Η σοδειά του κακού, του Robert Galbraith
Μέσα από το τρίτο βιβλίο της σειράς με ήρωα τον ντετέκτιβ Κόρμοραν Στράικ, ο συγγραφέας Robert Galbraith (Ρόμπερτ Γκάλμπρεϊθ), κατά κόσμον Τζ. Κ. Ρόουλινγκ, δημιουργεί έναν κόσμο σκοτεινό, γεμάτο μυστήριο, αγωνία, ανατροπές, και αμείωτο ενδιαφέρον μέχρι την τελευταία του σελίδα. Γίνεται φανερό ότι χρησιμοποιεί περιστατικά που έχει ζήσει και βιώσει ο ίδιος, κάνοντας έτσι τον αναγνώστη να ταυτίζεται μαζί του και να νιώθει τα ίδια συναισθήματα με τους ήρωες. Μας μεταδίδει ομαλά μικρές αλήθειες που, ενώ κατά βάθος τις γνωρίζουμε, τείνουμε να τις ξεχνάμε, όπως το ότι: «Μπορείς να βρεις την ομορφιά σχεδόν παντού, αν κάνεις την προσπάθεια να την αναζητήσεις, όμως με τον αγώνα της καθημερινότητας είναι εύκολο να ξεχάσεις ότι υπάρχει αυτή η ολότελα δωρεάν πολυτέλεια».
Όταν η έξυπνη και δυναμική βοηθός του πασίγνωστου ντετέκτιβ Κόρμοραν Στράικ, νόθου γιου ενός ροκ σταρ, ανακαλύπτει ένα γυναικείο πόδι σε ένα δέμα με παραλήπτη την ίδια, κοντεύει να πεθάνει από το σοκ. Ο Στράικ γνωρίζει 4 άντρες που θα μπορούσαν να έχουν προβεί σε αυτήν την αποτρόπαια πράξη. Έτσι, λοιπόν, ενώ η αστυνομία επικεντρώνεται στις έρευνες για τον λιγότερο πιθανό ύποπτο, οι δυο τους θα ξεκινήσουν ένα ταξίδι στο μυαλό και τον παρανοϊκό κόσμο των 3 άλλων αντρών. Ποια η σχέση του ντετέκτιβ με τους στίχους του τραγουδιού “Mistress of the Salmon Salt” των Blue Oyster Cult, που χρησιμοποιεί ο δολοφόνος στα σημειώματά του; Ο χρόνος μετράει αντίστροφα και το ένα θύμα διαδέχεται το άλλο, ενώ ο συλλέκτης ανθρώπινων μελών παραμένει ελεύθερος, απειλώντας να εισβάλει στις ζωές τους με ένα μόνο στόχο: τον βίαιο θάνατο ως εκδίκηση για κάτι που συνέβη στο παρελθόν.
Το αστυνομικό αυτό μυθιστόρημα, από τον τίτλο κάθε κεφαλαίου μέχρι και την αποκάλυψη της ταυτότητας του δολοφόνου, είναι γεμάτο πρωτοτυπίες. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ως τίτλο του βιβλίου αλλά και κάθε κεφαλαίου στίχους από το συγκρότημα Blue Oyster Cult, συνοψίζοντας το νόημα και την κεντρική ιδέα στις λέξεις τους. Μας μεταφέρει σε μια Αγγλία απαλλαγμένη από τελειότητες και ειδυλλιακά τοπία. Μας ξεναγεί σε ένα καθημερινό, γκρίζο, αστικό τοπίο γεμάτο ρεαλισμό, όπου ο κόσμος παλεύει για τη δουλειά και τη ζωή του, και μας δείχνει ότι οι πραγματικοί φίλοι δεν είναι τα τέλεια πρότυπα που μπορεί να έχουμε στο μυαλό μας, δεν είναι αυτοί που μοιάζουν όμορφοι και αψεγάδιαστοι, αλλά κάποιοι που έχουν ουλές στο πρόσωπό τους και όψη που μπορεί με την πρώτη ματιά να είναι τρομακτική. Όπως λένε, άλλωστε, τα φαινόμενα απατούν, και σημασία έχει αυτό που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια. Εισχωρώντας στο μυαλό του δολοφόνου, ο συγγραφέας μάς μεταφέρει τις οργισμένες σκέψεις και τα συναισθήματα ενός ανθρώπου που θεωρεί τον εαυτό του θεό. Όπως σημειώνει: «τους ψυχοπαθείς μπορεί κανείς να τους συναντήσει παντού, όχι μονάχα σε καταγώγια, φτωχογειτονιές και ρυπαρά κοινόβια, αλλά» και σε ειδυλλιακά τοπία και «μέρη που σφύζουν από γαλήνια ομορφιά». Με παραστατικές περιγραφές και απλή γραφή, ο Ρόμπερτ Γκάλμπρεϊθ μας βάζει στο σκηνικό της ιστορίας του, καθώς νιώθουμε να στεκόμαστε δίπλα στους δύο ήρωες και να παλεύουμε μαζί τους για να φτάσουμε στη λύση του μυστηρίου. Προσπαθώντας να ενώσουμε ένα ένα τα κομμάτια του παζλ και να βρούμε την άκρη του μίτου για να βγούμε από τον λαβύρινθο στον οποίο μας έχει παγιδεύσει ο παρανοϊκός δολοφόνος, η ισορροπία ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα τρεμουλιάζει επικίνδυνα.
Κι ενώ νομίζουμε πως ο δολοφόνος έχει αποκαλυφθεί, με μια εξαιρετική ανατροπή στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, μέσα από μια φαινομενικά αδιάφορη σκηνή που λειτουργεί σαν από μηχανής θεός, ο συγγραφέας τραβάει τη μάσκα και αποκαλύπτει τη φρίκη που κρύβεται πίσω από το αγγελικό πρόσωπο του δολοφόνου. Όπως λέει: «Οι ψυχοπαθείς είναι σαν τους αρουραίους. Κυκλοφορούν εκεί γύρω, όμως ποτέ δεν τους δίνεις σημασία μέχρι να έρθεις αντιμέτωπος με έναν από δαύτους».
Από τις ευχαριστίες που απευθύνει ο συγγραφέας στο τέλος του βιβλίου, καταλαβαίνουμε ότι η δουλειά για τη συγγραφή του ήταν άκρως μελετημένη κι επαγγελματική, αφού επισκέφθηκε ο ίδιος διάφορες περιοχές, όπως τον Τομέα Ειδικών Ερευνών στο Εδιμβούργο και την Βιομηχανική Περιοχή στο Μπάροου ιν Φέρνες, ώστε να αποδώσει σωστά τις λεπτομέρειες που παρουσιάζει. Δημιουργεί ήρωες και εμβαθύνει στον εσωτερικό τους κόσμο, που τον περιγράφει με απόλυτη ακρίβεια, σαν να τους έχει γνωρίσει και να έχει ζήσει πραγματικά μαζί τους. Σχολιάζοντας διάφορα περιστατικά της επικαιρότητας, όπως τον βασιλικό γάμο και τον θάνατο του Μπιν Λάντεν, μας κάνει να νιώθουμε πως η ιστορία αυτή έχει συμβεί στην πραγματικότητα· πως απλώς ήμασταν πολύ απασχολημένοι με τα γεγονότα για να προσέξουμε έναν ντετέκτιβ και μια κοπέλα που κάθονταν δίπλα μας στην παμπ, προσπαθώντας να βρουν την άκρη ενός μυστηρίου που απειλούσε τη ζωή τους.
Η «Σοδειά του Κακού» δεν είναι μόνο ένα εξαιρετικό αστυνομικό μυθιστόρημα που διαβάζεται με κομμένη την ανάσα. Είναι επίσης ένα βιβλίο που εισχωρεί σε κρυφές πτυχές της ζωής των δύο ηρώων, του ντετέκτιβ Κόρμοραν Στράικ και της βοηθού του Ρόμπιν Έλακοτ, οι οποίες δεν έχουν αποκαλυφθεί ποτέ μέχρι τώρα. Το παρελθόν τους ξεδιπλώνεται ταυτόχρονα με το παρόν, και καλά κρυμμένα μυστικά που εξηγούν διάφορες συμπεριφορές τους βγαίνουν επιτέλους στο φως. Κάθε σελίδα αποτελεί μια έκπληξη, που προκαλεί τον αναγνώστη να συνεχίσει την ανάγνωση χωρίς να μπορεί να αφήσει το βιβλίο από τα χέρια του μέχρι το απρόβλεπτο τέλος, που είναι ικανό να γυρίσει όλη την ιστορία ανάποδα.
Στο τέλος, τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν και η ταύτισή σας με τους ήρωες θα συνεχίσουν να σας απασχολούν, ενώ θα ανυπομονείτε για το επόμενο βιβλίο της σειράς… αφού η ιστορία της ζωής του Κόρμοραν Στράικ δεν έχει φτάσει ακόμα στο τέλος της.
Η σοδειά του κακού, του Robert Galbraith
Μετάφραση: Χρήστος Καψάλης
Εκδόσεις Ψυχογιός, 2016
σελ. 640