Η νύχτα πριν την ημέρα που τέλειωσε το φως, της Μηλέβας Αναστασιάδου (2ος Νικητής – Διαγωνισμός Short Story 2)
Εκείνο το τελευταίο βράδυ, αφού μαζέψαμε όλοι μαζί τα πιάτα και καθαρίσαμε το τραπέζι, όπως συνέβαινε μετά από κάθε γεύμα, αφού βεβαιωθήκαμε ότι δεν έμεινε ούτε ψίχουλο στο τραπέζι, μου πρότεινε να πάμε μια βόλτα. Το είχαμε συνήθεια να μην αφήνουμε ψίχουλα ή άπλυτα πιάτα για την επόμενη μέρα, ούτε εκκρεμότητες αφήναμε ατακτοποίητες σαν οικογένεια, οπότε αμέσως υποπτεύθηκα ότι η βόλτα αυτή δεν θα ήταν τόσο αθώα όσο ήθελε ο πατέρας μου να ακουστεί. Προσποιήθηκα τον κουρασμένο, αλλά ο μπαμπάς επέμενε. Σιγουρεύτηκα τότε. Άλλη μια εκκρεμότητα έπρεπε να τακτοποιηθεί και μάλιστα άμεσα, πριν πάμε για ύπνο.
Μετά από μια στάση στο περίπτερο για παγωτό – οπότε με έζωσαν τα φίδια, αφού ποτέ δεν με άφηνε να φάω παγωτό πριν μπει για τα καλά το καλοκαίρι – φτάσαμε στην αγαπημένη του γωνιά στην παραλία, εκεί που παλιότερα παίζαμε μπάλα ή έκανε ότι με κυνηγούσε όταν εγώ έτρεχα με το πατίνι, μέχρι που το πατίνι χάλασε, ή ίσως εγώ μεγάλωσα αρκετά ώστε να το εγκαταλείψω. Ξεκίνησε να μιλάει αμέσως μόλις ξεφορτώθηκα την συσκευασία που έκρυβε τον πολύτιμο θησαυρό μου, σαν να ήθελε να εκμεταλλευτεί τον χρόνο που θα έμενα θαμπωμένος από τις πολύχρωμες παγωμένες μπάλες, για να μου εκμυστηρευτεί πράγματα που ίσως δεν ήθελε πραγματικά να ακούσω.
Για αρκετή ώρα, δεν τον άκουγα καθώς μονολογούσε. Ασυναρτησίες μου φαίνονταν τα λόγια του, αλλά ίσως και να μην ήταν, αν είχα προσέξει αρκετά. Μόλις τέλειωσα με το παγωτό, αναγκάστηκα να τον ακούσω λίγο πιο προσεκτικά.
«Μου πήρε καιρό για να το καταλάβω, αλλά τα κομμάτια του εαυτού σου στα οποία δεν έχεις δώσει σημασία, δεν σου επιτρέπουν για πολύ να τα αγνοήσεις. Δηλαδή, εσύ μπορεί να έχεις την διάθεση να τα αγνοήσεις για πάντα, αλλά αυτά κάτι θα κάνουν για να στο θυμίσουν. Καταλαβαίνεις; » με ρώτησε με αγωνία.
Δεν καταλάβαινα, γιατί ακόμα δεν υπήρχαν κομμάτια του εαυτού μου στερημένα από την προσοχή μου. Αλλά θυμήθηκα το παλιό μας σπίτι εκείνη την στιγμή. Το σπίτι που μέναμε παλιά, με τα πολλά δωμάτια, τα οποία η μαμά μου κρατούσε κλειδωμένα, γιατί δεν τα χρειαζόμασταν. Το σπίτι εκείνο, κληροδότημα από την γιαγιά, ποτέ δεν μας χώρεσε, όσο μεγάλο κι αν ήταν. Όταν μετακομίσαμε στο μικρό διαμέρισμα της πόλης, όπου γρήγορα έμαθα κάθε γωνιά του, όπου δεν κρύβονταν μυστικά, γιατί δεν υπήρχε χώρος να κρυφτούν, αμέσως ένιωσα πιο άνετα. Έτσι το εξήγησα τότε και μεγαλώνοντας κατάλαβα ότι δεν έπεσα και πολύ έξω. Οι ανεξερεύνητοι χώροι δεν σ’αφήνουν να ησυχάσεις κι όταν είναι κομμάτι σου πονάνε ακόμα περισσότερο.
Μια ανεξερεύνητη ήπειρο, μέσα του κι έξω του, είχε αποφασίσει ο μπαμπάς να εξερευνήσει και μου το έφερνε σιγά σιγά. Σε δυο μέρες πετούσε για Αυστραλία, όπου είχε εξασφαλίσει μια καλή θέση με καλά λεφτά, απαραίτητα για τις μετέπειτα σπουδές μου, όπως τόνισε.
«Δεν θέλω σπουδές. Προτιμώ να μην φύγεις,» του είπα διστακτικά. Δεν ήξερα τι περιθώρια είχα για να τον μεταπείσω, αλλά εκείνη την στιγμή ήμουν αποφασισμένος να βάλω τα δυνατά μου για να του αλλάξω γνώμη. Αργότερα έμαθα ότι οι γονείς μου είχαν ήδη χωρίσει από το καλοκαίρι. Ότι όλα αυτά είχαν ήδη αποφασιστεί ερήμην μου πολύ νωρίτερα. Ο μπαμπάς θα έφευγε έτσι κι αλλιώς, να βρει δουλειά αλλού, αφού εδώ δουλειά δεν έβρισκε. Έβγαλε ένα χαρτομάντιλο από την τσέπη του και μου σκούπισε τα χείλια, που ήταν ακόμα υγρά από το παγωτό. Κι εκείνη την στιγμή, καθώς μου στέγνωνε τα χείλη, μου πέρασαν χιλιάδες εικόνες από το μυαλό, από τις παλιές μας βόλτες στην ίδια παραλία, οι οποίες είχαν ήδη σταματήσει εδώ και πολύ καιρό, αλλά δεν είχε αυτό σημασία στο παιδικό μου μυαλό, γιατί θα μπορούσαν να επαναληφθούν, ενώ αν τον άφηνα να φύγει, οι βόλτες στην παραλία, σαν αυτή την βόλτα το τελευταίο βράδυ, θα ήταν παρελθόν. Για πάντα.
«Μας έχει δοθεί μπόλικος αλλά πάνω κάτω συγκεκριμένος χρόνος σε τούτη την γη. Εσύ έχεις όλον τον χρόνο μπροστά σου, αλλά εμένα ο χρόνος μου τελειώνει,» μου είπε, παίρνοντας από τα χέρια μου ό,τι είχε απομείνει από το παγωτό, για να το πετάξει στα σκουπίδια. Ένιωθε στ’αλήθεια ότι είχε πετάξει τον χρόνο του στα σκουπίδια, μένοντας μαζί μου; Γι’αυτό ήθελε να φύγει; Χρειαζόμουν μια δυνατή απάντηση και την βρήκα αμέσως, δεν έχω ιδέα πώς.
«Μην το λες,» του είπα. «Μπορεί να περάσει ένα αυτοκίνητο αυτή την στιγμή που μιλάμε και να με χτυπήσει κι εσύ να ζήσεις τελικά πολλά περισσότερα χρόνια από μένα.» Δεν ξέρω πώς μου ήρθε αυτή η σκέψη εκείνη την στιγμή. Δεν είναι λόγια δεκατριάχρονου αυτά. Από την άλλη, μόνο ένας δεκατριάχρονος μπορεί ίσως να μιλήσει έτσι, δίχως να φοβάται, πιθανότατα γιατί δεν μπορεί να καταλάβει τι λέει. Ο θάνατος σε τέτοιες ηλικίες είναι πια μεν βεβαιότητα, αλλά πολύ μακρινή, τόσο μακρινή, που μοιάζει σχεδόν ασήμαντη. Στην αρχή ο πατέρας μου παραξενεύτηκε. Μετά ο πανικός στα μάτια του γινόταν όλο και πιο προφανής. Με αγκάλιασε σφιχτά, σαν να έβαζε όλη του την δύναμη, για να διώξει την κακή σκέψη από το μυαλό του.
«Αυτή την περίπτωση δεν θέλω ούτε να την σκέφτομαι. Το φυσιολογικό είναι ότι μας έχουν δοθεί κάποια χρόνια ζωής σ’αυτόν τον πλανήτη και οφείλουμε να τα εκμεταλλευτούμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.»
Εκείνη την στιγμή δεν απάντησα. Προτίμησα να απολαύσω αυτή την αγκαλιά, σαν να ήταν η τελευταία αγκαλιά μας, γιατί πιθανότατα θα ήταν μέσα στο παιδικό μου μυαλό, όσο κι αν ο πατέρας μου επέμενε ότι θα επέστρεφε σπίτι κάθε τόσο για να με βλέπει.
Όσο κρατούσε η αγκαλιά, ή ίσως επειδή κρατούσε παραπάνω από το συνηθισμένο, εγώ θύμωνα. Δεν ήξερα ακόμα γιατί, μου πήρε χρόνια για να το εξηγήσω. Ακόμα δεν είμαι σίγουρος γιατί θύμωνα, ενώ ο μπαμπάς μου μ’αγκάλιαζε. Θα μπορούσα να έχω θυμώσει νωρίτερα ή αργότερα, όταν μου σύστησε την γυναίκα, με την οποία θα ζούσε στην μακρινή ήπειρο όπου ετοιμαζόταν να ταξιδέψει. Εγώ όμως θύμωσα εκείνη ακριβώς την στιγμή της τελευταίας αγκαλιάς και παρέμεινα παγωμένος και θυμωμένος, μέχρι την στιγμή που το πυρωμένο συναίσθημα ξεπήδησε πια ανεξέλεγκτο από μέσα μου σαν λάβα. Βαθιά μέσα μου μπορεί και να κατάλαβα εκείνη την στιγμή την οριστική απόφασή του και να ήρθα αντιμέτωπος με την πιθανότητα μιας συνειδητής επιλογής, μιας από αυτές που σου αλλάζουν την ζωή δίχως γυρισμό. Θα τον άφηνα να φύγει; Είχα στ’αλήθεια επιλογή; Το μπερδεμένο αυτό κουβάρι μου πήρε πολλά χρόνια να το ξεμπλέξω. Οι επιλογές, η στάση απέναντι σ’αυτές, η πιθανότητα εγκλωβισμού σε έναν από τους πιθανούς δρόμους, η αποδοχή του αναπόφευκτου σχηματίζονταν μόλις σαν ιδέες στο ανυποψίαστο μυαλό μου και σήμαναν την αρχή του τέλους της αθωότητας.
Εμφανίστηκε ξαφνικά λίγα λεπτά αργότερα, όταν ο μπαμπάς μου της έκανε νόημα. Πλησίασε διστακτικά και μου χαμογέλασε. Με αγκάλιασε και μ’έσφιξε στην αγκαλιά της σαν να με ήξερε από καιρό. Αγωνιούσε για την αποδοχή μου. Το έβλεπα αυτό στα μάτια της, μαζί με τον φόβο που προσπαθούσε να κρύψει, αλλά εγώ μπορούσα να διακρίνω. Φοβόταν την αντίδρασή μου. Φοβόταν ότι ένα κομμάτι του πατέρα μου θα έμενε για πάντα πίσω εξαιτίας μου. Πως θα ήμουν ένα ανεξερεύνητο δωμάτιο που θα στοίχειωνε την ευτυχία της.
Δεν είχα το κουράγιο να ξεφύγω από την αγκαλιά της, την οποία περισσότερο σαν θηλιά γύρω από το λαιμό μου ένιωθα, παρά σαν έκφραση αγάπης. Καθώς στάθηκε απέναντι μου με βλέμμα στοργικό, το οποίο όλο και δυνάμωνε απέναντι στο ανέκφραστο, παγωμένο πρόσωπό μου, το οποίο εκείνη πρέπει να παρεξηγούσε ως ένδειξη αποδοχής, τόσο ο θυμός μέσα μου έψαχνε διέξοδο για να ξεσπάσει. Πιθανότατα κανείς δεν περίμενε την αντίδρασή μου. Ούτε εγώ τη περίμενα. Μέχρι εκείνη την στιγμή, ήμουν πάντα ένα ήσυχο και υπάκουο παιδί, που δεν ξάφνιαζε ποτέ κανέναν.
Εκείνη την στιγμή ήμουν σίγουρος ότι όλα αυτά δεν ήταν επιλογή του πατέρα μου. Ο πατέρας μου δεν ήθελε να με αφήσει. Δεν γίνεται να ήθελε. Νομίζω ότι αυτό που με πείραξε περισσότερο είναι ότι παρουσίασε την φυγή ως επιλογή του. Ήταν ο άνθρωπος που δικαιολογούσε πάντα τις αποφάσεις των άλλων προκειμένου να τις παρουσιάσει σαν δικές του. Πάντα, μα πάντα υπάρχει το περιθώριο να κάνουμε επιλογές, ήθελα να του φωνάξω. Απόλυτα ελεύθεροι δεν είμαστε ποτέ, αλλά μέσα στο πλαίσιο που είμαστε εγκλωβισμένοι η επιλογή συνεχίζει να υπάρχει. Κι εκείνος δεν διάλεξε εμένα.
Μετά η νύχτα εξελίχτηκε σαν όνειρο, από εκείνα τα όνειρα μιας καλοκαιρινής νύχτας, τα οποία πνιγμένα από την ζέστη, μετατρέπονται σύντομα σε εφιάλτες, από τους οποίους δεν μπορείς να ξυπνήσεις εύκολα, ακόμα κι αν ξέρεις ότι ονειρεύεσαι. Σαν ελατήριο πετάχτηκα και έτρεξα με όλη μου την δύναμη όσο πιο μακριά τους μπορούσα. Πετάχτηκαν κι οι δυο τους κι άρχισαν να με κυνηγούν και για λίγο ήταν σαν να είχαμε γυρίσει στα παλιά κι εγώ έτρεχα πάλι με το πατίνι κι εκείνος έκανε ότι με κυνηγούσε, αλλά τελευταία στιγμή, όταν ήθελα να υπακούσω στην εντολή του να σταματήσω, να τον αφήσω να με πιάσει και να αφεθώ στην αγκαλιά του, έβλεπα εκείνη να πλησιάζει αγκομαχώντας, και διέκρινα το μίσος στο βλέμμα της, που ήθελε να μασκαρέψει σε αγωνία, αλλά εγώ ήμουν αρκετά μικρός, ώστε να καταλαβαίνω τις λεπτές αποχρώσεις στο βλέμμα των άλλων. Κι έτρεχα ξανά, δεν σταματούσα πια να κοιτάξω πίσω, με την αντοχή του δεκατριάχρονου που δεν εξαντλείται από το τρέξιμο, αλλά από συναισθήματα που δεν μπορεί να διαχειριστεί και θα συνέχιζα να τρέχω μέχρι να σβήσει το φως μου, μέχρι να με εγκαταλείψει το κορμί μου, πριν με εγκαταλείψει ο πατέρας μου, μέχρι που έσβησε το φως ξαφνικά, ενώ κανονικά έφτανε η ώρα να ξημερώσει, σκοτείνιασαν τα πάντα σε μια στιγμή και πέρασε πολύς καιρός μέχρι να ξημερώσει τελικά ξανά.
Τον άκουσα τον θόρυβο. Είναι ο πιο δυνατός θόρυβος που έχω ακούσει στην ζωή μου. Για καιρό πολύ τον άκουγα ξανά και ξανά στα αυτιά μου, από την ώρα που ξυπνούσα μέχρι να με πάρει ο ύπνος. Γύρισα και είδα τον πατέρα μου στην άσφαλτο, ξαπλωμένο, να μην με κυνηγάει πια. Το παιχνίδι σταμάτησε απότομα. Τελικά δεν πρόλαβε να το εξερευνήσει το ανεξερεύνητο δωμάτιο ο πατέρας μου. Έπεσε και τον πλάκωσε πριν καν προλάβει να ανοίξει την πόρτα. Το γκρέμισα εγώ.
Πέρασε καιρός μέχρι να ξημερώσει ξανά. Μέχρι να ξυπνήσω από το κακό όνειρο. Μέχρι να ξαναδώ το φως. Την θλίψη την νιώθεις στην αρχή να σε τρυπάει σαν μαχαίρι, σαν να σου κόβει την ανάσα και να σε σκοτώνει. Με τον καιρό ο πόνος μαλακώνει και δίχως να το καταλάβεις έρχονται στιγμές που δεν τον νιώθεις πια. Από ένα σημείο και μετά τον συνηθίζεις. Δεν εξαφανίζεται, ξέρεις ότι είναι κάπου μέσα σου, σαν να ένα υπόκωφο βουητό που πρέπει να προσέξεις για να το ακούσεις. Είναι όμως σχεδόν βουβός, αποδυναμωμένος, και δεν σου τρώει πια τα σωθικά.
Αυτό που εννοούσε εκείνο το βράδυ ο πατέρας μου, αυτό που μου ζητούσε να καταλάβω, είναι πως όταν είσαι δέκα, είκοσι ή ακόμα και τριάντα χρονών, δεκάρα τσακιστή δεν δίνεις αν δεν μπορείς να ταξιδέψεις σε όλο τον κόσμο. Υποτιμάς τις επιλογές γιατί είναι όλες ανοιχτές ακόμα. Γιατί έχεις όλο τον χρόνο μπροστά σου να αλλάξεις γνώμη. Στα σαράντα πια, που μόλις έφτασα κι εγώ, αρχίζει και σε νοιάζει.
Έχω καταλήξει ότι τελικά μας έχει δοθεί κάποιος χρόνος στον πλανήτη, όπως μου είπε εκείνο το βράδυ ο πατέρας μου, με την διαφορά ότι αυτός ο χρόνος δεν είναι συγκεκριμένος. Οφείλουμε από την πρώτη στιγμή να τιμάμε τις επιλογές μας κι όχι από ένα σημείο και μετά. Το υπάκουο, ήσυχο παιδί, πέθανε εκείνο το βράδυ, μαζί με τον πατέρα μου κι αυτό είναι το τελευταίο δώρο που μου έκανε ο πατέρας μου πριν φύγει για πάντα.