Καντίντ, του Βολταίρου
Ο «Καντίντ», αφήγημα του 18ου αι., εκδίδεται παράνομα για πρώτη φορά το 1759, στο Παρίσι, στην καρδιά του Διαφωτισμού, μιας περιόδου ισχυρών αντιπαραθέσεων, μεταβολών και αμφιταλαντεύσεων. Τυχαίνει δε αξιοσημείωτης αποδοχής του αναγνωστικού κοινού με αποτέλεσμα να επανεκδοθεί την ίδια κιόλας χρονιά δεκαεννιά φορές. Δεύτερη χρονιά έκδοσης με προσθήκες είναι το 1761, ενώ ως το 1778 σημειώνονται τουλάχιστον πενήντα εκδόσεις. Πρωτομεταφράζεται στα ελληνικά το 1922 στη σειρά «Εκλεκτά έργα», αρ. 64, του εκδοτικού οίκου Γ.Ι. Βασιλείου. Η απήχηση του «Καντίντ» στο κοινό, από τον 18ο αι. ως τις μέρες μας, δεν έχει περιοριστεί στο ελάχιστο, παρόλο που μας χωρίζουν τρεις περίπου αιώνες από την εποχή που το έγραψε ο Βολταίρος.
Οι philosophes, όπως αυτοχαρακτηρίζονται ορισμένοι Γάλλοι φιλόσοφοι, μεταξύ των οποίων ο Βολταίρος (Voltaire), ο Μοντεσκιέ (Montesquieu), ο Ρουσσώ (Rousseau) και ο Ντιντερό (Diderot) αποτελούν τη βασική εκδήλωση του Διαφωτισμού: άνθρωποι με νεωτερικές αντιλήψεις και έναν εκκοσμικευμένο τρόπο σκέψης που έρχονται να αμφισβητήσουν την κοινωνία και το κράτος, ασκώντας συγχρόνως έντονη πολεμική ενάντια στο παλαιό καθεστώς και τη χριστιανοκρατική κοσμοθεωρία.
Ο Βολταίρος (21 Νοεμβρίου 1694- 30 Μαΐου 1778) ή Φρανσουά Μαρί Αρουέ, όπως είναι το πραγματικό του όνομα, είναι γνωστός για τον αιχμηρό τρόπο σκέψης και τον έντονα σατιρικό τόνο που διαφαίνεται στις εκθέσεις και τα έργα του, όπου προβάλλει τα προβλήματα της εποχής του, ασκώντας κριτική απέναντι στην εκκλησία, το χριστιανικό δόγμα και τη θρησκευτική μισαλλοδοξία που χαρακτηρίζει την Ευρώπη του 18ου αι. Το όραμα του Βολταίρου, όπως και των ανθρώπων του Διαφωτισμού είναι κοινό: «αποδέσμευση από το παρελθόν, αποκήρυξη της παλιάς δεισιδαιμονίας και προβολή αξιών, όπως αυτή του ελεύθερου στοχασμού, της ελεύθερης βούλησης και της ανθρωπιάς».
Λόγω του καυστικού του ύφους, φυλακίζεται για έντεκα μήνες στη Βαστίλη και εξορίζεται για ένα χρονικό διάστημα στην Αγγλία. Το 1758, ένα χρόνο πριν τη συγγραφή του «Καντίντ», απομονώνεται στον πύργο Φερναί, κοντά στα γαλλο-ελβετικά σύνορα, ενώ το 1778, έπειτα από είκοσι οχτώ χρόνια επιστρέφει στο Παρίσι, όπου πεθαίνει, όντας σοβαρά άρρωστος. Κατά τη διάρκεια της ζωής του ασχολείται με τη φιλοσοφία, την πεζογραφία, την ποίηση, την ιστορία και το θέατρο, ενώ η αλληλογραφία του ξεπερνάει τις 20.000 επιστολές.
Ο «Καντίντ» (ελληνική μετάφραση: «Αγαθούλης») θεωρείται ένα από τα πιο γνωστά έργα του. Πρόκειται για μια φιλοσοφική ιστορία με έντονο συμβολικό χαρακτήρα που ξετυλίγεται σαν παραμύθι, χωρίς τη χρήση καλολογικών στοιχείων και σύνθετων τεχνικών αφήγησης που θα διέκριναν το έργο για τη λογοτεχνική του δεινότητα. Με ιδιαίτερα λιτό και εξαιρετικά δηκτικό ύφος πραγματεύεται την έννοια του καλού και του κακού, την έννοια της θρησκείας, της φιλίας, της ευγενικής καταγωγής και του πολέμου, καταδεικνύοντας τη δολιότητα, τη βλακεία και την ιδιοτέλεια της ανθρώπινης φύσης. Ο Βολταίρος με επιτηδευμένη υπερβολή υποβάλλει τους ήρωές του σε τραγικά περιστατικά, που εκθέτουν την ασύλληπτα κτηνώδη συμπεριφορά του ανθρώπου που έχει στιγματίσει την ιστορία ετούτου του κόσμου.
Το έργο αποτελεί ένα είδος απάντησης στην οπτιμιστική άποψη του Leibniz, ότι όλα έγιναν στον κόσμο μας όσο καλύτερα μπορούσαν να γίνουν, ότι όλα βαίνουν καλώς, αντιπαραβάλλοντάς την με τις επαναλαμβανόμενες κακοτυχίες ενός αφελή νεαρού, του Καντίντ. Ο συγγραφέας διακωμωδεί δύο στοιχεία της θεωρίας του Leibniz: την αρχή του αποχρώντος λόγου και την πεποίθησή του, ότι ο κόσμος μας είναι ο καλύτερος μεταξύ των δυνατών κόσμων: «Τίποτα δε συμβαίνει χωρίς να υπάρχει κάποιος λόγος για τον οποίο γίνεται έτσι και όχι αλλιώς, [εκφράζοντας] […] μια τάξη που πρέπει να συμβιβάζεται με την ελευθερία εκλογής. Η ελεύθερη αιτία του σύμπαντος είναι ο Θεός, ο οποίος δημιούργησε αυτόν τον κόσμο γιατί (ιδού ο αποχρών λόγος) αυτός είναι ο καλύτερος μεταξύ όλων των δυνατών κόσμων».
«Στην Βεστφαλία, στον πύργο του βαρόνου Θούντερ-τεν-τρονκ, ζούσε ένα νεαρό αγόρι που η φύση το είχε προικίσει με τον πιο γλυκό χαρακτήρα. Στη φυσιογνωμία του έβλεπες να καθρεφτίζεται η ψυχοσύνθεσή του. Συνδύαζε μια αρκετή ορθή κρίση με ένα ιδιαίτερο απλοϊκό πνεύμα. Ήταν για τούτο, νομίζω, που τον φώναζαν Καντίντ…»
Με τα λόγια αυτά, ο Βολταίρος ξεκινάει την αφήγηση της ιστορίας ενός νεαρού, που λόγω του έρωτά του για την κόρη του βαρόνου, την Κυνεγόνδη, διώκεται από τον πύργο, ως ένας άλλος Αδάμ, και μένει ολομόναχος, αντιμέτωπος με το κακό που επικρατεί στον έξω κόσμο. ¨Όλα βαίνουν καλώς¨∙ έτσι ο Καντίντ βρίσκεται σύντομα επιστρατευμένος στο στρατό των Βουλγάρων, όπου μετά από έναν άγριο ξυλοδαρμό και μια αιματηρή μάχη μεταξύ Βουλγάρων και Αβάρων, δραπετεύει και καταφεύγει στην Ολλανδία. Από την Ολλανδία στη Λισαβόνα και από το Μπουένος Άιρες στην Αγγλία και τη Βενετία ο Καντίντ, ο νεαρός αυτός και ιδιαίτερα αγαθός άνδρας, γυρίζει όλον τον κόσμο με σκοπό να καταφέρει να παντρευτεί την κοπέλα που αγαπάει: επιβιώνει ενός ναυαγίου, συλλαμβάνεται, ξυλοκοπείται, διαπράττει φόνο, βρίσκεται αντιμέτωπος με μια φυλή ανθρωποφάγων, πέφτει θύμα κοροϊδίας, τον κλέβουν, φυλακίζεται.
Content Sources
- Βολταίρος, «Επιλογή από το Φιλοσοφικό Λεξικό και τις Φιλοσοφικές Επιστολές», (Μτφ) Α.Δ. Παπαγιαννίδης, Πόλις, Αθήνα, 1999
- Βολταίρος, «Καντίντ», (Μτφ)Π. Κοντογάννης, Πόλις, Αθήνα, 2005
- Roland Mortier, «Φώτα του ευρωπαϊκού 18ου αιώνα», (Μτφ) Γιώργος Τόλιας, Κέντρο Νεολληνικών Ερευνών Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, Αθήνα, 2003