Η Ταβέρνα της Τζαμάικας, της Daphne Du Maurier
Για τους περισσότερους, η λέξη Τζαμάικα γεννά αισθήματα χαράς και ηρεμίας. Όχι όμως και για τη Μαίρη Γέλαν, τη θεία Πάσιενς και τους κατοίκους της γύρω περιοχής. Κι αυτό συμβαίνει διότι η ιστορία μας δεν διαδραματίζεται στη Τζαμάικα, αλλά στην Ταβέρνα της Τζαμάικας, που βρίσκεται στις ακτές της Κορνουάλης. Ένα πανδοχείο, που έχει για ενοίκους του, το μυστήριο, τον φόβο, την καχυποψία, την παρανομία και τον… θάνατο.
Όταν η μητέρα της Μαίρης Γέλαν πεθαίνει, εκείνη ακολουθεί την τελευταία επιθυμία της και πηγαίνει να ζήσει μαζί με τη θεία και τον θείο της. Πριν ακόμα φτάσει στην Ταβέρνα της Τζαμάικας, ιδιοκτήτης της οποίας είναι ο θείος της Τζος Μέρλιν, αρχίζει να διαισθάνεται ότι δεν θα έχει τη ζωή που ονειρεύεται. Τα πάντα γύρω της, τα περίεργα λόγια του αμαξά, ακόμα και τα τοπία, ο καιρός, η υγρασία, προμηνύουν την καταιγίδα που πρόκειται να ξεσπάσει στη ζωή της. Θα βρεθεί μπλεγμένη σε ένα κουβάρι που, μάταια, θα προσπαθεί να ξεμπλέξει. Ακόμη κι όταν νομίζει ότι θα έχει βρει την άκρη που θα την οδηγήσει έξω από τον λαβύρινθο, πάντα θα υπάρχει κάτι που θα την κρατάει πίσω και δεν θα την αφήνει να ξεφύγει. Ο μέθυσος και κακός Τζος Μέρλιν έχει μετατρέψει τη ζωή της γυναίκας του Πάσιενς και της Μαίρη σε κόλαση. Μια κόλαση που τις αναγκάζει να καλύπτουν τα πρόσωπά τους με τα σκεπάσματα κάθε φορά που ακούγονται περίεργοι θόρυβοι από την αυλή. Και τότε, άνθρωποι που μοιάζουν με σκιές γεμίζουν την Ταβέρνα της Τζαμάικας κι εξαφανίζονται πριν βγει ο ήλιος, σαν εφιάλτες, με τρόπο που σε κάνει να αμφιβάλεις αν ήταν ποτέ εκεί. Οι μέρες περνούν, και η Μαίρη θα γνωρίσει έναν άντρα που δεν ξέρει αν μπορεί να εμπιστευτεί. Άραγε θα ισχύσει η παροιμία «από αγκάθι βγαίνει ρόδο κι από ρόδο βγαίνει αγκάθι» ή μήπως «το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά θα πέσει»;
Η συγγραφέας
Η Daphne du Maurier έχει γράψει ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα, που κρατάει τον αναγνώστη σε αγωνία από την αρχή μέχρι το τέλος. Η «Ταβέρνα της Τζαμάικας», ένα βιβλίο που διαδραματίζεται το 1800 κι έγινε ταινία από τον Alfred Hitchcock, με μεγάλη μάλιστα επιτυχία, είναι ένα θρίλερ εποχής που διαβάζεται απνευστί. Από την πρώτη κιόλας σελίδα, το μυστήριο εισβάλλει στο μυαλό του αναγνώστη. Οι περιγραφές των χαρακτήρων είναι τόσο αληθινές ώστε επαληθεύεται η φράση που υποστηρίζει ότι κάθε άνθρωπος είναι ένας ολόκληρος κόσμος. Ήρωες ανθρώπινοι, με τα ελαττώματα και τις αδυναμίες τους, απαλλαγμένοι από μια στημένη τελειότητα, κάνουν τον αναγνώστη να ταυτίζεται μαζί τους. Οι περιγραφές των τοπίων είναι τόσο ζωντανές που νιώθουμε την υγρασία και το κρύο να μας τυλίγει. Μας μεταφέρει στο παρελθόν, παρουσιάζοντας με μεγάλη επιτυχία τη νοοτροπία και τις αντιλήψεις των κατοίκων της εποχής. Τότε που η θέση της γυναίκας ήταν υποδεέστερη, οι άντρες ήταν οι άρχοντες της περιοχής και η θρησκεία όριζε σε τέτοιο βαθμό τη ζωή των ανθρώπων που τους έκανε να μοιάζουν με άβουλους αμνούς. Η Daphne du Maurier καταπιάνεται με προβλήματα διαχρονικά και μας κάνει να καταλάβουμε ότι μπορεί στη σύγχρονη εποχή οι άμαξες να έχουν αντικατασταθεί από αυτοκίνητα, ωστόσο κάποια προβλήματα παραμένουν ανοιχτά, όπως η κοινωνική αδικία και ανισότητα, η άμετρη απληστία αλλά και το γεγονός ότι πίσω από θέσεις ισχύος κρύβονται άνθρωποι αδίστακτοι, σίγουροι πως τα αξιώματά τους τους καθιστούν πρόσωπα υπεράνω υποψίας.
Τα σημεία του καιρού, η εγκατάλειψη που κυριαρχεί σε κάθε χώρο της ταβέρνας, τα ομιχλώδη έρημα τοπία, η υγρασία και οι βάλτοι, τα απειλητικά βράχια που ετοιμάζονται να ζωντανέψουν και να επιτεθούν, ο άνεμος που σφυρίζει και μοιάζει με ουρλιαχτό δαιμόνων, συμβαδίζουν με τον κίνδυνο που ελλοχεύει σε κάθε γωνιά και τον τρόμο που φωλιάζει συνεχώς στην καρδιά της πρωταγωνίστριας. Η συγγραφέας επιτυγχάνει με αριστοτεχνικό τρόπο, γλώσσα απλή, ζωντανές περιγραφές και παραστατικές μεταφορές, να καταδείξει πως ο φόβος, όταν κυριαρχεί στη ζωή μας, μας κάνει να βλέπουμε τα πάντα γύρω σαν απειλή, σαν φαντάσματα που ζωντανεύουν, έτοιμα να μας περικυκλώσουν. Γινόμαστε σαν ένα παιδί που φοβάται το σκοτάδι, διότι δεν ξέρει τι το περιμένει στην κάθε γωνιά. Μόλις όμως ο κίνδυνος περάσει, μόλις ανάψουμε το φως, τα πάντα αποκτούν την κανονική μορφή τους, δίχως να φαντάζουν πια απειλητικά. Όπως σημειώνει η Daphne du Maurier στο βιβλίο της:
ένιωθε τώρα ότι αυτό που περίμενε και φοβόταν πάντα ήταν η Ταβέρνα της Τζαμάικας. Οι τοίχοι που έσταζαν υγρασία, οι ψίθυροι που πλανιόνταν και τα βήματα που δεν είχαν πρόσωπο, αυτά όλα ήταν το σήμα κινδύνου ενός σπιτιού που ένιωθε να απειλείται εδώ και πολύ καιρό.
Όταν η Μαίρη φτάσει στην άκρη του νήματος, όταν αντικρύσει τον φόβο κατάματα και ανακαλύψει ότι η παγωνιά και η υγρασία των βάλτων δεν είναι τίποτα μπροστά στην παγωνιά που κρύβεται στις ψυχές των αδίστακτων ατόμων, θα πρέπει να πατήσει γερά στα δυο της πόδια, ώστε να κρατήσει την ισορροπία της και να μην πέσει στο κενό. Και όταν διαπιστώσει ότι τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται, όταν η μοναδική ελπίδα σωτηρίας της εξαφανιστεί και ανακαλύψει ότι ο διάβολος ντύνεται Θεός για να πετύχει τους στόχους του, τότε μόνο ένα πραγματικό θαύμα κι ένας έκπτωτος άγγελος που παλεύει μέσα του να αλλάξει ζωή θα καταφέρει να τη σώσει. Η υγρασία όμως και οι βάλτοι της περιοχής δημιουργούν ομίχλη που καλύπτει τα πάντα. Μια ομίχλη που μπορεί να είναι σύμμαχός, αλλά μπορεί κι εχθρός. Θα μπορέσουν, άραγε, να τη βρουν καθώς το πέπλο της θα την τυλίγει ή θα δώσουν το μοιραίο χτύπημα στον λάθος άνθρωπο;
Η Ταβέρνα της Τζαμάικας, της Daphne Du Maurier
Μετάφραση: Άννα Παπασταύρου
Εκδόσεις Παπαδόπουλος, 2017
σελ. 352