Η μηχανή
Στεκόταν καθισμένος στο πάτωμα, μέσα σε μια λίμνη από αίμα, με την πλάτη στο τοίχο. Είχε το ένα χέρι στη κοιλιά του, πάνω σε ένα τραύμα από σφαίρα, προσπαθώντας να σταματήσει την αιμορραγία. Στο άλλο του χέρι, είχε ένα κινητό, με τον αντίχειρα ελάχιστα χιλιοστά από την οθόνη του.
Γύρω του, μερικοί οπλισμένοι τύποι, δε θέλουν με τίποτα να πεθάνει. Εκείνος νοιώθει το χέρι του υγρό και ζεστό από το αίμα που το λούζει, ενώ το υπόλοιπο σώμα αρχίζει και κρυώνει. Σε πλήρη αντίθεση με αυτά, ένα χαμόγελο υπάρχει στο πρόσωπο του.
Είχε καιρό να χαμογελάσει. Για την ακρίβεια, από τότε που καταστράφηκε ο μυελός των οστών του. Σπάνια ασθένεια. Αν βρισκόταν ξαφνικά σε μη αποστειρωμένο περιβάλλον, θα αρκούσαν τρία λεπτά για να πεθάνει. Έτσι είχανε πει οι γιατροί. Ευτυχώς τα χρήματα ποτέ δεν ήταν θέμα και τουλάχιστον για αυτό, ένοιωθε τυχερός. Δεν ένοιωθε το ίδιο για το ότι ήταν κλεισμένος στο ίδιο σπίτι όλα αυτά τα χρόνια. Δε μπορούσε να ανοίξει κανένα παράθυρο και ο αέρας που ανέπνεε ήταν αποστειρωμένος. Η θερμοκρασία πάντα σταθερή. Το φαί ήταν αποστειρωμένο, το έπαιρνε μέσω ορού, οπότε κι αυτό άγευστο. Όλα ήταν ίδια, όλα προβλέψιμα.
Από τη πρώτη στιγμή που ξεκίνησε να ζει στον αποστειρωμένο κόσμο του, όποτε ήθελε να ηρεμήσει, σκεφτόταν το Σίγρι, ένα απομονωμένο ψαροχώρι στην άγονη γωνιά του νησιού του, τη Λέσβο. Θα του αρκούσε να βρεθεί έστω για ένα λεπτό, σε εκείνο το ταβερνάκι δίπλα στη θάλασσα. Να έρθει ο σερβιτόρος βιαστικός, να απλώσει γρήγορα το τραπεζομάντηλο- χαρτοπετσέτα με το χάρτη του νησιού στο πλαστικό τραπέζι και να πει: «Έρχομαι σε λίγο». Και εκείνος να έχει μόλις βγει από τη θάλασσα, το νερό να στεγνώνει ακόμα επάνω του, και να είναι πεινασμένος.
Αφού ηρεμούσε και όταν τον αφήναν ήσυχο οι νοσοκόμες και οι γιατροί, ασχολούνταν με το να φτιάχνει τη μηχανή του.
«Γιατί γελάς ρε ηλίθιε; Ρώτησε ένας από τους άνδρες που τον περικύκλωναν. Πεθαίνεις, δε το βλέπεις; Στείλε το μήνυμα γιατί μάλλον θα είναι το τελευταίο σου».
Εκείνος γελούσε, χαμογελούσε για την ακρίβεια, γιατί ήξερε. Η δουλειά είχε πάει περίφημα. Σήμερα είχε ολοκληρωθεί το τελευταίο μέρος του σχεδίου: Να του φέρουν τους κλεμμένους, υπερσύγχρονους και πειραματικούς επεξεργαστές που ήταν απαραίτητοι για να ολοκληρώσει τη μηχανή. Δεν ήταν καθόλου σίγουρος για το αν θα προλάβαινε να τη βάλει να δουλέψει, πριν τον πιάσουν στα πράσα, η κυβέρνηση ή κάποιος άλλος μαφιόζος.
Είχε ξεκινήσει πριν χαράξει ο ήλιος. Μαζί με τους υπόλοιπους ανθρώπους, αυτή την καλοκαιρινή μέρα, ξύπνησε για πρώτη φορά και η μηχανή. Έβγαλε ένα ανατριχιαστικό, αλλόκοσμο βουητό. Λίγες μέρες πριν, το YouTube, το Google και το Facebook, είχαν πέσει γιατί όπως έλεγαν οι φήμες, τους έκλεψαν τους σέρβερ. Κανένα σενάριο όμως δεν είχε αναφέρει, ότι ήταν μαζεμένοι όλοι μαζί, εδώ. Και μουρμούριζαν υπέροχα. Υπέροχα και αλλόκοσμα.
Οι ώρες περνούσαν, και το μόνο που έκανε μανιωδώς ήταν να συναρμολογεί τη μηχανή. Τοποθετούσε όλα τα κομμάτια του παζλ μαζί. Αν δε δούλευε, θα τον σκότωναν, και κυρίως, θα τα είχε κάνει όλα τζάμπα. Ο ιδρώτας είχε αρχίσει να σχηματίζεται στο μέτωπό του, καθώς ήξερε ότι επρόκειτο να «δημιουργήσει» μια πιθανότητα, για να πετύχει το απίθανο. Μια πιθανότητα που θα κερδίσει όλες τις άλλες.
Λίγο πριν τελειώσει, άκουσε τον πρώτο πυροβολισμό. Η καρδιά του σφίχτηκε. Κάποιοι μας πήραν χαμπάρι και μπήκαν στο σπίτι, σκέφτηκε. Θα προλάβαινε; Τουλάχιστον είχε αρκετούς φρουρούς να τον φυλάνε.
Ο κοντινότερος από αυτούς, έβγαλε το όπλο από τη θήκη του και το κοίταξε με αγάπη. Το όπλισε. Τον κάρφωσε με τα παγωμένα μάτια του. Θα έβαζες στοίχημα ότι γελούσε ειρωνικά αν δε φορούσε την ιατρική μάσκα.
«Τελείωνε. Σε λίγο θα γίνει χαμός εδώ, και δε ξέρω αν θα κάτσω να φάω σφαίρα για την πάρτη σου, όσο καλά και να με πληρώνει το αφεντικό».
Οι πυροβολισμοί ακουγόταν πιο κοντά. Τα μάτια του είχαν κολλήσει σε μια μπάρα που γέμιζε στην οθόνη. Το μήνυμα που έγραφε από πάνω της έλεγε: “loading data 99% complete”. Αν μπορούσε να τη κάνει να προχωρήσει με τη δύναμη της σκέψης του, τώρα θα ήταν μια καλή στιγμή, γιατί αυτό το “data” ήταν τα πάντα. Προς το παρόν το μόνο που προχωρούσε, ήταν οι σταγόνες του ιδρώτα στο μέτωπό του.
Λίγα λεπτά μετά, τα πάντα ήταν χάλια. Είχαν μπει στο δωμάτιο. Ο φρουρός είχε φύγει, αφού είχε σκοτώσει μερικούς από τους αντίπαλους. Εκείνον είχε καταφέρει να τον πυροβολήσει ένας ηλίθιος, ο οποίος από την ταραχή του είχε ξεχάσει τις εντολές για να τον πιάσουν ζωντανό. Παρόλα αυτά, η μηχανή ήταν άθικτη και η μπάρα είχε πάει στο 100%. Ήταν το ωραιότερο νούμερο που είχε δει ποτέ.
Πρόλαβε και πήρε το κινητό στο χέρι του. Μετά έγιναν όλα γρήγορα. Βρέθηκε παρέα με πτώματα με γυάλινο βλέμμα, μέσα σε ένα σύννεφο από τον καπνό των όπλων. Παντού υπήρχαν αίματα. Εκεί ήταν που έκατσε κάτω με το χέρι στην κοιλιά, και ο ήδη σαστισμένος τύπος μπερδεύτηκε περισσότερο, όταν τον είδε να χαμογελάει.
Λίγες στιγμές μετά και ενώ είχε γίνει ήδη άσπρος σαν ξεβαμμένη κούκλα, ψέλλισε την απάντηση, ελάχιστα δευτερόλεπτα πριν πεθάνει:
«Γιατί φεύγω από δώ».
Ταυτόχρονα, συγκέντρωσε τις τελευταίες δυνάμεις που είχε, για να πατήσει «αποστολή» στο κινητό. Αυτό, έκανε το κατασκεύασμά του, τη μηχανή, να βουίζει πάλι. Το έβαλε μπροστά με τη βοήθεια του κινητού.
Στα μυριάδες megabytes των σκληρών της, η μηχανή είχε αποθηκευμένο μόνο ένα πράγμα, το οποίο και φόρτωνε βουίζοντας. Τη θέση και τη σχέση με τα διπλανά του καθενός μορίου, από το σώμα και τα ρούχα του εφευρέτη της. Ένα χάρτη, με τον οποίο το μηχάνημα θα τον ξανάφτιαχνε, όπως ήταν πριν λίγες ώρες. Δηλαδή χωρίς καμία σφαίρα μέσα του αλλά δυστυχώς και χωρίς μυελό των οστών, και άρα η απόδρασή του ίσως κρατούσε μόνο τρία λεπτά. Θα τον έστελνε σε συγκεκριμένες συντεταγμένες. Στο Σίγρι.
Αποστολή.
Ξαφνικά τον τύφλωσε ένα περίεργο φώς. Ήταν ο λαμπερός και καυτός ήλιος του καλοκαιριού. Ένοιωσε τη ζέστη στο δέρμα του. Ζέστη επίμονη, ανελέητη, υπέροχη. Άκουσε τα τζιτζίκια. Μύρισε τη θάλασσα, που σχεδόν είχε ξεχάσει πως είναι. Αμέσως μετά, το οπτικό του πεδίο άνοιξε και είδε μέσα από τα αρμυρίκια τη θάλασσα που γυαλοκοπούσε. Αριστερά του υπήρχαν τα βράχια του άγονου τοπίου και δεξιά του, πίσω από τα δέντρα, ήταν η παραλία. Στο βάθος, το κουρασμένο και μελαγχολικό κάστρο του Σιγρίου.
Το στομάχι του γουργούριζε. Πεινούσε. Ο σερβιτόρος ήρθε τρέχοντας και το ίδιο γρήγορα είπε ένα «γεια σου φίλε» πίσω από τα δόντια του, κι έστρωσε το χάρτη του νησιού στο τραπεζάκι. Έβαλε βιαστικά τα τρία από τα τέσσερα πιαστράκια.
«Βάλτε αν θέλετε τα υπόλοιπα», και χωρίς να πάρει ανάσα, συμπλήρωσε:
«Δε θα αργήσω, σε πέντε λεπτάκια έρχομαι!»
Εκείνος τον κοίταξε με ένα ύφος, που σίγουρα, το νόημα του δε θα κατάλαβε ο σερβιτόρος. Από μια διπλανή παρέα άκουσε γέλια και ποτήρια να τσουγκρίζουν. Η γάτα του μαγαζιού πέρασε από δίπλα του νιαουρίζοντας, με την ουρά να σημαδεύει το γαλάζιο ουρανό. Από την παραλία παραδίπλα, έφταναν ήχοι από φωνές, ανακατεμένες με παφλασμούς από βουτιές.
Ακούμπησε αργά, σχεδόν τελετουργικά στην πλάτη της καρέκλας. Λες και ήταν ο θρόνος του μοναδικού βασιλιά στη γη. Άφησε τη ματιά του να ταξιδέψει χαρούμενα στο βασίλειό του.
Ο σερβιτόρος θα αργούσε για πάντα.
-Το Σίγρι είναι χωριό της Λέσβου που βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νησιού, 94 χιλιόμετρα από την Μυτιλήνη, με πληθυσμό 333 κατοίκους.
Content Sources
- http://www.geolocation.ws/v/P/27973675/sigri-overview/en;
- http://news.cnet.com/2300-17938_105-10008530-2.html