Scroll Top

Art Outside the Core

Ιθαγενείς διαφημιστές και φρούτα πολλών ταχυτήτων: Μετα-αποικιοκρατικές βινιέτες από το Λονδίνο

feature_img__ithageneis-diafimistes-kai-frouta-pollon-taxititon-meta-apoikiokratikes-binietes-apo-to-londino
Ξέρετε πως αποκαλείται πλέον η αδυναμία των ανθρώπων να ζήσουν με τους κατώτατους μισθούς στην Ελλάδα του 2015; Μάλλον ξέρετε γιατί την έχουμε ενσωματώσει και εμείς οι ίδιοι ως ηλίθιοι, μετατρέποντας το αυτονότητο (και κεκτημένο με αίμα) δικαίωμά μας στην εργασία με ανθρώπινους όρους και ασφάλεια, σε ζήτημα φιλανθρωπίας: humanitarian issue (=ανθρωπιστικό ζήτημα), έτσι απεκάλεσε ο δημοσιογράφος του BBC Mark Lowen το ζήτημα του minimum wage, εκφράζοντας την ψευτοενοχική ευαισθησία του (πρώην δήθεν) αποικιοκράτη. Τα συμβόλαια μηδενικής αμοιβής στη χώρα του, (0 hours contracts) πώς τα αποκαλεί άραγε; Μαγικά; Γιατί αν έχεις τέτοια, και άνεργος δεν θεωρείσαι και να ζήσεις είναι αδύνατον: Φιλοσοφικόν παράδοξον της εποχής μας.

Αυτές οι μετα-αποικιοκιοκρατικές προοπτικές των διαφόρων elite με συναρπάζουν τελευταία. Ξέρετε πως αποκαλεί τους ερασιτέχνες bloggers που ασχολούνται με τη μόδα η ελίτ της βιομηχανίας της μόδας; ιθαγενείς διαφημιστές (native advertisers). Αυτοί είναι οι αποικιοκράτες που μας φέρνουν τις χάντρες και τα καθρεφτάκια τους και οι bloggers είναι προχώ ιθαγενείς που τα κάνουν δελεαστικά στους συγχωριανούς τους. Μεταμοντέρνα ειρωνία ή ασύστολη παραδοχή ρατσισμού;

Από την πρώτη μέρα που πάτησα το πόδι μου στην πόλη αυτή, πρίν δεκαπέντε σχεδόν χρόνια, συχνά συνόδευε την παράφωνη μελωδία της επιβίωσής μου ως μετρονόμος η ερώτηση, «γιατί είμαι εδώ»; 

Το ερώτημα δεν είναι ασύνδετο με άλλα εξίσου καίρια («ποιός είμαι;», «τι κάνω;», «από πού έρχομαι;») που σηματοδοτούν τη διαμόρφωση της αέναα ρευστής ταυτότητας του άλλου, του ξένου. Γιατί, τέτοιος είσαι σε μια ξένη χώρα, άλλο που και στη χώρα σου ξένος αισθανόσουν, ίσως και στο σπίτι σου… 

Ήρθα γιατί μου παρουσιάστηκε η ευκαιρία να φύγω (δύο υποτροφίες). Έφυγα γιατί αυτό κάνεις για να ενηλικιωθείς (προσωπικά, ακαδημαϊκά, επαγγελματικά…), γιατί φτάνεις κάποτε στην άκρη του κλαδιού που φιλοξενεί τη φωλιά σου και συνειδητοποιείς ότι υπάρχει κάτι άλλο εκεί έξω και τότε πρέπει να πηδήξεις. Θα ανοίξουν, αναγκαστικά, τα φτερά σου και θα πετάξεις, αλλά το αν θα γνωρίσεις τον ίλιγγο της μεταμόρφωσης ή την οδύνη της σύνθλιψης στο έδαφος της πραγματικότητας είναι ένα δευτερεύον ζήτημα. Όταν φτάσεις εκεί, αν δεν θέλεις από μόνος σου να απομακρυνθείς από την άκρη του κλαδιού, θα σε σπρώξουν άλλοι. Κι αν στην αρχή, η αίσθηση της δυνατότητας, η πιθανότητα της απόδρασης που γινόταν βεβαιότητα με έπεισαν οτι αυτό ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο, χρειάστηκε πολλή ώθηση για να αφήσω τη φωλιά μου, την ασφάλεια των κεκτημένων μου. Ήμουν ήδη 27. 

Και γίνομαι και πάλι ένας ξένος. Που πρέπει να μιλήσει σε μια γλώσσα που κατέχει αλλά δεν είναι ακόμη δική του. Να βρεί τη φωνή του, να συνεχίσει τη διαμόρφωση της ταυτότητάς του υπό το απίστευτο βάρος των στερεοτύπων που συναντάει καθημερινά: θα είναι ο ξερόλας ελληνάρας που τα βρίσκει όλα χάλια και τους ξένους βάρβαρους, αναζητώντας το τέλειο σουβλάκι στις γειτονιές της παροικίας; o Ευρωπαίος (from the Continent), o Ηπειρώτης δηλαδή, με ανεπτυγμένη την αίσθηση της καλαισθησίας και τις ρίζες στο ζηλευτό προγονικό του μεγαλείο; Ο κατέχων την αγγλικήν αλλά μη διαθέτων την αγγλικήν προφοράν, εξού και εξ ορισμού προϊόν μια παιδείας κατώτερης των ιδιωτικών σχολείων της διεθνούς ελίτ; O ερωτώμενος αν είναι Ιταλός, Ιρλανδός, Γάλλος, Ρώσος, o από που είναι τέλος πάντων, ποια ταμπέλα να του δώσουμε; ο Έλληνας ή o Greek, o Γραικός; (το Ρωμιός να μην το συζητήσουμε καλύτερα… ) 

Ήμουν ξαφνικά κάτι το exotique, ανάμεσα βεβαίως σε άλλα φρούτα, από όλα τα σημεία του πλανήτη, που κουβαλούσαν κι αυτά το δικό τους μερίδιο στην ιστορία, τη δική τους πολύμορφη σχέση με τη μητρόπολη. Δέχτηκα λοιπόν, αναγκαστικά, τη συνθήκη του άλλου που φεύγει από μια θολή περιφέρεια προς το λαμπρό κέντρο. Και την απαξίωση αυτού που αφήνει πίσω του. Ένα πανεπιστήμιο που δεν είναι διάσημο, μια πόλη με μεγάλη ιστορία αλλά μέτριο παρόν και αμφίβολο μέλλον, μια πατρίδα που δεν είναι πάντα φιλόξενη ούτε για τα παιδιά της, αλλά αυτήν είχα και καμία εναλλακτική. Και πήγα εκεί οπού όλοι με συμβούλευσαν να πάω, ενσωματώνοντας την απαξίωση αυτού που αντιπροσώπευαν οι ίδιοι («τι να κάτσεις να κάνεις εδώ;… εκεί να πάς, είναι το καλύτερο…»).

Εγώ το αγαπούσα το πανεπίστήμιό μου, και τους καθηγητές μου ακόμη πιο πολύ. Tους σεβόμουν και τους εξιδανίκευα, δεν ήθελα να βλέπω τις ανθρώπινες αδυναμίες, το τέλμα, την απογοήτευσή τους, την πίκρα τους, την αυτοϋπονόμευσή τους, δεν το άντεχα γιατί είχα ανάγκη να χτίσω τη δική μου ταυτότητα, και με υλικά κατεδάφισης δεν χτίζεται τίποτα στέρεο. Ήμουν αφελής, ρομαντικός, τεχνητώς πεπαλαιωμένος, ντιλετάντης, εκκεντρικός, αντιδραστικός, αλλά εξ ανάγκης…

Δεν ήξερα πολλά από τη ζωή, αφηνόμουν να με σμιλεύσουν αυτοί που αγάπησα. Και δεν το έχω μετανοιώσει. Εγώ τους επέλεξα. 

Αυτοί λοιπόν αποφάσισαν ότι το καλύτερο (από τους ίδιους) είναι το Κουρτώ (Courtauld Institute of Art, University of London ή αλλιώς CIA). 

Είναι για τον κόσμο της τέχνης, κάτι σαν τα πανεπιστήμια της Αμερικής που βγάζουν τους αυριανούς ηγέτες του κόσμου, θα καταλάβετε στη συνέχεια γιατί το λέω… Απορρίπτοντας την Οξφόρδη και το Warburg (βλ. παρακάτω) τα οποία με είχαν δεχτεί, κίνησα για την πρωτεύουσα και το μεγαλείο του Κουρτώ.

Εκεί υπήρχαν πολλά και διάφορα φρούτα, αλλά όχι και πολύ εξωτικά (μία μαύρη κοπέλα μόνο έβλεπα επί τέσσερα χρόνια, την Εrica, από το LA, την οποία συνόδευε η φήμη ότι «δεν ήταν πρώτης ευφυίας»)(!). ‘Η πιο σωστά, ακόμη και τα εξωτικά φρούτα αντιπροσώπευαν μια ειδικού βάρους μειονότητα, που δεν ήταν μειονότητα αλλά elite. Aυτή την αίσθηση την καλλιεργούσε το ίδιο το ίδρυμα, και η ιδρυματοποίηση αποσκοπούσε στο να αναπαράξει θεωρητικώς την αυριανή ακαδημαϊκή ελίτ, αλλά στην ουσία άλλες, πιο αποδοτικές: γκαλερίστες, συλλέκτες, πάτρονες, διευθυντές μουσείων, ολόκληρο το σύστημα. 

Γρήγορα αντιλήφθηκα ότι ήμασταν μια elite φρουτοσαλάτα μεν, αλλά από φρούτα διαφορετικών ταχυτήτων ωρίμανσης και ποικιλιών. Η πλειοψηφία ήταν γόνοι πλουσίων και καλλιεργημένων οικογενειών που είχαν ήδη σχέση με την τέχνη (ως έμποροι, συλλέκτες, πάτρονες=το μήλο κάτω απ’τη μηλιά, «η γιαγιά έχει στο χώλ έναν Ρενουάρ», κτλ.). Η μειοψηφία χωριζόταν σε δύο υποκατηγορίες: εκείνους που έρχονταν από καινούργια χρήματα (νεόπλουτους= «η μαμά, προχθές χτύπησε έναν Ρενουάρ για το σαλόνι σε δημοπρασία στη Νέα Υόρκη») χωρίς αναγκαστική και παλαιά σχέση με την τέχνη, που τους έστελναν οι γονείς τους να σπουδάσουν κάτι πολύ ακριβό, που θεωρούσαν μάλλον άχρηστο, αλλά με κύρος στους νέους τους κοινωνικούς κύκλους, κι εκείνους (την μειοψηφία, της μειοψηφίας) που ήταν εκεί με υποτροφίες, που ήρθαν με την πίστη του προσκυνητή στον ναό των Ιεροσολύμων για να εκπληρώσουν το τάμα των γερόντων του χωριού τους, όπως εγώ (= στο χωλ έχουμε πορτ-μαντώ και σκαμπώ και τηλέφωνο, (από μέσα μου αυτά) ό,τι έχει ο καθείς καλό είναι…) 

Όλοι αυτοί οι καρδινάλιοι, (χίλιοι ο καθένας, με τον αέρα του) σ’εκαναν άλλοτε να γελάς:

Bradley, Καναδός γιός πάμπλουτου γιατρού, πάσχων από ψευδαισθήσεις μεγαλείου): «Έχω μακρά πείρα στην αρχαιολογική έρευνα… έχω κάνει δύο μαθήματα στο προπτυχιακό μου (sic) (!)…») ή να κλαίς εσωτερικά από θυμό (όταν ο Bradley σου κάνει τράκα από τα πανάκριβα και μετρημένα τσιγάρα σου, γιατί θέλει να μειώσει το κάπνισμα…)

Συνέβη όμως και το εξής παράδοξο: αντί να απωλέσω την παλιά μου πίστη και να απεμπολήσω το ακαδημαϊκό μου παρελθόν για να προσηλυτιστώ από το καινούργιο, όταν πολύ συχνά γινόμουν μάρτυρας της ημιμάθειας, της έλλειψης βάθους στην ιστορική γνώση, της ατέλειας στην σφαιρικότητα της αντίληψης, της απειρίας των άλλων, συνέβαινε να αισθάνομαι όλο και πιο υπερήφανος για το ταπεινό μου πανεπιστήμιο, που κρίνει ότι πριν μάθεις Ιστορία της Τέχνης, πρέπει να μάθεις πολλά άλλα σπουδάζοντας Αρχαιολογία (αρχαία ελληνικά, λατινικά, ιστορία, φιλοσοφία, κοινωνική ανθρωπολογία, λαογραφία μεταξύ άλλων). Στο περίφημο αυτό ίδρυμα της μητρόπολης, μπορούσε κάποιος να πάρει τον τίτλο του Ιστορικού της Τέχνης σε 9 μήνες (μια εγκυμοσύνη δηλαδή), ακόμη κι αν οι προπτυχιακές του σπουδές ήταν στη Νομική, αρκεί να τις είχε κάνει σε πανεπιστήμιο-φίρμα. Εκεί επίσης, η πρόσβαση στη βιβλιοθήκη κοβόταν αυτομάτως, όταν το ΙΚΥ δεν είχε καταβάλει στην ώρα του τα δίδακτρα κι ο καθηγητής σου δεν καταδεχόταν να σου βγάλει μια κάρτα για να μπορείς να μελετήσεις: 

«Aναγκάστηκα να δανειστώ την σπουδαστική κάρτα της Jessica για να μπώ στην βιβλιοθήκη, ελπίζω να μην κοιτάξουν την φωτογραφία…»

«Καλή τύχη» 

Φρικιούσε η επιβλέπουσά μου στην Ελλάδα με όσα της έγραφα κατά καιρούς. Δεν μπορούσα να το χωνέψω ότι πλήρωνε το ελληνικό κράτος τέτοιους εμπορίσκους της γνώσης, για να καταρτίσει εμένα, ώστε να γυρίσω πίσω να δώσω τα φώτα μου στους ιθαγενείς συμπατριώτες μου. Και ότι αντί να γίνουμε εμείς καλύτεροι, συντηρούμε τον μύθο της ανωτερότητας του άλλου, αποδεχόμενοι την κατωτερότητά μας ως εξωτικοί ημιάγριοι.

Κι αν είχα πάει να σπουδάσω τα δικά μας τουρλουμπούκια (αρχαιότητες, βυζαντινά και τέτοια) θα είχα τύχει ίσως μεγαλύτερου σεβασμού (στην Αγγλία, και όχι αναγκαστικά στην πατρίδα μου.) Εγώ όμως, με το ζήλο του νεοφώτιστου, ήμουν εκεί για να σκαλίσω τα δικά τους, τα μεσαιωνικά τους μυστήρια, και δεν το είδαν με καλό μάτι. 

(«Να πάω στο συνέδριο; είναι ακριβώς αυτό που κάνω…»

 «Δεν ξέρω… αν αισθάνεσαι έτοιμος… θα έλεγα καλύτερα όχι…») 

(«Να κάνουμε μια εξέταση του χειρογράφου με ραδιοχρονολόγηση;»

 «Δε νομίζω ότι είναι η σωστή προσέγγιση…») 

Διάβασα και έμαθα πολλά επί τέσσερα συναπτά έτη, δεν το αρνούμαι, χάθηκα σε σπάνιες βιβλιοθήκες και μυθικά μέρη 

(το Warburg, The Society of AntiquariesThe Institute of Historical Research ), γνώρισα και εξαιρετικούς ανθρώπους που υπήρξαν γενναιόδωροι με τις γνώσεις και με συμβούλευσαν σωστά και με μεγάλη εκτίμηση όπως ο καθηγητής μου της Μεσαιωνικής αρχιτεκτονικής, ο Paul Crossley, αλλά έκανα και λάθος επιλογές, και έπρεπε να αντιμετωπίσω τις συνέπειες (να κόψω ταχύτητα, να στρίψω και να προσπεράσω)... 

Και να βρώ το θάρρος να διορθώνω όσους ενθουσιάζονται με το βιογραφικό μου γιατί ακούν το όνομα Courtauld λέγοντάς τους οτι θα έπρεπε να δείχνουν εξίσου σεβασμό και για το Aristotle University of Thessaloniki όπου έμαθα τα πρώτα μου γράμματα και ότι αυτά όχι μόνο ήταν πολύ περισσότερα αλλά αποδείχτηκαν και χρήσιμα, αφού ακόμη από αυτά ζώ).

Στο Κουρτώ είχα και συμμαθητές στα Advanced Latin, που πρόκοψαν, αν και δεν ήταν τόσο καλοί στα Λατινικά όπως εγώ. Είχαν όμως έπαυλη στην εξοχή (in the country), public school education και τη σωστή προφορά στη γλώσσα του νέου imperium. Ο ένας απ’ αυτούς συζητήθηκε πρόσφατα ως πιθανός διευθυντής της National Gallery. Μας τον πήρε όμως η Νέα Υόρκη και το Frick Collection (δεν το λέω αστειευόμενος, υπήρξε κάποιος θρήνος για την αιμορραγία ταλέντου από την Αγγλία στην Αμερική ). O άλλος, έγινε διευθυντής της National Portrait Gallery, αποδεχόμενος σημαντική περικοπή μισθού, όπως συζητείται κρυφοφανερά. Λέτε να είναι θέση με συμβόλαιο μηδενικής αμοιβής;

Φαντασθείτε πόσο πικρά γέλασα, όταν διάβασα σχόλιο αναγνώστη στην Guardian που χαιρέτιζε την επιλογή ως δείγμα αξιοκρατίας και δημοκρατικότητας της National Portrait Gallery, να επιλέξει τελικά έναν ταπεινό νέο, που ξεκίνησε από πολύ χαμηλά, δέκα χρόνια πριν, ως φύλακας σε απλήρωτη θέση (internship= έχω τον Θεό μπάρμπα + δεν χρειάζεται να δουλευω για να ζω), «δείχνοντας το δρόμο για τις τουαλέτες στους τουρίστες...»

Πάντως η διασύνδεσή του με το Ίδρυμα Prada (Fondazione Prada) φανερώνει τις υπόγειες διαδρομές μεταξύ των βιομηχανιών της τέχνης και της μόδας σε εποχές που πάσχουν και οι δύο να διατηρήσουν την πελατεία τους, κάνοντας ό,τι θεωρούν πιο συμφέρον. Λέτε να τον χρησιμοποιούν κι αυτόν ως ιθαγενή διαφημιστή και να μην το ξέρει καν;

1
Μοιράσου το