Θωμάς Λιούτας / About Author
Αποφοίτησε προσφάτως από την σχολή καλών τεχνών της Θεσσαλονίκης και προσπαθεί να ζωγραφίσει, να γράψει και να διαβάσει. Ο χρόνος θα δείξει αν θα καταφέρει κάποιο από τα τρία.
Παρόλο που το κίνημα του Νταντά στο ιδρυτικό του πλαίσιο αποποιείται κάθε έννοια καλλιτεχνίας και δομημένης παρουσίασης ιδεών, υιοθετώντας μία λογική αντί-τέχνης, υπάρχουν βασικά σημεία στα οποία μπορεί να ειδωθεί μια συγγένεια με τις ιδέες του Υπαρξισμού. Αναφερόμαστε στην επιθυμία της δόμησης μίας προσωπικής λογικής, κόντρα στο κατεστημένο της αρρωστημένης αστικής κοινωνίας που αιματοκύλησε την Ευρώπη με τον Α’ Π.Π.. Οι ενέργειες καλλιτεχνών, όπως ο Marcel Duchamp, που διάλεξαν ορισμένα αντικείμενα και τα «βάφτισαν» έργα τέχνης είναι μία άμεση οπτικοποίηση του Παραλόγου, όπως παρατηρείται στον Υπαρξισμό, η μάταιη, δηλαδή, προσπάθεια του ανθρώπου να αναζητήσει λογική και αξία στη ζωή του. Στην ουσία, ο ουρητήρας του Duchamp μπορεί να ερμηνευτεί ως μία παράλογη στάση που αντικατοπτρίζει/στοχοποιεί τον τρόπο με τον οποίο η κοινωνία θα δώσει τεράστια αξία σε ένα κομμάτι μάρμαρο, αν έχει σκαλιστεί από έναν γλύπτη, αλλά θα το ευτελίσει, αν είναι αντικείμενο βιομηχανικής παραγωγής που καλύπτει βασικότατες ανάγκες. Παράλληλα, πρόκειται για έναν εννοιολογικό προάγγελο της ρήσης του J.P. Sartre «Η ύπαρξη προϋπάρχει της ουσίας» (Matter precedes essence): ο άνθρωπος δεν κουβαλάει καμία προϋπάρχουσα έννοια αξίας, ταυτότητας ή φύσης – πρόκειται για μία σταδιακή διαδικασία που λαμβάνει χώρα μέσω της συνείδησής του. Αντίστοιχα, ο Duchamp επιλέγει ένα αντικείμενο κενό ουσίας και ταυτότητας προσφέροντάς του ακριβώς αυτό: την ουσία που έρχεται σε ακολουθία της ύπαρξής του.
Η θεματολογία των υπόλοιπων έργων της μεσοπολεμικής εικαστικής παραγωγής από εικαστικούς της Νέας Αντικειμενικότητας και του Μετά-Εξπρεσιονισμού υπήρξε παρόμοια, η μεγάλη έκρηξη όμως θα πραγματοποιηθεί στη Γαλλία, μετά τον Β’ Π.Π. Πρόκειται για την περίοδο που κυριαρχούν ιδέες φιλοσόφων, όπως των J.P. Sartre και Albert Camus, μία τάση που χάρισε καρπούς και στο εικαστικό κομμάτι των τεχνών. Κύριοι εκφραστές υπήρξαν ο Dubuffet, ο Wols και ο Fautrier, εικαστικοί της Art Informel με έδρα το Παρίσι που τότε βίωνε μία προσπάθεια αναγέννησης μετά την ολική καταστροφή του πολέμου. Στην πόλη του φωτός ευδοκίμησε η θεματολογία της αμφισβήτησης και της συνείδησης, ζητήματα απαραίτητα στο πλαίσιο της κοινωνικής ίασης που αποζητούσε έντονα η καλλιτεχνική κοινωνία.
Ο άνθρωπος είναι παρόν στο έργο τους· δεν προβάλλεται, όμως, ούτε με ωραιοποιημένο αλλά ούτε και με τον βίαιο τρόπο που χαρακτηρίζει έργα του Εξπρεσιονισμού και των παρακλαδιών του. Η εικόνα πλέον κυριαρχείται από αδρή ύλη που απλώνεται στον καμβά και ο καλλιτέχνης χαράζει, σκάβει, ανασύρει υφές και σχεδιάζει με τρόπο σχεδόν πρωτόγονο, μακριά από κάθε κοινωνικό εκλεπτυσμό. Η ειρωνεία είναι διάχυτη, με εικόνες-παρωδίες πορτρέτων και μακάβριες μαύρες μονοχρωμίες που χαρακτηρίζουν αυτήν τη νέα καλλιτεχνική παραγωγή. Το Παράλογο είναι εμφανές στην διακωμώδηση των πορτρέτων που δημιουργεί ο Dubuffet – μία κραυγή για τις άσκοπες πολυτέλειες της αστικής κοινωνίας και της εμμονής της για την απαθανάτιση του Εγώ.
Η υπαρξιστική αγωνία είναι διάχυτη στις κραυγάζουσες μοναχικές μορφές του Fautrier – συχνά βλέπουμε μόλις ένα κεφάλι που υπαινίσσεται την υπόλοιπη φιγούρα αλλά διατηρεί τη διαλυμένη συνείδηση. Στο ενδιάμεσο μεταξύ Εξπρεσιονισμού και Fautrier βρίσκεται ο Wols, με τη βία στη γραφή να ξεσκίζει τον καμβά και με τις αιθέριες μορφές του να υποδηλώνουν σαφέστατα τη μοναχική πορεία του ανθρώπου και του καλλιτέχνη, σε πλήρη συμφωνία με τη μοναχικότητα του Υπαρξισμού.
Η έντονη ενασχόληση με τα υπαρξιστικά ζητήματα συνεχίστηκε στο 2ο μισό του 20ού αιώνα, με δύο εικαστικούς που το όνομά τους έχει συνδεθεί με το ρεύμα του Υπαρξισμού όσο λίγα. Πρόκειται για τον Alberto Giacometti και τον Francis Bacon, που μοιράστηκαν πολλές ιδέες τόσο αισθητικά όσο και θεματολογικά. Ο άνθρωπος βρίσκεται στο επίκεντρο της καλλιτεχνικής τους παραγωγής, όχι όμως ως κάτι οικείο, αλλά ως κάτι ξένο και αδιάγνωστο.
Ως κοινό τεχνικό στοιχείο στο πλαίσιο της παραστατικής ζωγραφικής και γλυπτικής τέχνης των δύο καλλιτεχνών, παρατηρείται μία διάθεση παραμόρφωσης της φιγούρας, είτε μέσω της επιμήκους καθετότητας που εφάρμοζε συστηματικά ο Giacometti, είτε μέσω της διαστρεβλωμένης, σχεδόν τερατόμορφης σύνθεσης του Bacon· εγκαταλείπουν κάθετί πραγματικό και εστιάζουν στο εσώτερο, σε ζητήματα συνείδησης που αναδύονται μέσα από τις εικόνες και κυριαρχούν στο εικαστικό τους έργο.
Παρατηρώντας προσεχτικά τα όψιμα έργα του Giacometti, από τη δεκαετία του ‘40 και έπειτα, είναι εμφανές ότι εμμένει στην παραστατικότητα, ενώ παράλληλα αποποιείται οποιασδήποτε αφηγηματικότητας. Ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για ζωγραφική ή γλυπτική, οι μορφές του δεν προβάλλουν κοινωνικά ζητήματα – είναι εσωστρεφείς και στοχεύουν στο ατόφιο ζήτημα της ύπαρξής τους. Ακόμη και στις περιπτώσεις που η σύνθεση αποτελείται από δύο ή περισσότερες μορφές, είναι αξιοσημείωτο ότι υπάρχει παντελής έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ τους. Η κάθε μορφή παραμένει μόνη της, σαν να αγνοεί την ύπαρξη των άλλων, άμεση αναφορά στη μοναχικότητα της συνείδησης και της ηθικής που προτάσσει ο Υπαρξισμός.
Η μοναχικότητα που παρατηρείται στα έργα του Giacometti είναι ένα μοτίβο που βλέπουμε συχνά και στα έργο του Francis Bacon, ο οποίος παρουσιάζει επίσης ιδιαίτερο ενδιαφέρον ως καλλιτέχνης. Το πιο γνώριμο χαρακτηριστικό του έργου του είναι η παραμόρφωση των χαρακτήρων που απεικονίζει, μία παραμόρφωση που κυμαίνεται μεταξύ μίας αισθητικής που θυμίζει τα είδωλα ενός παραμορφωτικού καθρέπτη και μίας ωμής και βίαιης τερατομορφίας. Πρόκειται για έργα που εστιάζουν στο σύνολό τους στον άνθρωπο και τον απομονώνουν πλήρως από κάθε κοινωνικό ή φυσικό περιβάλλον. Για ακόμη μία φορά ο άνθρωπος είναι τραγικά μόνος του, αντιμέτωπος με την υπαρξιστική του αγωνία και τη συνείδησή του, έννοιες που αντικατοπτρίζονται στα έργα του μέσω των παραμορφώσεων που αμφισβητούν την επιδερμική όψη και συγκεντρώνονται στο εσωτερικό.
Ιδιαίτερη μνεία αξίζει το φόντο που επιλέγει ο Bacon για τα ζωγραφικά του έργα, το οποίο συχνά αποτελείται από μονόχρωμα πλακάτα και έντονα χρώματα – όχι μόνο από τους συνήθεις σκοτεινούς τόνους που επιλέγονταν για τέτοιες θεματολογίες. Το αποτέλεσμα δημιουργεί μία αλλόκοτη χρωματική ένταση σε αντίθεση με την λογική της Pop Art, που επιλέγει συχνά αυτήν την παλέτα ενδυναμώνοντας την αίσθηση απομόνωσης μεταξύ χαρακτήρα και περιβάλλοντος· ένα περιβάλλον σε πλήρη αρμονία με τη λογική του Υπαρξισμού που βλέπει τον άνθρωπο μόνο του στην κοινωνία, χωρίς ουσιαστική επαφή με τους γύρω του όσον αφορά βαθύτερα ζητήματα.
Οι παραπάνω εικαστικοί, αλλά και πολλοί άλλοι, εμπνεύστηκαν από τη Φιλοσοφία και σε πολλές περιπτώσεις εικονοποίησαν φιλοσοφικές ιδέες με μεστό τρόπο, γεγονός που οδήγησε στην ανάπτυξή τους σε επόμενο επίπεδο. Πρόκειται για μία σχέση οργανική η οποία ανέδειξε, τόσο στον κλάδο της Φιλοσοφίας όσο και στα Εικαστικά, μερικές από τις πιο σημαντικές φυσιογνωμίες του 20ού αιώνα, αποτελώντας λαμπρό παράδειγμα για τη συμπόρευση τέχνης και διανόησης. Πρόκειται για ένα κεφάλαιο της νεότερης Ιστορίας που μέχρι σήμερα επηρεάζει καλλιτέχνες και φιλοσόφους, μία πνευματική παρακαταθήκη που χαίρει μελέτης και αναστοχασμού, ώστε να προχωρήσουν περαιτέρω αυτές οι ιδέες.