή στιγμή.»
Μετά από αρκετή ώρα, φοβούμενη πως έχω υπάρξει πολύ αδρανής στη ζωή μου και χαμογελώντας παρήγορα στη σκέψη της κυρίας στο καρεκλάκι, απομακρύνθηκα.