Ida
Ο Πάβελ Παβλικόφσκι γυρίζει για πρώτη φορά ταινία στην γενέτειρα του, την Πολωνία, και αποπειράται να ρίξει ένα διεισδυτικό βλέμμα στα πολλαπλά στρώματα των παρελθοντικών τραυμάτων. Οι ιστορικές ανοιχτές πληγές, ο πόνος, τα ανείπωτα μυστικά και ψέματα. Η αναγκαιότητα να συγχρωτιστούν και να συμβιώσουν αυτοί που πρόδωσαν και αυτοί που προδόθηκαν. Η αμνησία και η εθελοτυφλία γίνονται πυλώνες της νέας ζωής, της νέας αρχής. Οι αντιφάσεις κυριαρχούν σε μία χώρα που εντάχθηκε μάλλον πιο απρόθυμα από οποιαδήποτε άλλη στο ανατολικό μπλοκ και της οποίας οι κάτοικοι δεν έπαψαν να είναι δέσμιοι κι εξαρτημένοι από τη θρησκεία. Ο Παβλικόφσκι δεν έχει καμία πρεμούρα κι ανάγκη να μας μιλήσει με λόγια. Θα μας μιλήσει με εικόνες. Με εικόνες ατόφια και γνήσια κινηματογραφικές, χωρίς όμως διάθεση κατάχρησης ή επιδειξιμανίας.
Τέχνασμα πρώτο. Φιλοτεχνεί ένα βαθύ πορτρέτο της Ίντα που από την πρώτη κιόλας στιγμή μοιάζει οπτικά με πίνακα. Κάτι μεταξύ του «Πορτρέτου μιας γυναίκας» του Ροχίρ Φαν ντερ Βάιντεν και του «Κοριτσιού με το μαργαριταρένιο σκουλαρίκι» του Γιοχάνες Φερμίιρ (και όχι Βερμέερ, όπως τείνουμε να προφέρουμε τον μεγάλο Ολλανδό ζωγράφο στην Ελλάδα). Η Ίντα μετατρέπεται σε μία vera icon της λήθης και της λύπης. Τέχνασμα δεύτερο. Οι ήρωες της ταινίας του είναι βουτηγμένοι σε ένα κόσμο σύνθετων και καθηλωτικών ασπρόμαυρων αποχρώσεων. Ο Παβλικόφσκι παίζει τόσο έντεχνα με το φως, τις σκιές και τα σμιλεύματα μεταξύ άσπρου και μαύρου που μετατρέπει την αχρωμία σε πολυχρωμία. Μία μόνιμη ομίχλη ακολουθεί κάθε άνθρωπο που εμφανίζεται στην οθόνη, ακόμη και στους εσωτερικούς χώρους. Σαν να έχει απλωθεί ένα γκρίζο φορτίο πάνω από όλα τα κεφάλια. Οι άνθρωποι είναι σκυθρωποί και δυσκίνητοι, δεν μπορούν να αντικρίσουν τον ουρανό και το φως. Πρέπει να ξεχάσουν για να ζήσουν και για να ξεχάσουν, είναι αναγκασμένοι σχεδόν να μην ζουν. Τέχνασμα τρίτο. Οι ήχοι. Όλων των ειδών οι ήχοι. Οι υπέροχες τζαζ μελωδίες του Τζον Κολτρέιν που αποτυπώνουν την εσωτερική μάχη μεταξύ πειθαρχίας και επιθυμίας, καθώς και την ανάγκη των νιάτων να ξεφύγουν από τα υπαγορευμένα και να βαδίσουν προς τα απαγορευμένα. Οι μελωδίες του Μπαχ και του Μότσαρτ που τάχα καμουφλάρουν τη θλίψη, εντείνοντάς την. Τα κόκαλα που τρίζουν μέσα σε μαντήλια και τα μαχαιροπήρουνα που κόβουν τη μοναστηριακή σιωπή σε κομμάτια.
Η Ίντα είναι μια ύπαρξη χαμένη στον Χρόνο, στην Ιστορία και στον Πόνο. Δεν έχει παρελθόν, έχει ένα παρόν που μοιάζει αιώνιο και ατέρμονο και εύλογα, δεν έχει κάποιο μέλλον. Μοιάζει με τη χώρα της, μοιάζει να μας λέει ο Παβλικόφσκι. Έχει νέα ταυτότητα, η οποία δεν θα είναι ποτέ δική της γιατί θα είναι ψεύτικη. Η Ίντα θα αντισταθεί προσπαθώντας να αρπάξει λίγη ζωή και να βρει τη δική της θέση στον κόσμο, αλλά απ’ ότι φαίνεται, ο κόσμος δεν έχει εν τέλει φυλάξει κάποια θέση για ανθρώπους σαν κι αυτή. Είναι ένα άκακο φάντασμα που περπατά και αναπνέει. Και θα πορευτεί έτσι.
*Aναδημοσίευση από το cinedogs.gr, κινηματογραφικό συνεργάτη του Artcore magazine