Η Θεία από το Σικάγο και το κακό συναπάντημα
Όποιος ζει στην Ελλάδα του 2012, βρίσκεται σε παραγωγική ηλικία και δεν έχει συλλογιστεί, έστω και μία φορά, να μαζέψει τα μπογαλάκια του και να πάει σε άλλες πολιτείες ή δεν έχει κάποιον συγγενή, φίλο και γνωστό, που δεν βρίσκεται ήδη στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα τότε… είτε είναι απίστευτα τυχερός και ευλογημένος, είτε ζει στην σφαίρα του φανταστικού παρέα με λύκους και αρκούδες.
Το έργο το έχουμε ξαναδεί… Αν όχι η νέα γενιά, το γενεαλογικό της δέντρο σίγουρα. Το πρώτο κύμα της νεοελληνικής μετανάστευσης έλαβε χώρα περίπου την περίοδο 1890-1920, ακολούθησε το δεύτερο στις δεκαετίες του 60’ και 70’ και εμείς βρισκόμαστε στην δυσάρεστη θέση να βιώνουμε το τρίτο και φαρμακερό. Αν εξαιρέσουμε τις χρονολογικές αποκλίσεις των τριών φάσεων, οι βασικές παράμετροι του έργου δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερες διαφορές. Ανεργία και πολιτικό χάος οδηγούν έναν αξιοσημείωτο αριθμό Ελλήνων πολιτών στην Αμερική, στην Αυστραλία, στον Καναδά και στην Γερμανία, ως επί το πλείστον, προς αναζήτηση ενός ευπρεπέστερου βίου.
Και επειδή η τέχνη μιμείται τη ζωή και τανάπαλιν, ο ελληνικός κινηματογράφος από τη δεκαετία του 50’ περίπου και μετά, πραγματεύεται συχνά το προφίλ του ξενιτεμένου πατριώτη, πασπαλίζοντας το ως επί το πλείστον με αρκετή χρυσόσκονη, έτσι ώστε να εξυπηρετεί την βασική ανάγκη της εποχής, δηλαδή τη φυγή – έστω και πλασματική- από την κοινωνική πραγματικότητα (βλέπε: τα επακόλουθα δύο παγκοσμίων πολέμων, ενός εμφυλίου, ενός πολιτικού πανδαιμόνιου κτλ κτλ… ) Και φυσικά δεν πρέπει να ξεχνάμε τον πρωταγωνιστικό ρόλο της λογοκρισίας, τόσο στο κινηματογραφικό μασκάρεμα του ξενιτεμένου, όσο και στην γενικότερη εξέλιξη της τέχνης στην μεταπολεμική Ελλάδα.
Δεν νομίζω να υπάρχει Έλληνας άνω των 10 ετών, που να μην έχει παρακολουθήσει έστω και μία φορά την ξεκαρδιστική κωμωδία «Η Θεία από το Σικάγο» (1957), με την Γεωργία Βασιλειάδου στον ομώνυμο ρόλο, να επιφέρει κοσμοϊστορικές αλλαγές στην συντηρητική οικογένεια του στρατηγού αδελφού της (Ορέστη Μακρή), όπου κυριολεκτικά χαζεύεις παρακολουθώντας τις σεμνές και ταπεινές θυγατέρες του, να μεταμορφώνονται εν μία νυκτί σε ιέρειες του rock’n’roll… Και φυσικά η Θεία από το Σικάγο μπορεί να είναι το πιο γνώριμο κινηματογραφικό προφίλ ξενιτεμένου αλλά δεν είναι το μοναδικό… Οπότε αν θέλεις να δεις παρόμοιες εικόνες του Έλληνα μετανάστη από τη δεκαετία του 40΄ και του 50’, ψάξε να βρεις ταινίες όπως η «Διπλή Θυσία» (1945), «Εκατό Χιλιάδες Λίρες» (1948), «Ένα βότσαλο στη Λίμνη» (1952), «Δολάρια και όνειρα» (1956), «Ο Φανούρης και το Σόι του» (1957), «Το Αμαξάκι» (1957), «Αδέκαροι ερωτευμένοι» (1958), «Γαμήλιες περιπέτειες» (1959), «Ένας Έλληνας στο Παρίσι» (1959)… Το ονειρικό της υπόθεσης στις παραπάνω ταινίες είναι πως άπαντες επιστρέφουν από τα ξένα ευκατάστατοι… είτε το έργο είναι κωμωδία, είτε είναι μελόδραμα, είτε πρόκειται για άνδρες μετανάστες, είτε για γυναίκες, είτε απεικονίζονται οι ίδιοι οι μετανάστες, είτε τα παιδιά τους, είτε έρχονται από την Αμερική, την Αυστραλία ή την Νότια Αφρική… ευτυχισμένοι μπορεί να μην είναι αλλά το οικονομικό τους πρόβλημα το έχουν λυμένο και ο συντηρητισμός της ελληνικής κοινωνίας απλά δεν τους αγγίζει.
Το αμερικάνικο όνειρο πρωταγωνιστεί σε πολλές ταινίες –κυρίως κωμωδίες- το διάστημα μεταξύ 1960-1974… «Ποια είναι η Μαργαρίτα» (1961), «Ο ταξιτζής» (1962), «Κάλλιο πέντε και στο χέρι» (1965) «Ο ανιψιός μου ο Μανώλης» (1963), «Κορίτσια για φίλημα» (1965), «Τζένη Τζένη» (1966), «Ένα καράβι Παπαδόπουλοι» (1966), «Η κόρη μου η ψεύτρα» (1967), «Η Παριζιάνα» (1969), «Ο άνθρωπος που γύρισε από τα πιάτα» (1969), «Ο γόης» (1969), «Ο Ξεροκέφαλος» (1970), «Ο Αρχιψεύταρος» (1971)… Το παράδειγμα του Ελληνοαμερικανού μετανάστη ακολουθεί αυτό του Ελληνοαφρικανού μετανάστη με αποκορύφωμα την ταινία «Ο άνθρωπος που γύρισε από τη ζέστη» (1972) με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα.
Ίσως η μοναδική εξαίρεση στο ωραιοποιημένο προφίλ του εύπορου Έλληνα μετανάστη από την Αμερική βρίσκεται στο σενάριο της ταινίας «Ο Μετανάστης» (1965) του Νέστορα Μάτσα, βασισμένο στο έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «ο Αμερικάνος». Εδώ, ο νεαρός (Αλέκος Αλεξανδράκης) εξ Αμερικής επιστρέφει στην Ελλάδα άρρωστος και με ελάχιστες οικονομίες, τις οποίες αναγκάζεται να ξοδέψει για να παντρέψει τις αδελφές του, όπου στο τέλος πεθαίνει στο γάμο της μικρότερης.
Αν επιθυμείς να πας στη Γερμανία για να βρεις την τύχη σου, οφείλω να σου πω, ότι οι Έλληνες σκηνοθέτες του Παλιού Ελληνικού Κινηματογράφου για κάποιον λόγο έχουν συνδέσει την εικόνα του Έλληνα μετανάστη στη Γερμανία με αυτή του φτωχού και κατατρεγμένου εργάτη, που πρωταγωνιστεί στα μελοδράματα τύπου Νίκος Ξανθόπουλος. Παραδείγματα υπάρχουν αρκετά: «Είναι σκληρός ο χωρισμός» (1963), «Οι εχθροί» (1965), «Χωρισμός» (1965), «Οι νέοι θέλουν να ζήσουν» (1965), «Η κοινωνία μας αδίκησε» (1967), «Καρδία που λύγισε από τον πόνο» (1968), «Ένας Άνδρας με Συνείδηση» (1969).
Και ερχόμαστε σε δύο ταινίες που σηματοδότησαν το πέρασμα στον Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο (κινηματογραφικά έργα που δημιουργήθηκαν όχι προς ψυχαγωγία και εμπορική κατανάλωση αλλά ως εκφράσεις κοινωνικών, πολιτικών και καλλιτεχνικών προβληματισμών), το «Μέχρι το Πλοίο» (1966) του Αλέξη Δαμιανού, όπου προβάλλονται οι συναισθηματικές και κοινωνικές συνθήκες που βιώνει ο εν δυνάμει μετανάστης πριν την αναχώρησή του στην Αυστραλία και η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Θεόδωρου Αγγελόπουλου, «Αναπαράσταση» (1970), όπου ο σκηνοθέτης πραγματεύεται την επιστροφή του μετανάστη στο χωριό και την οικογένειά του.
Οφείλω να σε προειδοποιήσω, ότι αν θέλεις να μετακομίσεις στο εξωτερικό και δη στη Γερμανία, η «Αναπαράσταση» δεν αποτελεί την καλύτερη επιλογή ταινίας για σένα. Τόσο ο Δαμιανός όσο και ο Αγγελόπουλος προσπαθούν να προβάλλουν τις ρεαλιστικές κοινωνικές διαστάσεις του φαινομένου της μετανάστευσης και τις συναισθηματικές καταστάσεις τόσο των ανθρώπων που φεύγουν, όσο και αυτών που αφήνουν πίσω τους… οι οποίες, να σημειώσω, δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικές.
Με το τέλος της δικτατορίας οι συνθήκες στον ελληνικό κινηματογράφο αλλάζουν και μαζί με αυτές και η κινηματογραφική εικόνα του Έλληνα μετανάστη. Το προφίλ του πλούσιου και προοδευτικού Έλληνα εξ Αμερικής, που λύνει τα προβλήματα φίλων και συγγενών πίσω στην πατρίδα, ως ο από μηχανής θεός, έχει πολυφορεθεί την προηγούμενη δεκαετία και δεν αναπαράγεται πλέον. Αφενός, οι κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές δίνουν την ευκαιρία στους σκηνοθέτες να μιμηθούν το παράδειγμα του Αγγελόπουλου και να δημιουργήσουν ρεαλιστικότερες εικόνες, αφετέρου όμως τα κινηματογραφικά παραδείγματα του Έλληνα μετανάστη σε μεγάλου μήκους ταινίες μειώνονται στο ελάχιστο και αναφέρονται κυρίως σε άτομα που έφυγαν είτε στη Γερμανία, είτε στη Γαλλία κατά τη διάρκεια της δικτατορίας.
Δύο κορυφαία παραδείγματα την περίοδο μετά την μεταπολίτευση, αποτελούν το «Τοπίο στην ομίχλη» (1988) του Αγγελόπουλου και «Η φωτογραφία» (1986) του Νίκου Παπατάκη, ο οποίος τιμήθηκε ως ο σημαντικότερος σκηνοθέτης της διασποράς. Προς απογοήτευση αυτών που επιθυμούν να αποδημήσουν όμως, το αίσθημα που σου μένει στους τίτλους τέλους χαρακτηρίζεται μάλλον ως αποκαρδιωτικό. Στο «Τοπίο στην ομίχλη» ο σκηνοθέτης εξιστορεί την περιπέτεια δύο μικρών παιδιών που ξεκινούν ένα ταξίδι με το τρένο σε μία Ελλάδα καταθλιπτική και μουντή, με σκοπό να βρουν τον πατέρα τους, που είναι μετανάστης στη Γερμανία. Ίσως είναι και η μοναδική φορά, που κάποιος σκηνοθέτης καταπιάνεται με την πραγματικότητα των μικρών παιδιών, των οποίων ο ένας ή και οι δύο γονείς έφυγαν μετανάστες λόγω οικονομικών δυσχερειών. «Η Φωτογραφία» προβάλλει τις διαστάσεις της μοναξιάς ενός μεσήλικα μετανάστη και το αδιέξοδο ενός νεαρού μετανάστη στη Γαλλία (που αναγκάζεται να αφήσει την Ελλάδα, λόγω βεβαρημένου ιστορικού του πατέρα του, που ήταν κομμουνιστής) καθώς και την εύθραυστη σχέση, που χτίζεται μεταξύ τους λόγω της κοινωνικής τους απομόνωσης, με θεμέλια βάση μια φωτογραφία.
Και εδώ να σημειώσω, ότι η παροιμία «μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα» είναι μάλλον καίρια, γιατί μπορεί τα κινηματογραφικά πορτρέτα των Ελλήνων μεταναστών σε αυτές τις ταινίες να μην χαρακτηρίζονται εμψυχωτικά αλλά και οι εικόνες της Ελλάδας που αφήνουν ή άφησαν πίσω τους είναι μίζερες και αποπνιχτικές. Έψαξα να βρω κινηματογραφικές αναπαραστάσεις του Έλληνα μετανάστη ως το 1990, κυρίως γιατί μετά ακολουθούν παραδείγματα ταινιών, που προβάλλουν τα σοβαρά προβλήματα των ανθρώπων που έρχονται στην Ελλάδα, ως μετανάστες από την ανατολική Ευρώπη, αφότου η χώρα μας έγινε τόπος υποδοχής για πολλούς ανθρώπους, πριν την τωρινή οικονομική κρίση. Φαντάζομαι, ότι το σημερινό φαινόμενο της μαζικής φυγής των Ελλήνων στα ξένα θα αρχίσει να προβάλλεται ξανά στις κινηματογραφικές αίθουσες. Μένει μόνο να δούμε τον τρόπο. Παραθέτω το μήνυμα της ταινίας «Η Φωτογραφία» μέσα από τα λόγια του νεαρού μετανάστη, όταν επιστρέφει στην πατρίδα του, ως αυτό που εντυπώθηκε μέσα μου: «Μακάρι η πράξη μου αυτή, να κάνει να συλλογιστούν όλους αυτούς που στον κόσμο εγκαταλείπουν τις πατρίδες τους, για πεπρωμένα που δεν είναι τα δικά τους, κυνηγώντας τα διαρκώς […] χωρίς ποτέ να καταφέρουν να τα φτάσουν».
(Δεν αναφέρομαι στις ταινίες που πραγματεύονται πρόσφυγες και πολιτικούς εξόριστους, όπως επίσης δεν περιλαμβάνονται οι ταινίες μικρού μήκους και τα ντοκιμαντέρ).
Content Sources
- Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, 2006 «Σε ξένο τόπο: Η μετανάστευση στον ελληνικό κινηματογράφο (1959-2006)»
- Γιάννης Κονταξόπουλος, «Νίκος Παπατάκης»
- «Η μετανάστευση στον κινηματογράφο», (επιμέλεια) Φωτεινή Τομαή – Κωνσταντοπούλου
- Χρυσάνθη Σωτηροπούλου «Η διασπορά στον ελληνικό κινηματογράφο, επιδράσεις και επιρροές στη θεματολογική εξέλιξη των ταινιών της περιόδου 1945-1986)»
- Γιάννης Σολδάτος, «Αλέξης Δαμιανός»
- «Θεόδωρος Αγγελόπουλος» (επιμέλεια) Ειρήνη Στάθη
- ΦΩΤΟ: http://www.onassis.gr/onassis-magazine/issue-55/contemporary-cinema