Η ομορφάσχημη, του Νίκου Καχτίτση
Ο Νίκος Καχτίτσης (Γαστούνη Ηλείας, 1926 -Πάτρα, 1970) είναι ένας από τους σημαντικότερους πεζογράφους της μεταπολεμικής ελληνικής λογοτεχνίας και συγκεκριμένα του μοντέρνου μυθιστορήματος. Ανήκει στη λογοτεχνική διασπορά, καθώς έζησε πολλά χρόνια στον Καναδά.
Η «Ομορφάσχημη», που χαρακτηρίζεται στη σελίδα τίτλου ως άσκηση (και όχι μυθιστόρημα ή νουβέλα ή διήγηση ή κάτι άλλο, όπως συνηθίζεται), δημοσιεύθηκε πρώτη φορά το 1960 στο λογοτεχνικό περιοδικό της Θεσσαλονίκης Διαγώνιος και καταπιάνεται με το βίωμα του Ολοκαυτώματος. Θέμα ταμπού καθώς τα γεγονότα δεν είναι χρονικά απομακρυσμένα, και η πρόσληψη του Ολοκαυτώματος γίνεται κυρίως μέσω της μαρτυρίας. Ωστόσο, στην «Ομορφάσχημη» το θέμα είναι πρωτοποριακά δοσμένο καθώς αποσυνδέει την αφήγηση από τη μαρτυρία, χωρίς να χάνει όμως την προφορικότητά του. Δηλαδή, μπορεί κάποιος μη Εβραίος, μη αυτόπτης, απών από τον χρόνο και τον τόπο του εγκλήματος, να μιλήσει για αυτό, που σημαίνει ότι το Ολοκαύτωμα αφορά τον καθένα.
Το μυθιστόρημα ξεκινά με επιστολική δομή και συνεχίζεται ως μονόλογος που απευθύνεται σε έναν σιωπηρό ακροατή. Ο συγγραφέας καταγράφει σε ένα γράμμα την ιστορία της Γερτρούδης Στερν, έτσι όπως του την αφηγήθηκε η ίδια, και τη στέλνει σε κάποιον φίλο του. Στο κύριο μέρος του βιβλίου παρακολουθούμε την αφήγηση της Γερτρούδης. Η Γερτρούδη είναι μια Εβραιοπούλα που μέσα από διάφορες περιπέτειες ξέφυγε από το ναζιστικό έγκλημα. Το να επιβιώνει κανείς από το Ολοκαύτωμα, όμως, δεν σημαίνει αληθινή επιβίωση. Οι επιβιώσαντες θα διακατέχονται εφ’ όρου ζωής από το βάρος της ενοχής. Δηλαδή αυτοί ζουν ενώ οι ομογενείς τους όχι. Για τη Γερτρούδη η εμπειρία του πολέμου είναι απωθημένη. Παραδείγματος χάριν υπάρχει μία σκηνή κατά την οποία βρίσκεται κλεισμένη σε κρατητήριο. Η εξιστόρησή της αναδεικνύει όλες τις εικόνες που έχουμε για τις πρακτικές των ναζί και τα στρατόπεδα εξόντωσης. Όμως εκείνη το αρνείται πεισματικά: «Φως είχαμε μόνο από τους πολυέλαιους, που έκαιγαν νύχτα-μέρα» [παραπέμπει στις καμίνους των στρατοπέδων], και παρακάτω «Ούτε βασανιστήρια μου κάνανε εμένα· αυτό το ομολογώ. Τα νύχια μου που τα βλέπετε έτσι, μικρά και χωμένα στο κρέας, είναι από τη μανία που έχω από μικρή να τα μασάω – όχι από βασανιστήρια, όπως νόμισε κάποιος άλλος, όταν του διηγιόμουνα την ίδια ιστορία».
Η ηρωίδα υπεκφεύγει ή αποσιωπά οδυνηρά γεγονότα ή διαθλά την πραγματικότητα μέσα από το υποκειμενικό της πρίσμα που στην ουσία του είναι μία Άρνηση. Είναι θύμα του πολέμου αλλά δεν βρέθηκε καν στο σημείο μηδέν των στρατοπέδων εξόντωσης. Επομένως, το βίωμά της (πόλεμος, εξόντωση, επιβίωση) παρουσιάζεται ως μη βίωμα. Λέει τη μισή αλήθεια ή εξομαλύνει και υποβαθμίζει τα τραγικά συμβάντα της ζωής της.
Το μυθιστόρημα αποτελεί στο σύνολό του μια μαρτυρία της απόκρυψης, της συγκάλυψης, της μετάθεσης γεγονότων και χρόνων, προκειμένου να επουλωθεί το τραύμα της εμπειρίας. Ο αναγνώστης ανασυνθέτει μόνος του όσα δεν μπορεί να ονομάσει η Γερτρούδη. Πρόκειται για μια καθαρή φαινομενολογία της γνώσης αυτό που συμβαίνει στο βιβλίο και μας συμβαίνει διαβάζοντας το μυθιστόρημα. Δηλαδή η γνώση των γεγονότων που αφορούν τη Γερτρούδη Στερν βρίσκεται μπροστά μας παρά την διαθλασμένη αφήγηση της ίδιας. Εμείς γνωρίζουμε, διότι από τα δικά της λόγια, έχουμε ανασύρει εκείνο που η Γερτρούδη έχει απωθήσει βαθιά μέσα στη μνήμη της και τη συνείδησή της.
Η γραφή του Καχτίτση είναι άψογα μοντέρνα. Εγκιβωτίζει σε μια επιστολή μια άλλη αφήγηση. Αποδομεί τη λειτουργία της πειθούς μέσα από γεγονότα που αιωρούνται μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, όπως η περιγραφή του σπιτιού και η συμβίωση με τον ογδοντάχρονο γέρο στο 5ο κεφάλαιο. Η λεπτή ειρωνεία και η δυσπιστία διαπερνούν όσα λέγονται. Εντέλει, είναι όντως μία άσκηση πάνω στη δυνατότητα να μιλήσει κανείς για φρικτά γεγονότα και τις συνέπειές τους.
Συνολικά, η «Ομορφάσχημη» είναι μία πλήρης και πλούσια επανέκδοση. Το έργο του Καχτίτση πλαισιώνεται με πληροφοριακά στοιχεία, επιστολές προς άλλους συγγραφείς όπως ο Γιώργης Παυλόπουλος, ο Τάκης Σινόπουλος και ο Επαμεινώνδας Γονατάς (στους οποίους ο Καχτίτσης καταθέτει τους προβληματισμούς του) και δύο δοκίμια, του Ηλία Γιούρη και της Γιώτας Κριτσέλη, που παρουσιάζουν αναλυτικά όλες τις πτυχές του έργου.
Η ομορφάσχημη, του Νίκου Καχτίτση
Εκδόσεις Κίχλη, 2019
σελ. 229.