Inherent Vice
Κάποιες ταινίες τις ερωτεύεσαι με την πρώτη ματιά. Ή τουλάχιστον, τις ερωτεύομαι εγώ με την πρώτη ματιά. Τα εναρκτήρια πλάνα τους διαστέλλουν τις κόρες μου. Ανασκουμπώνομαι στο κάθισμά μου. Κορδώνομαι και αδημονώ για τη συνέχεια. Γιατί με έχουν βυθίσει μονομιάς στο σύμπαν τους. Γιατί μου έχουν φανερώσει κάτι αδιόρατο, για το οποίο δεν υπάρχουν ακριβώς οι κατάλληλες λέξεις. Αυτό ακριβώς είχε συμβεί στην προηγούμενη ταινία του Πολ Τόμας Άντερσον, το The Master. Η εκκίνησή του. Με τους σακατεμένους ψυχολογικά άνδρες στην παραλία. Με το μουσικό μοτίβο να με διεγείρει και να με ενοχλεί ταυτόχρονα. Με το τσακισμένο πρόσωπο του Χοακίν Φίνιξ. Με το κλίμα μιας αδιευκρίνιστης παράνοιας.
Η ιστορία επαναλαμβάνεται, καθ’ όπως λένε, και τα πρώτα λεπτά του Inherent Vice είναι σκέτος έρωτας. Βρώμικος και τρυφερός συγχρόνως. Μια συνάντηση παλιών εραστών. Ένα παρελθόν όμορφο και στενάχωρο που είναι αναγκασμένο να ζήσει στο μέλλον. Ένα παρόν που στην ουσία δεν υφίσταται, ξεγλιστρά από τα χέρια. Μια κεφάτη θλίψη. Ο Χόακιν Φίνιξ και πάλι. Το κουβάρι μιας, γεμάτης παράνοια, ιστορίας ξετυλίγεται. Όταν μάλιστα πέφτουν οι τίτλοι έναρξης και το Vitamic C των CAN ρίχνει τα πρώτα του παραπονεμένα φωνητικά, το ήξερα πως πλέον άνηκα ολοκληρωτικά στην ταινία. This movie is living in and out of tune, που λέει και το άσμα.
Ο Ντοκ Σπορτέλο είναι ένας (ο θεός να τον κάνει) ιδιωτικός ντετέκτιβ. Η πρώην του θα τον εμπλέξει σε μία θεοπάλαβη ιστορία, στην οποία διαπλέκονται όλοι οι μουρλοί ενός κόσμου που βρίσκεται στον επιθανάτιο ρόγχο του. Νεοναζί συμμορίες που προστατεύουν ένα Εβραίο μεγιστάνα του κατασκευαστικού τομέα. Ένας σαξοφωνίστας που δουλεύει σε περίπου 8 ταμπλό ως undercover agent. Ένας διεστραμμένος τοκογλύφος που ξεκαθαρίζει τους λογαριασμούς του με ρόπαλα του μπέιζμπολ. Ξαναμμένοι οδοντίατροι που στήνουν ένα σκιώδες δίκτυο για λόγους φοροαποφυγής, αλλά μήπως εν τέλει αυτό το δίκτυο είναι κάτι πολύ πιο σκοτεινό; Ένας μπάτσος όλο σκληράδα κι ευαισθησία, που είναι λαμόγιο και φίλος ταυτόχρονα, που πρωταγωνιστεί σε σαχλές διαφημίσεις και χαρακτηρίζει τον εαυτό του με το επίθετο «αναγεννησιακός». Πόρνες, εισαγγελείς, FBI, κέντρα ψυχικής αποκατάστασης κι ατελείωτοι μαστούρηδες.
Καλώς ήρθατε στο Inherent Vice. Όπου τίποτα δεν βγάζει νόημα κι όλα συνδέονται με τρόπο τόσο άναρχο που πρέπει να ξεπεράσετε ακόμη και τη διεργασία των συνειρμών. Για το πρώτο στρώμα λογικής, του τύπου «ποιος κάνει τι και γιατί», δεν το συζητάμε. Κλειδώστε το στο σπίτι. Αν και σας υπόσχομαι πως δεν θα δυσκολευτείτε να το αποχωριστείτε. Η ταινία αυτή, εφόσον της δοθείς άφοβα και άδολα, είναι μια ψυχεδελική παραίσθηση. Είναι τριπάρισμα, όπου το πάνω, το κάτω, το μπρος και το πίσω, αποκτούν νέα υφή. Η ταινία αυτή σε ταΐζει ναρκωτικά από τα μάτια.
Για να το θέσουμε απλά, ο Πολ Τόμας Άντερσον τραβά τη βαλίτσα πάρα πολύ μακριά. Βουτά στη χοάνη του σινεμά. Ανέκαθεν κατόρθωνε στις ταινίες του να χωρέσει ωκεανούς μέσα σε μπουκάλια, αλλά εδώ το παρακάνει. Με την όσο πιο καλή έννοια μπορεί να νοηθεί αυτό το ρήμα. Μπορεί να ειπωθεί πως το Inherent Vice είναι μια μελαγχολική κηδεία σε μια ολόκληρη εποχή. Όντως, αλλά είναι κάτι περισσότερο από αυτό. Είναι ένας ιδιότυπος αποχαιρετισμός στα όπλα σε ένα συναίσθημα. Σε μία ψευδαισθησιακή φαντασίωση. Το τέλος ενός ανύπαρκτου κόσμου και οι απαρχές ενός ολότελα υπαρκτού. Η αίσθηση που σου μεταδίδει τρυπώνει τόσο βαθιά που θα ήταν αδύνατο να μην αποφύγει τον σκόπελο των “good old days”. Όχι απλώς τον αποφεύγει, είναι μίλια πιο βαθιά από εκεί που αυτός φυτρώνει.
Με ήρωες αδιανόητους, εξτραβαγκάν, σαλεμένους, τραβηγμένους όχι μόνο από τα μαλλιά, αλλά από κάθε τρίχα του κορμιού, συγχρόνως όμως οικείους και ξεκάθαρους μέσα στην τρέλα τους. Με μία πανέμορφη ερωτική ιστορία που δεν λαμβάνει καλά καλά τη χροιά του (έστω) subplot. Ο Άντερσον παίζει με τις ευαίσθητες χορδές μας χωρίς καλά καλά να το αντιληφθούμε. Με αστείες στιγμές που δεν φιλοδοξούν να σε κάνουν να γελάσεις, αλλά πιότερο να αναρωτηθείς πόσο φάλτσα αστείες ήταν, μέσα ένα κλίμα χάους. Με ένα κεντρικό ήρωα που σπάνια συναντά κανείς. Είναι αυθεντικά θλιμμένος και ολότελα χαμένος. Περιφέρει τη στεναχώρια του, τον αγώνα του για λίγο φως, χαμόγελο και δίκαιο, σε ένα κόσμο που δεν βγάζει κανένα νόημα. Αναρωτιέται αν αρμενίζει στραβά ο ίδιος, διότι ο γιαλός υποτίθεται πως δεν αρμενίζει ποτέ στραβά. Έτσι υποτίθεται, διότι όλο το σύμπαν κι οι άνθρωποι μαζί ενίοτε μοιάζουν να τσαλαβουτάνε σε κάτι συγκεχυμένο και θεόστραβο.
Ντοκ, πολύ σε αγαπήσαμε. Γιατί μας συγκίνησες με ένα τρόπο πέρα για πέρα αντισυμβατικό και ιδιόρρυθμο.
Σκηνοθεσία: Πολ Τόμας Άντερσον
Παίζουν: Χοακίν Φίνιξ, Τζος Μπρόλιν, Κάθριν Γουότερστον, Όουεν Γουίλσον
Διάρκεια: 148’
Μεταφρασμένος τίτλος: «Έμφυτο ελάττωμα»
*Aναδημοσίευση από το cinedogs.gr, κινηματογραφικό συνεργάτη του Artcore magazine