Η μελαγχολία της αντίστασης, του Laszlo Krasznahorkai
Αφήγηση ως travelling μονοπλάνο
Τα μεγάλα travelling μονοπλάνα έχουν υποχωρήσει σε μεγάλο βαθμό στο παγκόσμιο σινεμά. Πλέον, εμπορικές ταινίες που στηρίζουν την αφηγηματική τους ροή σε αυτήν την τεχνική εμφανίζονται ως εξαιρέσεις: χαρακτηριστικό πρόσφατο παράδειγμα το “Birdman” του Alejandro Iñárritu ή το “Gravity” του Alfonso Cuaron, που πολλοί θεώρησαν κάπως «κουραστικά» εξαιτίας αυτών των «χωρίς σημεία στίξης» tracking shots που συνάθροιζαν την ταινία. Αυτή η υποχώρηση βέβαια είναι εύκολο να ερμηνευτεί: Το γρήγορο, σπιρτόζικο, στακάτο και «βιντεοκλιπίστικο» μοντάζ που χαρακτηρίζει τα μεγάλα blockbuster μοιάζει αρκετά σύγχρονο και ταιριαστό με τον «καταιγισμό πληροφορίας» των πολλών ψηφιακών μέσων της εποχής. Τα «Αγγελοπουλικά» ή «Αντονιονικά» μονοπλάνα τείνουν να μοιάζουν όλο και περισσότερο με σινεμά «παλιάς κοπής», επιτεύγματα τέχνης και τεχνικής που θα έκαναν ωστόσο τον ρυθμό του σύγχρονου σινεμά να ασφυκτιά.
Η «Μελαγχολία της αντίστασης» του μεγάλου Ούγγρου συγγραφέα Laszlo Krasznahorkai είναι το αισθητικό ανάλογο ενός μεγάλου travelling μονοπλάνου στην λογοτεχνία. Όχι τυχαία, ο ίδιος διασκεύασε σεναριακά το βιβλίο για λογαριασμό της υπνωτικής κινηματογραφικής αφήγησης του φίλου του Bella Tar, κατασκευάζοντας μαζί τις «Αρμονίες του Βερκμάιστερ» (“Werkmeister Harmoniak”, 2000). Κάπου εκεί, όμως, σταματά και κάθε συνάφειά του με την οπτική αναπαράσταση. Το επίτευγμα του συγγραφέα είναι μια διαρκής σύμφυση ανάμεσα στον γραπτό και τον προφορικό λόγο, ανάμεσα στον διάλογο και τον εσωτερικό μονόλογο, τον συνειρμό και την περιγραφή: σχοινοτενείς, ατελείωτες φαινομενικά προτάσεις, ενίοτε πολλών σελίδων, στις οποίες η ιδιότυπη και ευφυής «λογοτεχνική κάμερα» γλιστράει με αργόσυρτους ρυθμούς λασπορροής ανάμεσα σε χαρακτήρες και καταστάσεις, διαμορφώνοντας ένα αποτέλεσμα που μοιάζει σχεδόν real-time χρονογράφημα. Τα POV, δηλαδή το μικρό μωσαϊκό ηρώων μέσα από τα μάτια (και τις σκέψεις) των οποίων αναπτύσσεται η ιστορία, εναλλάσσονται με ραφές τόσο μελετημένες (ή ενορχηστρωμένες) που είναι δυσδιάκριτες στην ανάγνωση. Η πλοκή εξελίσσεται με τον ίδιο ρυθμό που χτίζεται και η ατμόσφαιρα, ενώ πολλές φορές η ίδια η ατμόσφαιρα μοιάζει καθοριστική για την κατανόηση της πλοκής. Το ιδιαίτερο αυτό ύφος απαιτεί σε κάθε περίπτωση μια διαφορετική αναγνωστική συγκέντρωση αλλά αποδίδει και μια εντελώς διαφορετική και ξεχωριστή αναγνωστική εμπειρία.
Η εντροπία και η –αναπόφευκτη- σήψη του κοινωνικού σώματος
Η «Μελαγχολία της αντίστασης» μας μεταφέρει σε ένα παγωμένο τόπο στα Καρπάθια, σε μια μικρή πόλη που παραδίδεται, για άγνωστο λόγο, στα σκουπίδια και στην παρακμή. Μια σχεδόν αποκαλυπτική αίσθηση σκεπάζει την υπνωτική καθημερινότητα των κατοίκων, που με τη σειρά τους μοιάζουν να παραδίδονται στην μοιρολατρία και τον φόβο. Υπάρχει κάτι εδώ; Κάποιο γεγονός, φυσικό ή κοινωνικό, που έχει δρομολογήσει αυτήν την κατάσταση; Για την κυρία Πφλάουμ, την μεσοαστή νοικοκυρά από την οποία ξεκινάει το «χωρίς ανάσα» νήμα της αφήγησης, όλα έχουν να κάνουν με τον ηθικό ξεπεσμό των ανθρώπων∙ για την κυρία Έστερ όλα έχουν να κάνουν με την απουσία μιας ισχυρής αρχής που θα τσιμεντώσει την κοινωνική συνοχή∙ για έναν θαμώνα σε ένα καφενείο όλα έχουν να κάνουν με την ατελείωτη ξερή παγωνιά ενός ατελείωτου χειμώνα που ακόμα δεν λέει να χιονίσει. Για όλους αυτούς, η απρόσμενη άφιξη ενός ανοίκειου τσίρκου, που φέρει το κουφάρι ενός κήτους αλλά και έναν μυστηριώδη Πρίγκιπα, δεν μπορεί παρά να είναι ένα «σημάδι», ένα σχεδόν μεταφυσικό συμβάν που φέρνει την Αποκάλυψη ένα βήμα πιο κοντά: είναι με άλλα λόγια, η ώρα της δράσης, η ώρα της αντίστασης. Όταν ξαφνικά οι μαγεμένοι από την άφιξη του τσίρκου κάτοικοι και επισκέπτες αρχίσουν να επιδίδονται σε ένα ανεξήγητο κρεσέντο βίας και βανδαλισμών, η μικρή πόλη θα επιβάλλει στον εαυτό της τον εκφασισμό, επιβάλλοντας στρατιωτικό νόμο. Με άλλα λόγια, θα επιταχύνει τη διαδικασία της σήψης της.
Το παράλογο, το ανοίκειο, το δυσοίωνο και δυστοπικό ενώνονται με δεξιοτεχνία με το γκροτέσκο, το ειρωνικό και το αθεράπευτα αισιόδοξο. Πως μπορούν όμως όλα αυτά να συνυπάρχουν σε μια ιστορία φύσει απαισιόδοξη με μια ατμόσφαιρα που προδίδει την «νομοτέλεια του τέλους»; Σύμφωνα με τον Krasznahorkai και κυρίως διαμέσου της τρυφερής σχέσης ανάμεσα στον γερασμένο και παραιτημένο κύριο Έστερ και τον αφελή και ονειροπόλο Βάλουσκα, τον «τρελό του χωριού» που ονειρεύεται διαστήματα και πλανητικά συστήματα, η εντροπία του κόσμου μπορεί να είναι μια αμετάκλητη φυσική διεργασία, ο φασισμός μπορεί να είναι το τελευταίο στάδιο της προχωρημένης σήψης, η αντίσταση μπορεί να είναι μάταιη, αλλά όλα αυτά αφορούν τον παλιό κόσμο∙ εκείνον που σαν το δυσοίωνο κουφάρι της φάλαινας φέρει μια αίσθηση τέλους και αποκάλυψης. Καθώς ο Βάλουσκα πέφτει, άθελά του, στο στόμα της φάλαινας, το ονειροπόλο και ζωογόνο «νέο» μοιάζει να βρίσκεται προ των πυλών, και ας μην είναι ακόμα η σειρά του. Άλλωστε, το μυθιστόρημα αυτό εκδόθηκε το 1989, γράφτηκε δηλαδή την ίδια περίοδο που γραφόταν το «Τέλος της Ιστορίας» και καθώς ο κόσμος ήταν μάρτυρας του τυπικού θανάτου του σοσιαλισμού (ο ουσιαστικός θάνατος είχε λάβει χώρα κάμποσο καιρό πιο πριν). Εκείνη λοιπόν την περίοδο, προδιαγραφόταν το ατελείωτο παρόν∙ μια ξερή παγωνιά της Ιστορίας όπου η φθορά θα έπαιρνε τον πρώτο λόγο, καταλήγοντας αναπόφευκτα στη σήψη. Κάτι λιγότερο από τριάντα χρόνια μετά, η έκδοση και ανάγνωση του βιβλίου στην Ελλάδα μοιάζει τόσο επίκαιρη που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως δυσοίωνη προφητεία.
Η μελαγχολία της μελαγχολίας της αντίστασης
Εντός του σώματος του κειμένου του Krasznahorkai υπάρχουν, ασφαλώς, κοπιαστικοί στην προσπέλασή τους ύφαλοι και αρκετές νοηματικές «φουρτούνες» που ίσως οδηγήσουν μεγάλο μέρος του αναγνωστικού κοινού να δυσφορήσει ή να προχωρήσει αργόσυρτα (είδα σχετικά σχόλια σε διάφορες κριτικές). Πολλές προτάσεις χρειάζονται και δεύτερη (ή και τρίτη) ανάγνωση, καθώς εγκιβωτίζουν ένα συνδυασμό πληροφορίας και κλίματος που χρειάζεται διαφορετικό ερμηνευτικό «κλειδί» κάθε φορά. Όμως αυτό μονάχα προσθέτει στην αναγνωστική εμπειρία: μετά από κάθε ύφαλο υπάρχει μια σπάνιας ομορφιάς ακτή, μετά από κάθε δύστροπο αφηγηματικό λαχάνιασμα υπάρχουν συγκλονιστικά αποσπάσματα, που η δεύτερη ανάγνωσή τους γίνεται μονάχα για επανάληψη της εμπειρίας. Από τη φιλοσοφική σπουδή γύρω από τη δυτική μουσική μέχρι το ανατριχιαστικό κρεσέντο των τελευταίων σελίδων, από τις εξάρσεις βίας που σε πιάνουν από το λαιμό μέχρι με τις γλαφυρές περιγραφές που δημιουργούν αναγνωστική ευφορία, η «Μελαγχολία της αντίστασης» μπορεί να απαιτεί πολλά από την προσοχή του αναγνώστη αλλά είναι ακόμα πιο πληθωρική στην ανταμοιβή της. Η ιδιαίτερη πρόζα, που συνηθίζεται μετά τις πρώτες σελίδες, σε συνδυασμό με τα θέματα που καταπιάνεται ο συγγραφέας, συνομιλούν με κορυφαίους λογοτέχνες της ιστορίας και καταστρώνουν έναν μικρό λογοτεχνικό άθλο. Η μετάφραση της Ιωάννας Αβραμίδου από τα γαλλικά, με τη σύμφωνη γνώμη του συγγραφέα, είναι επίσης ένα επίτευγμα και παρά τις μακροπεριόδους του το κείμενο δεν είναι καθόλου στριφνό ή εξαντλητικό.
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει και στη σκιαγράφηση ενός εμβληματικού χαρακτήρα: ο Βάλουσκα, μια αμόλυντη και αγνή ψυχή που δεν έχει ακόμα προλάβει να απομαγευτεί από την «κατάσταση των πραγμάτων» και να παραδοθεί στην τύφλωση της παρακμής, περιφέρεται στην εχθρική του πόλη ως θύλακας ελπίδας και αισιοδοξίας και, ταυτόχρονα, ως μια βαθιά τραγική φιγούρα που δεν προλαβαίνει ούτε να σώσει ό,τι έχει απομείνει και ούτε να δραπετεύσει από τον παρατεταμένο εφιάλτη του φασισμού. Η ιστορία του είναι αυτή άλλωστε που ορίζει και την όποια «μελαγχολία» στην «Μελαγχολία της αντίστασης»: Αν δεν ήταν αυτός και η καθαρότητα της ψυχής του, ουδείς θα νοιαζόταν τελικά για την «ξεχασμένη από το Θεό» πόλη των Καρπαθίων. Ουδείς θα ενδιαφερόταν για τους ηττημένους και παραιτημένους ανθρώπους που ανταλλάσσουν την ελευθερία τους για μια κάποια πρόφαση της «τάξης» και της «ασφάλειας». Θα μπορούσαν να αφεθούν στην νομοτελειακή τους σήψη. Όμως είναι ο Βάλουσκα που πρέπει να σωθεί, και είναι ο Βάλουσκα το παρατεταμένο έγκλημά τους.
Η μελαγχολία της αντίστασης, του Laszlo Krasznahorkai
Μετάφραση: Ιωάννα Αβραμίδου
Εκδόσεις Πόλις
σελ. 416