Scroll Top

Βιβλιοθήκη

Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς…, του Χρόνη Μίσσιου

feature_img__kala-esi-skotothikes-noris-tou-xroni-missiou
Ένα βιβλίο για τη βία, ένα βιβλίο για την ηθική αποκαθήλωση του κράτους, ένα βιβλίο καταγγελία, ένα βιβλίο με πικρή αλήθεια που επιβάλλει στον αναγνώστη μια σκληρή συνάντηση με το παρελθόν και την ιστορία της Ελλάδας. Το βιβλίου του Χρόνη Μίσσιου είναι συγκλονιστικό, είναι αληθινό, είναι τρομακτικό. Ένα τεκμήριο για την ιστορία και μια κραυγή για τον άνθρωπο.

Επιστρέφω στο παρελθόν, σε ένα βιβλίο γνωστό και ήδη καθιερωμένο προ πολλού στα ελληνικά γράμματα. Κι αυτό όχι για να γράψω μια απλή βιβλιοκριτική, αλλά γιατί νομίζω πως αυτό το βιβλίο είναι απαραίτητο σήμερα. Διαβάζοντας το «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» του Χρόνη Μίσσιου είναι μια εμπειρία ξεχωριστή και μεταμορφωτική. Είναι μια συγκλονιστική μαρτυρία για τη σκοτεινή πλευρά της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, μια μαρτυρία χαρακτηρισμένη από την προσωπική εμπειρία του συγγραφέα, μια μαρτυρία που ρίχνει εκτυφλωτικό φως στα πράγματα που είτε δεν ξέρουμε είτε επιλέγουμε να τα αφήσουμε στην άκρη (πολλές φορές δήθεν για να μην ξύνουμε τις πρόσφατες πληγές της ιστορίας της Ελλάδας). Το μυθιστόρημα αυτό, αφηγημένο σε α΄ πρόσωπο, αφορά τις εμπειρίες του αφηγητή από τις διώξεις που υπέστη ως αριστερός, από το τέλος της Κατοχής μέχρι και τη δικτατορία των συνταγματαρχών: φυλακίσεις, βασανιστήρια, εξορία… Πρόκειται για ένα έργο στην ουσία του αυτοβιογραφικό, αφού ο Χρόνης Μίσσιος διώχθηκε στη ζωή του και υπήρξε για χρόνια καταδικασμένος σε θάνατο. Στο «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς», ο αφηγητής απευθύνεται σε έναν σύντροφό του ο οποίος έχει πεθάνει και του διηγείται τα πάθη του, σε μια προσπάθεια να αρθρώσει και να διαχειριστεί νοητικά και συναισθηματικά όλο τους το βάρος. Μέσα λοιπόν από το κείμενο ο αναγνώστης παρακολουθεί ένα κομμάτι της ιστορίας της Ελλάδας του 20ου αιώνα, μιας ιστορίας γεμάτης σκοτεινές –πολύ σκοτεινές– κηλίδες, όταν η βία ήταν ένα καθημερινό φαινόμενο, και μάλιστα φαινόμενο κρατικά οργανωμένο, προερχόμενο από την καταπιεστική, εθνικιστική, δεξιά κυβερνώσα παράταξη, που είχε ως αποτέλεσμα τη συστηματική καταπίεση και εξόντωση όλων εκείνων των «στοιχείων» που είχαν διαφορετική ιδεολογία και που, δυστυχώς για εκείνα, αποτελούσαν τη νικημένη στον Εμφύλιο παράταξη.

Το κείμενο είναι σκληρό, ωμό, χωρίς ωραιοποιήσεις. Είναι μια ειλικρινής ματιά πίσω, προς την επώδυνη προσωπική ιστορία του ήρωα που διαπλέκεται και ταυτίζεται εν μέρει με την ιστορία της Ελλάδας. Διαβάζοντας το έργο του Μίσσιου δεν έχεις την ευκαιρία, ούτε την πολυτέλεια, να κοιτάξεις αλλού. Το κείμενο σε κοιτάει κατάματα, σου σφίγγει την καρδιά, σου προκαλεί κυριολεκτικά μια αντίδραση σωματοποιημένη. Βλέπεις – βιώνεις από την ασφαλή απόσταση του αναγνώστη- την πραγματικότητα ενός νέου παιδιού (ο ήρωας φυλακίζεται και καταδικάζεται ενώ είναι ακόμη ανήλικος), την παρακολουθείς να ξετυλίγεται σε όλη της τη βαρβαρότητα, και θέλεις να αποστρέψεις τα μάτια από τη φρίκη – αλλά και από την ντροπή, γιατί όλες οι μαρτυρίες αφορούν πρακτικές που ήταν η επίσημη πολιτική του περίφημου και περιλάλητου «έθνους» μας στη μέση του προηγούμενου αιώνα. Το «καλό» είναι ότι το βιβλίο αυτό, με την συγκλονιστική προσωπική ματιά στην αφήγηση, δεν αφήνει τον αναγνώστη να αποστρέψει το βλέμμα: ο αναγνώστης κοιτάζει -και πρέπει να κοιτάζει- κατάματα όλη την αλήθεια των βασανισμένων στα χέρια των νικητών του Εμφυλίου, στα χέρια του ίδιου του οργανωμένου κράτους, που υποτίθεται όφειλε να προστατεύει τους πολίτες του και να επουλώσει τις πληγές από μια μακρά περίοδο πολέμων και συγκρούσεων.

Κι αν ορισμένες φορές, μέσα σε όλη τη σκοτεινή αφήγηση και το φρικιαστικό χαρακτήρα των όσων γεγονότων και εμπειριών περιγράφονται, αναδύεται σε αρκετά σημεία μια χιουμοριστική διάθεση (στις γλωσσικές επιλογές ή στο χειρισμό και την παρουσίαση ορισμένων χαρακτήρων ή περιστάσεων, για παράδειγμα), αυτό το χιούμορ δεν είναι καθόλου ανακουφιστικό. Μπορεί να αποφορτίζει συχνά τον αναγνώστη από τη βαρβαρότητα των περιγραφών, αλλά κατά βάθος πρόκειται για ένα χιούμορ πικρό, ένα χιούμορ σκληρό και τραγικό: είναι το χιούμορ εκείνου που έχει εμπλακεί σε καταστάσεις που στερούν στους ανθρώπους την ανθρωπιά και την αξιοπρέπειά τους, που τους μεταμορφώνουν σε αντικείμενα, και ακριβώς γι’ αυτό το λόγο το χιούμορ γίνεται καταφυγή και άμυνα (μια ανατροπή της πραγματικότητας μερικώς, μια εν μέρει άρνηση δια του παιγνίου)· ο ήρωας αφηγείται με χιούμορ για να μη χάσει τα λογικά του, για να μην αποκτηνωθεί από την ίδια την κατάσταση που αφηγείται και που την έχει ζήσει, για να μην πέσει στην απελπισία.

Πέρα απ’ όλα, νομίζω πως το «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» είναι ένα βιβλίο και των σημερινών καιρών. Πρώτον, πρόκειται για μια κατά μέτωπο συνάντηση με την πρόσφατη ιστορία μας, αυτή που ίσως δεν την ξέρουμε ή που ίσως αποφεύγουμε να τη δούμε, την αποκρύβουμε, είτε από ντροπή είτε από πολιτική αμνησία ή συμφέρον είτε θέλοντας να προβάλλουμε τη βολική εθνική αφήγηση ότι οι διχασμοί, η βαρβαρότητα, η αυθαιρεσία είναι απλώς μεμονωμένα γεγονότα στην ιστορία ενός υγιούς κατά τα άλλα και ενωμένου έθνους. Το έργο του Μίσσιου δείχνει ακριβώς το αντίθετο: η ιστορία μας έχει μέσα κομμάτια βιασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, κομμάτια βίας και κτηνωδίας που δεν είναι στιγμιαίες επιφάνειες του Κακού, αλλά είχαν διάρκεια και εδράζονταν σε πολύ συγκεκριμένες κοινωνικές δομές – μιλούμε για συστηματική καταπίεση και βία εναντίων συγκεκριμένων ομάδων για ένα μεγάλο διάστημα από τον Εμφύλιο μέχρι τη δικτατορία (με εξορίες, βασανισμούς, δολοφονίες, καλλιέργεια μίσους, διώξεις κττ.), μια βία κυρίως καθοδηγούμενη από το κράτος, που σημάδεψε και κατέστρεψε τις ζωές χιλιάδων, οι οποίοι απλώς πίστευαν τα «λανθασμένα», τα «ανορθόδοξα» πράγματα τη λάθος στιγμή. Αυτά τα κομμάτια οφείλουμε να τα δούμε για να τα γνωρίσουμε και να συνειδητοποιήσουμε πόσο δίχως συνείδηση είναι η αυτοεικόνα μας. Επιπλέον, το έργο του Μίσσιου είναι ακόμα και σήμερα επίκαιρο, γιατί οι εποχές που ζούμε είναι περίεργες. Δεν έχουμε σίγουρα επιστρέψει στους καιρούς των διώξεων που βίωσε στο πετσί του ο Χρόνης Μίσσιος, αλλά όλοι μας διαπιστώνουμε παντού γύρω μας, και κυρίως στην Ελλάδα, την παλινόρθωση της κρατικής -χρωματισμένης, θα έλεγα- βίας και του διωγμού κάποιων απόψεων που μοιάζουν να είναι αντίθετες με τα επίσημα αφηγήματα και την αρεστή ιδεολογία. Ο αναγνώστης, λοιπόν, δεν έχει παρά να κοιτάξει τη φρίκη που υπάρχει στο κείμενο, και τότε να αναλογιστεί τη φρίκη που μπορεί να προκύψει όταν νομιμοποιούνται σιγά-σιγά παρόμοιες πρακτικές και λογικές από το επίσημο κράτος. Γιατί, ας μην ξεχνάμε, μια χώρα που είχε γεννήσει την τρομακτική και απάνθρωπη συνθήκη που νομιμοποιούσε τη βία στους «αντιφρονούντες», μπορεί να την ξαναγεννήσει (ειδικά όταν ο δημόσιος λόγος, τα αφηγήματα και οι ιδεολογίες, όπως για τον εθνικισμό και την -διαστρεβλωμένη, εθνική ταυτότητα, εξακολουθούν να κυκλοφορούν, στην Ελλάδα του 20ου αιώνα, χωρίς φοβερές παραλλαγές)…

Διαβάζοντας το «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς», επιστρέφω στην ιδέα ότι η λογοτεχνία δεν είναι μόνο επινόηση και βαθύς στοχασμός περί ιδεών. Είναι ταυτόχρονα και μια ανά-πλαση του κοινωνικού κόσμου, είναι μια αφήγηση ενός προσώπου που υπάρχει στον κόσμο και στην ιστορία. Και γι’ αυτό η λογοτεχνία έχει και δύναμη, αγγίζει τον κόσμο, ενεργοποιεί τον αναγνώστη, τον συνδέει με την πραγματικότητα που υπάρχει εκεί έξω. Είναι κι αυτός ένας τρόπος να αλλάξεις τον κόσμο, να τον κάνεις καλύτερο…

Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς..., του Χρόνη Μίσσιου
Εκδόσεις Γράμματα
σελ. 330

1
Μοιράσου το