Η πολιορκημένη υποκειμενικότητα: Φαινομενολογία και υπαρξισμοί στον εικοστό αιώνα
Σύμφωνα με τον Δημοσθένη Κούρτοβικ, ο Φώτης Τερζάκης είναι ίσως ο «πιο καλλιεργημένος και διεισδυτικός από τους νεότερους διανοητές» της «αντισυστημικής» ή «αντιεξουσιαστικής» αριστεράς στη χώρα μας. Αναμφίβολα αποτελεί έναν εκ των σημαντικότερων εξωπανεπιστημιακών διακόνων της φιλοσοφίας, έχοντας να επιδείξει πλούσιο συγγραφικό έργο, το οποίο κατά κύριο λόγο αρθρώνεται με τη μορφή του δοκιμίου και εντάσσεται στην ευρύτερη παράδοση της μεταμαρξιστικής κριτικής θεωρίας, όσο και πληθωρικά μεταφραστικά εγχειρήματα, καθώς έχει συνδράμει μεταξύ άλλων στην παρουσίαση στα ελληνικά έργων των Bruno Latour, Georges Devereux, Martin Jay, F. W. J. Schelling, Anthony Wilden και Alfred North Whitehead (και μόνο γι’ αυτό η συνεισφορά του θα ήταν πολύτιμη). Τα δοκίμιά του χαρακτηρίζονται κατά κανόνα από διαλεκτική οξυδέρκεια, ευαισθησία στην ανασύσταση των ευρύτερων ιστορικών και πολιτισμικών συμφραζομένων και πολεμική αιχμή. Ακόμη και σε πρόσφατα κείμενά του, η υπεράσπιση κατά τη γνώμη μας εξόχως αμφιλεγόμενων απόψεων για την πανδημία και τον εμβολιασμό (και το κυρίαρχο στις δυτικές κοινωνίες «βιοϊατρικό μοντέλο» συλλήβδην) κατορθώνει να συμβαδίσει με εξαιρετικά ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις, οι οποίες ανακινούν ουκ ολίγα σημαντικά φιλοσοφικά ζητήματα που υποβόσκουν.
Το παρουσιαζόμενο βιβλίο στηρίζεται σε αντίστοιχο πρόσφατο σεμινάριό του στην Εταιρία Διαπολιτισμικών Σπουδών και καλύπτει τη διαδρομή του πολυσχιδούς φιλοσοφικού ρεύματος της φαινομενολογίας, των ιστορικών καταβολών και των ποικίλων παραλλαγών της (μεταξύ άλλων: «υπαρξισμοί», «περσοναλισμοί», ερμηνευτική, κτλ.). Έτσι, μάλλον αναμενόμενα η επισκόπησή του καλύπτει προδρομικές φυσιογνωμίες όπως οι Kierkegaard και Dilthey (στη διατομή της ερμηνευτικής και μιας ορισμένης «φιλοσοφίας της ζωής» ο δεύτερος), τους αναμενόμενους σταθμούς του φαινομενολογικού και υπαρξιακού «κανόνα» (Husserl, Scheler, Jaspers, Heidegger, Sartre, Merleau-Ponty), τις υπαρξιακές απολήξεις στη θεολογία και την ψυχοθεραπεία, τη συνάντηση και τον διάλογο αυτών των ρευμάτων με τον μαρξισμό, αλλά και την παρουσία τους στην ανατολική Ευρώπη, ενώ τέλος (με αρκετή συντομία) τις εκβολές και τη διακριτική παρουσία τους σε σύγχρονα φιλοσοφικά ιδιώματα. Οπωσδήποτε συγκαταλέγεται στις αρετές του βιβλίου η κάλυψη λιγότερο γνωστών εκπροσώπων και φυσιογνωμιών, των οποίων η στοχαστική διαδρομή διασταυρώθηκε με το ρεύμα της φαινομενολογίας, όταν δεν αρθρώθηκε εξολοκλήρου με τους όρους του.
Το ενοποιητικό νήμα της επιχειρηματολογίας του Τερζάκη αφορά τη θεώρηση των παρουσιαζόμενων ιδεών ως έκφραση και σύμπτωμα της προϊούσας τάσης προς την ξένωση (την «πραγμοποίηση», την «πραγματική υπαγωγή στο κεφάλαιο», κτλ.) που δεσπόζει ή κλιμακώνεται στον 20ό αι. Τούτη συντελείται κυρίως διά της υπαγωγής ολοένα νέων επικρατειών στην εμπορευματική λογική, έχοντας ως κύριες διαστάσεις –οι οποίες επιδεινώνουν περαιτέρω την κατάσταση εν είδει θετικής ανατροφοδότησης– τη μετατροπή της «εσωτερικής» και «εξωτερικής» φύσης σε πρώτη ύλη μονίμως διαθέσιμη προς χειραγώγηση και αξιοποίηση, την αυτονόμηση της «τεχνοεπιστήμης» (ήτοι της προσρόφησης της καθαυτό ερευνητικής δραστηριότητας στην «τυφλή» και επεκτατική λειτουργία μιας τεχνικής που έχει αρθεί υπεράνω τόσο των όποιων προθέσεων των κοινωνικών φορέων και χρηστών, όσο και της δυνατότητας ελέγχου εκ μέρους των δημιουργών της) και της εργαλειακής ορθολογικότητας (η οποία άπτεται της αναζήτησης και εξεύρεσης των βέλτιστων μέσων προς επίτευξη ενός προειλημμένου και ανεξέταστου σκοπού)· εξελίξεις που συντείνουν στην εξαντικειμενίκευση (εξαντικειμένιση ή αντικειμενοποίηση) της υποκειμενικότητας, στον εγκλωβισμό της σε αδιαφανή πλέγματα πραγμοειδών σχέσεων. Ακριβώς στο σημείο αυτό εμφανίζονται οι φιλοσοφίες που πραγματεύεται το βιβλίο, ορθώνοντας το ανάστημά τους στην αποπνικτική έκπτωση της ελευθερίας και της απροσδιοριστίας του ανθρώπινου πράττειν σε ποσοτικοποιήσιμο δεδομένο, άλλοτε με όρους κατά το μάλλον ή ήττον ανεπίγνωστης διαμαρτυρίας και άλλοτε με όρους μιας περισσότερο τραγικής ενσυναίσθησης της καμπής του δυτικού πολιτισμού, υπό τις αγωνιώδεις αναζητήσεις που εξέθρεψαν οι ζοφερότερες εμπειρίες του αιώνα (περιλαμβανομένων των πολέμων, των σφαγών και της επώασης αυταρχικών φαινομένων).
Οι περιπέτειες της φαινομενολογίας, των διακλαδώσεων, μεταμορφώσεων και απολήξεών της μπορούν να ιδωθούν ως σύμπτωμα μιας αντίδρασης απέναντι στην εναρκτήρια παραδοχή ή την κυρίαρχη τάση της νεότερης φιλοσοφίας και συνάμα ως κορωνίδα της ίδιας αυτής τάσης. Τούτη η παραδοχή αφορά την θεμελιώδη ασυμμετρία δύο τρόπων ύπαρξης, εκ των οποίων η μία προσιδιάζει σ’ ένα είδος ανακλαστικής πραγμάτωσης του αναφέρεσθαι (δηλ. αυτοαναστοχαστικότητας), ενώ η άλλη σ’ ένα είδος αδρανούς και βουβής εμμένειας (η αγκυρωμένη στη ρυθμισμένη ακινησία και τη «βλακεία» των οιονεί επαναληπτικών, νομοειδών κινήσεών της «αντικειμενική» πραγματικότητα). Στους φιλοσόφους που εξετάζονται, κοινή είναι η έσχατη καταφυγή στο απαραμείωτο –ενίοτε τραυματικό, δυσάρεστο ή αγωνιώδες ως βίωμα– μιας εμπειρίας ελευθερίας επέκεινα κάθε αντικειμενότροπης αντίληψης περί αναλύσιμου «δεδομένου», καταλογογραφήσιμου «πράγματος» ή εμπορεύσιμου προϊόντος. Άλλοτε ζητούμενο είναι η επιστροφή στο κοινό, προ-εννοιακό και προ-κατηγορικό υπέδαφος των δύο πόλων· άλλοτε ανατιμάται η διαλογική σχέση με το κείμενο και την πρόθεση που το διαπερνά ή τη νοηματική εστία που το υποβαστάζει· άλλοτε τοποθετείται στο επίκεντρο η διαπροσωπική σχέση μεταξύ δύο ελεύθερων και γι’ αυτό ισότιμων υποκειμένων, η οποία συγκινεί προνομιακά ορισμένους θεολογικά προσανατολισμένους στοχαστές· άλλοτε πάλι βλέπουμε να αναδεικνύεται η εγγενώς τραγική διάσταση της ουσιώδους ανυπαρξίας και του ανέφικτου μιας τέτοιας σχέσης και της οιονεί μεταφυσικής ροπής των διυποκειμενικών σχέσεων προς την πραγμοειδή αντικειμενοποίηση όλων από όλους· άλλοτε αναζητείται το ρίζωμα του υποκειμενικού στο προϋποκειμενικό υπόστρωμα της βιωματικής ροής και άλλοτε επιδιώκεται μάλλον η προμηθεϊκή εξύμνηση της αχαλίνωτης αυτοαναφορικής δραστηριότητας του υποκειμένου, ομοεκτατή καθώς είναι με τη διαρκή δυνατότητα αυθυπέρβασης που διέπει εκ των «εργοστασιακών της ρυθμίσεων» την απερίσταλτα έγχρονη δομή του. Υπό μία έννοια, όλες ανεξαιρέτως οι φιλοσοφίες που απαντούν στο μελέτημα φέρουν το αποτύπωμα της απόγνωσης ή τουλάχιστον της εγρήγορσης. Αποτελούν την επίμονη, γραπτή μαρτυρία και την αγωνιώσα κραυγή της «πολιορκημένης υποκειμενικότητας», όταν τούτη διαπιστώνει έντρομη ότι έχει καταστεί έρμαιο ανέλεγκτων δυνάμεων και απρόσωπων μηχανισμών, τους οποίους ανεπίγνωστα εξέθρεψε με την πρότερη στάση και τον συνήθη λήθαργό της.
Η κυρίως ανάπτυξη αυτής της ορμητικής ροής διακόπτεται αιφνίδια στα μέσα της δεκαετίας του 1970, όπως με κάποια μελαγχολία παρατηρεί ο συγγραφέας, ο οποίος από βιογραφικής πλευράς πρόλαβε εγκαίρως τον ισχυρό (και αναμενόμενα ελαφρώς αργοπορημένο) αντίκτυπο και την άνθιση του ανωτέρω προβληματισμού στη χώρα μας. Πράγματι, η «στιγμή της ύπαρξης» ειδικότερα οδήγησε, μέσω της σύγκλισής της με ευρύτερες ζυμώσεις και τη συνάντηση με όμορους προβληματισμούς εντός και πέριξ των «μαρξισμών», σε μια έντονη συνύφανση της πολιτικής στράτευσης, του φιλοσοφικού στοχασμού, της λογοτεχνικής παραγωγής, της αναζήτησης έντονων και καινούργιων εμπειριών και, ανυπερθέτως, του σύστοιχου πειραματισμού με αρτισύστατα υπαρκτικά ύφη. Το «πνεύμα του ’60», με το οποίο διαλέχτηκαν και το οποίο εν μέρει προετοίμασαν με φιλοσοφικούς όρους τα φαινομενολογικά προσανατολισμένα εγχειρήματα, αποτέλεσε την τελευταία δραστική και μεγάλης κλίμακας ενεργοποίηση της ρομαντικής αμφισβήτησης (και συνάμα αυτοκριτικής) του διαφωτιστικού ορθολογισμού, η οποία εδώ και διακόσια χρόνια επανέρχεται στις πλέον διαφορετικές αναλογίες και δοσολογίες και με τα πλέον ετερογενή πολιτικά πρόσημα.
Σαν κριτικές επισημάνσεις, θα μπορούσαμε να σταθούμε στην κάπως μονομερή («αντιδιαλεκτική»), σύντομη και απαξιωτική αναφορά του συγγραφέα στα ρεύματα που διαδέχτηκαν την ηγεμονία της φαινομενολογίας (ως λίγο πολύ «αντανακλάσεων» της δομικής μετεξέλιξης του μεταπολεμικού καπιταλισμού και του σύστοιχου επιστημονικού παραδείγματος της πληροφορίας και της επικοινωνίας), όσο και στην καταγγελία του «επαγγελματικού» έθους της πανεπιστημιακής απασχόλησης που χαρακτηρίζει τη σημερινή φιλοσοφία στις πνιγηρές συνθήκες του αχαλίνωτου υπερεθνικά ολοκληρωμένου καπιταλισμού. Αναρωτιέται κανείς για το κατά πόσον, στον βαθμό που όντως συμβαίνει, η προϊούσα ειδίκευση και ο επιμερισμός της φιλοσοφικής δραστηριότητας σε πανεπιστημιακά τμήματα (με τις δεσμεύσεις, τους συμβιβασμούς και τις εξισορροπήσεις που η ακαδημαϊκή πραγματικότητα επιβάλλει) οδηγούν αναπόδραστα στην «εξημέρωση» του φιλοσοφείν, και μπορούν ως εκ τούτου να αναχθούν μονοσήμαντα στη λειτουργία της σιωπηλής συνηγορίας του υπάρχοντος ή ακόμη και του δομικού αντικατοπτρισμού του. Ή κατά πόσον επαρκεί η λυρική καταγγελία του «ολοκληρωτικού καπιταλισμού» ή όποιας άλλης δυστοπικής μετωνυμίας για να καταστήσει τον λόγο που αρθρώνουμε ρηξικέλευθο, ενάντια στην (εκλαμβανόμενη ως) παιγνιώδη νωθρότητα του «γενικευμένου κομφορμισμού» και τον ειρωνικό κυνισμό των πάσης φύσεως «ριζοσπαστικών» και «εναλλακτικών» απολογητών της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων. Αναρωτιέται κανείς εάν η σφοδρή και –στην ονομαστική αξία των λόγων και των διακηρυγμένων προθέσεών της– ασυνθηκολόγητη καταγγελία του υπάρχοντος δεν κομίζει επίσης έναν άλλου τύπου «κομφορμισμό» (στη χώρα μας ίσως περισσότερο από αλλού), μια ορισμένη καθήλωση στην παραμυθική ή τελετουργική διάσταση της εκδραμάτισης (ένας απόλυτος «αντικομφορμισμός» ως πόζα), και προπαντός, τις δικές της αποσιωπήσεις. Ή αν πράγματι στο έργο στοχαστών όπως οι Lyotard, Foucault, Deleuze, Derrida, δεν υφίστανται πόροι για την έμπνευση και τον κριτικό εμπλουτισμό της οπτικής και της δράσης «μας» πέραν της συνήθους διασποράς τους στην αυτοαναφορική εμμένεια της καταναλωτικής απόλαυσης. Στην πραγματικότητα, οι παρατηρήσεις αυτές επ’ ουδενί δεν άπτονται της προβληματικής του παρουσιαζόμενου βιβλίου και θα ήταν άδικο να τού καταλογιστούν ως δυνητικές ελλείψεις ή προβλήματα (δεν είναι καθόλου βέβαιο εξάλλου ότι αποτελούν τέτοια, απλώς κατατίθενται ως ερωτήματα προς περαιτέρω σκέψη και προβληματισμό, έχοντας κατά νου πλείστα άλλα κείμενα του συγγραφέα).
Ανεξάρτητα από ορισμένες αβλεψίες και παροράματα του βιβλίου, οι Εκδόσεις Αλεξάνδρεια προσφέρουν στα ελληνικά γράμματα μια αξιόλογη και καθ’ όλα ενημερωτική μελέτη, περισσότερο χρήσιμη οπωσδήποτε στο ευρύτερο κοινό που έχει φιλοσοφικά ενδιαφέροντα, αλλά ικανή να ανταμείψει επίσης τους «ακαδημαϊκά» καταρτισμένους αναγνώστες που είναι διατεθειμένοι να ενδιατρίψουν στις πολύτιμες ενοράσεις της. Δεν μπορούμε παρά να ελπίζουμε ότι το τελευταίο πόνημα του Τερζάκη, όπως άλλωστε και αρκετά ακόμη έργα του (ορισμένα εκ των οποίων κυκλοφορούν σε πρόσφατες επανεκδόσεις), θα κατορθώσουν να συναντήσουν το κοινό και τις κριτικές πραγματεύσεις που αναμφίβολα αξίζουν.
Η πολιορκημένη υποκειμενικότητα: Φαινομενολογία και υπαρξισμοί στον εικοστό αιώνα, του Φώτη Τερζάκη
Εκδόσεις Αλεξάνδρεια
σελ. 263