Just Mercy, του Destin Daniel Cretton
Με την αφήγηση τοποθετημένη στα τέλη της δεκαετίας του 1980, ο Cretton καταφέρνει ένα αυτόματο, απολύτως φυσικό, παιχνίδι με τον χρόνο: η Αλαμπάμα του 1987 μοιάζει βγαλμένη από τα μαύρα κατάστιχα της πρόσφατης αμερικανικής ιστορίας της κατάφωρης φυλετικής ανισότητας, θυμίζοντας δεκαετίες κατά τις οποίες ο ρατσισμός θέριευε κάθε μέρα και περισσότερο. Οι διαρκείς αναφορές στο “To Kill a Mockingbird“, το μνημειώδες λογοτεχνικό έργο της Harper Lee που γράφθηκε το 1960 και μεταφέρθηκε λίγο αργότερα στον κινηματογράφο από τον Robert Mulligan επιτελούν πολλαπλή λειτουργία: θυμίζουν πόσο απέχει η πραγματικότητα από την ηθικοπλαστική αποτύπωσή της στην τέχνη και κυρίως πόσο επίκαιροι -στην εποχή που εκτυλίσσεται η πλοκή της ταινίας αλλά και σήμερα- παραμένουν προβληματισμοί της Lee.
Ενώ όμως το αρχικό υλικό βρίσκεται στα χέρια του Cretton εξ αρχής, το φιλμ μοιάζει να μην απογειώνεται ποτέ από την προδιαγεγραμμένη πορεία ενός τυποποιημένου αντιρατσιστικού δράματος νομικού ενδιαφέροντος. Διαθέτει αναμφιβόλως εύστοχες ερμηνείες εκ μέρους του συνόλου του καστ και ιδίως του Jamie Foxx, ο οποίος με ένα συνολικά ευτυχέστερο υλικό θα μπορούσε να διαγράψει λαμπρή πορεία ανάμεσα στην κούρσα των φετινών βραβείων. Ωστόσο, και παρά τη συγκινησιακή φόρτιση που ανά σημεία επιτυγχάνεται με τρόπο γνήσιο, οι δραματουργικές λύσεις στις οποίες επιμένει εμφατικά ο δημιουργός καθηλώνουν το φιλμ σε μία σχεδόν στερεοτυπική αφήγηση, η οποία μολονότι στέρεη, μοιάζει να ακολουθεί μονοπάτια εξαντλητικής ασφάλειας.
Απλωμένη σε 135 λεπτά τα οποία δεν δικαιολογούνται από τα εξιστορούμενα, η ταινία του Cretton ενδίδει σταδιακά σε ολοένα και περισσότερα κλισέ, όπως η αχρείαστη επιμονή στη μουσική που εγείρει το συναίσθημα των θεατών, με αποτέλεσμα οι ουσιώδεις σκηνές της -ανάμεσα τους μία σπουδαία σεκάνς εκτέλεσης- να μην φαίνονται αρκετές ώστε να δώσουν πνοή στο σύνολό της. Η συναισθηματική πυξίδα του έργου δείχνει προς την ορθή κατεύθυνση: η οργή των αφροαμερικάνων για τη θεσμοθετημένη αδικία που υφίστανται συγκατοικεί με την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο, η απόγνωσή τους βρίσκει το αντίβαρό της στο αδάμαστο πνεύμα του Στίβενσον που δε λέει να λυγίσει απέναντι σε δαίμονες της τοπικής αρχής. Τίποτα όμως δε φαντάζει αληθινά χειροπιαστό στην καθημερινότητα του δικηγόρου, ούτε οι αγορεύσεις του, ούτε οι διαμάχες του με τους ιθύνοντες της δικαστικής εκτροπής, ούτε ακόμα περισσότερο η προετοιμασία του για την υπεράσπιση του Τζόνι Ντι.
Συνολικά, ο «Αγώνας για Δικαιοσύνη» αφηγείται με τρόπο συμβατικό την ιστορία ενός υπερασπιστή του δικαίου που δεν υποτάχθηκε στην κρατούσα αντίληψη περί του δικηγορικού λειτουργήματος και αφιέρωσε τη ζωή του στην ανατροπή της φυλετικής αδικίας. Θυσιάζοντας την κινηματογραφική πρωτοτυπία και το αφηγηματικό σφρίγος στο βωμό της ακραία ιδεαλιστικής και τελικά ρομαντικής παράθεσης των τεκταινομένων, που κορυφώνεται με ένα εμφατικά ηθικοπλαστικό φινάλε, ο Cretton δημιουργεί ένα έργο που περισσότερο χρησιμεύει στον αγώνα της κοινωνικής εγρήγορσης αναφορικά με τη φυλετική αδικία και τη θανατική ποινή παρά συνιστά ένα μεστό κινηματογραφικό δημιούργημα. Και τούτο διότι ουδέποτε καταδύεται σε ιδιαίτερα βάθη ως προς τη θεματολογία του, αλλά αντ’ αυτού επιλέγει να ορίσει το έργο του ως έναν καλοφτιαγμένο διθύραμβο για την αναμφιβόλως αξιοθαύμαστη δραστηριότητα του Στίβενσον.
Just Mercy, του Destin Daniel Cretton
Μεταφρασμένος Τίτλος: Αγώνας για Δικαιοσύνη
Είδος: Δράμα
Διάρκεια: 135'
*Aναδημοσίευση από το cinedogs.gr, κινηματογραφικό συνεργάτη του Artcore magazine