Κάποιοι άλλοι, του Ιάκωβου Ανυφαντάκη
Το μυθιστόρημα του Ανυφαντάκη φαίνεται να προσεγγίζει αυτό που θα ονομάζαμε «μυθιστόρημα της κρίσης» στην Ελλάδα. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, βάζοντας μια προσωπική και εξομολογητική σφραγίδα στο έργο, φροντίζει να διατρέξει πτυχές της περιόδου της κρίσης, επιμένοντας όχι τόσο στις συνέπειες στο κοινωνικό σύνολο, όσο στις προκλήσεις και τις δυσκολίες που προέκυψαν στην πορεία και την εξέλιξη του ίδιου του αφηγητή. Παράλληλα, βέβαια, πάντοτε μέσα από την ιστορία του ήρωα, δίνεται η ευκαιρία να περάσουν από τα μάτια του αναγνώστη χαρακτηριστικά και χαρακτήρες (όπως αυτή του καιροσκόπου Αγγέλου) που αναδύθηκαν και έδρασαν, συχνά με τρόπο ιδιαιτέρως επιζήμιο για τους υπόλοιπους, εν μέσω αυτής της περιόδου.
Η αρετή του βιβλίου έγκειται στην έμφαση που δίδεται από τον συγγραφέα στο ταξίδι που διανύει ο αφηγητής. Άλλωστε αυτός είναι και ο πυρήνας του μυθιστορήματος, καθώς και το βασικό διακύβευμα. Τα υπόλοιπα στοιχεία φαντάζουν –δυστυχώς– περισσότερο «συνοδευτικά» και υποστηρικτικά του κεντρικού θέματος. Το κύριο μέλημα της αφήγησης είναι ο ίδιος ο χαρακτήρας του άνεργου δημοσιογράφου και το μέλλον του. Πώς θα ζήσει; Ποια κατεύθυνση θα ακολουθήσει στη ζωή του; Πώς θα εξελιχθεί ο εκ πρώτης όψεως δυνατός γάμος του; Θα καταφέρει να ανα-γνωρίσει και να αποκωδικοποιήσει τον εαυτό του, και στη συνέχεια να γίνει κάποιος άλλος από αυτό που είναι τώρα; Ο βασικός εχθρός φαίνεται να είναι, όπως τίθεται εξ αρχής, η στασιμότητα και η απελπισία, κι αυτές πρέπει να ξεπεράσει για να εξελιχθεί:
Η απελπισία είναι χειρότερη από τη δυστυχία και τη μιζέρια. Όταν είσαι δυστυχισμένο υπάρχει πάντα η προσδοκία ότι κάτι θα συμβεί.[…] Αν χάσεις κάθε ελπίδα τότε μένεις αποκλεισμένος σ’ αυτό το λίγο που είσαι για όλη την υπόλοιπη ζωή σου. Ακόμα χειρότερα, καταλαβαίνεις ότι δεν είσαι τίποτα το ιδιαίτερο, ένας από το πλήθος, δεν περιμένουν οτιδήποτε από σένα […].
Σ’ αυτό το πλαίσιο είναι που εντάσσεται και η υπόθεση των δύο πτωμάτων που πέφτουν από τον ουρανό, ως ο άλλος βασικός άξονας του έργου, δανεισμένος από το αστυνομικό μυθιστόρημα. Και μάλλον αποδεικνύεται κάτι σαν «καταλύτης» εντός του κειμένου. Κι αυτό γιατί ο πρωταγωνιστής, αναλαμβάνοντας να λύσει το αίνιγμα με το πρόσχημα ότι είναι δημοσιογράφος, εμπλέκεται σε μια ιστορία που στην ουσία του δίνει το ερέθισμα να εξερευνήσει κυρίως τον ίδιο του τον εαυτό. Βλέποντας τους άλλους, ερευνώντας για τους άλλους, σχετιζόμενος με τους άλλους, σιγά-σιγά ανακαλύπτει κι αυτός τις αντοχές του, τα αδύναμα σημεία του, τις ψευδαισθήσεις και τις εμμονές του, τα απωθημένα του, ωθείται στα όριά του, δοκιμάζεται στις διαπροσωπικές του σχέσεις. Στην ουσία η «αστυνομική» έρευνα είναι ένας παράγοντας που επιταχύνει κάπως κάποιες εξελίξεις που θα μπορούσαν ούτως ή άλλως να συμβούν, ακόμη και υπό άλλες συνθήκες. Η πορεία της σταδιακά διαπλέκεται όλο και περισσότερο με την προσωπική του ζωή, και του χαρίζεται στο τέλος σαν ευκαιρία για να βρει έναν καινούργιο ρόλο, με τις όποιες θυσίες. Αφού, όπως λέει ο πρωταγωνιστής στο τέλος, με την επίλυση του μυστηρίου, καλούνταν να αποφασίσει επιτέλους «αν θα κέρδιζαν μια φορά κάποιοι άλλοι.»
Ο αναγνώστης έχει μπροστά του ένα μυθιστόρημα γρήγορο και ευκολοδιάβαστο, αρκετά προσωπικό και εξομολογητικό, εστιασμένο στην σταδιακή εξέλιξη του πρωταγωνιστή, χωρίς να λείπουν βέβαια και οι ατέλειες. Έχει ενδιαφέρον να εστιάσει κανείς σ’ έναν ήρωα που έρχεται αντιμέτωπος με την ισχύ μια σύγχρονης περιπέτειας, δηλαδή με την εναλλαγή καταστάσεων ελέω μιας ευρύτατης κρίσης, και ο οποίος προσπαθεί αγωνιωδώς να εξελιχθεί παλεύοντας τις απογοητεύσεις, τις διαψεύσεις, την οργή, την ταπείνωση του –αρρενωπού– εγώ του, και τα υπόλοιπα αδιέξοδα ενός νέου της εποχής. Ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, αυτός ο πυρήνας του έργου φαίνεται να μη συμφιλιώνεται ποτέ αρκετά και να μην ισορροπεί όπως θα έπρεπε με τις λοιπές πλευρές του μυθιστορήματος. Ενώ η πορεία του ήρωα είναι σαφώς εξαρτημένη από τα κομμάτια της ιστορίας που αφορούν τη σχέση του με τη γυναίκα του (και την οικογένειά της), τη σχέση του με το πρόσωπο του Αγγέλου, καθώς επίσης και από την διεξαγωγή και το αποτέλεσμα της «αστυνομικής»-δημοσιογραφικής του έρευνας, κατά την ανάγνωση υπάρχει διάχυτη πολλές φορές η εντύπωση πως αυτά ακριβώς τα τμήματα του κειμένου μένουν κάπως μετέωρα και ανεξάρτητα, ωσάν διαφορετικές ενότητες, που λίγη σχέση και αντίκτυπο έχουν στην προσωπική αναζήτηση του ήρωα. Μοιάζουν συχνά με συνοδευτικά στοιχεία, που εντάχθηκαν στο βιβλίο είτε για να προσφέρουν ένα κάποιο ιστορικό και κοινωνικό υπόβαθρο είτε για να προσδώσουν το στοιχείο του αινίγματος και του διακυβεύματος, χωρίς ωστόσο να πείθουν ότι είναι και αναγκαία και επαρκή.
Το μυθιστόρημα «Κάποιοι άλλοι», μολονότι «πάσχει» από αυτό το σημαντικό, κατά την άποψή μου, πρόβλημα, παραμένει μια σχετικά ενδιαφέρουσα και εύκολα προσπελάσιμη μυθιστορηματική προσέγγιση της δύσκολης ωρίμανσης εν καιρώ κρίσης. Από αυτή την άποψη, ενδείκνυται για όποιον αναγνώστη αναζητά ένα πορτρέτο εύληπτο και χωρίς πολλές –αναγνωστικές- απαιτήσεις, σύντομο και με ταχείς ρυθμούς, για το σύγχρονο νέο που απογοητευμένος από τη ζωή, διαπιστώνει πως έγινε κάποιος άλλος και προσπαθεί να συμφιλιωθεί με την πραγματικότητα, να προσαρμοστεί, και να επανακτήσει τον έλεγχο.
Κάποιοι άλλοι, του Ιάκωβου Ανυφαντάκη
Εκδόσεις Πατάκη
σελ. 340