Scroll Top

Βιβλιοθήκη

Καζούο Ισιγκούρο: An Englishman from Japan και τα απομεινάρια μιας αόρατης ζωής

feature_img__kazouo-isigkouro-an-englishman-from-japan-kai-ta-apomeinaria-mias-aoratis-zois
Ο Καζούο Ισιγκούρο γεννήθηκε στη μαρτυρική πόλη του Ναγκασάκι στις 8 Νοεμβρίου του 1954 και μετακόμισε, μαζί με την οικογένειά του, στην Αγγλία, σε ηλικία έξι ετών. Μεγαλωμένος με ιαπωνική ανατροφή, σε ένα σπίτι όπου μιλιόταν η ιαπωνική γλώσσα, αλλά ζώντας σε αγγλικό έδαφος, ο Ισιγκούρο άντλησε στοιχεία από αμφότερες τις κουλτούρες με τις οποίες συναναστράφηκε. Πραγματοποίησε το συγγραφικό του ντεμπούτο το 1982, με το “A Pale View of Hills” και επτά χρόνια αργότερα, τιμήθηκε με το βραβείο Booker για το καταπληκτικό «Τα απομεινάρια μιας μέρας», το οποίο και θα μας απασχολήσει εν προκειμένω.

Το εξαίρετο μυθιστόρημα του Ισιγκούρο κινείται σε δύο χρονικούς άξονες που αλληλοδιαπλέκονται, με οδηγό (κυριολεκτικά και μεταφορικά) ένα χαρακτήρα που σε συνεπαίρνει σαν οδοστρωτήρας. Σε συνεπαίρνει όχι επειδή είναι χειμαρρώδης, αλλά ακριβώς επειδή δεν μπορεί σε καμία μα καμία περίπτωση να φανεί ούτε στο ελάχιστο σαρωτικός. Ο, ανατριχιαστικά και ψυχαναγκαστικά συνεπής και επιμελής μπάτλερ, Στίβενς περιδιαβαίνει την αγγλική εξοχή για να συναντήσει τη Μις Κέντον. Ο υποτιθέμενος σκοπός του ταξιδιού του είναι να πείσει τη δεσποινίδα Κέντον (που πλέον δεν είναι διόλου δεσποινίδα, τόσο γιατί την έχουν πάρει τα χρόνια όσο και επειδή έχει παντρευτεί) να επιστρέψει στην έπαυλη Ντάρλινγκτον, όπου είχε εργαστεί ως οικονόμος για πολλά χρόνια, στο πλευρό του Στίβενς. Η έπαυλη έχει πλέον αλλάξει χέρια, ο νέος Αμερικάνος ιδιοκτήτης δεν συμπεριφέρεται σύμφωνα με το καταστατικό των αμέτρητων άγραφων κανόνων της βρετανικής αριστοκρατικής τάξης και ο Στίβενς αισθάνεται κουρασμένος, γερασμένος και πελαγωμένος. Έχει ανάγκη από μία χείρα βοηθείας και η Μις Κέντον (που δεν είναι πλέον Μις, όπως είπαμε) είναι η ιδανική σανίδα σωτηρίας.

Τίποτα από το περιεχόμενο της τελευταίας φράσης δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Ο Ισιγκούρο στραγγίζει την αλήθεια μέσα από μία συνεχή απόκρυψή της. Ξεκινώντας από το περίβλημα, η αλλαγή ιδιοκτήτη στην έπαυλη λειτουργεί ως ένας συμβολισμός μετάβασης σε μία νέα εποχή. Μία ασθμαίνουσα αριστοκρατία σβήνει και χάνεται, μέσα στην ομίχλη της αυταρέσκειας, των μισόλογων, των μυστικών και των ψεμάτων της. Μία νέα εποχή ανατέλλει, η οποία όμως κι αυτή δεν μοιάζει πολλά υποσχόμενη. Λιγότερο στιλ, λιγότερη φινέτσα, λιγότερο ραφινάτοι τρόποι και περισσότερη εξάρτηση από το χρήμα και τη δύναμή του. Ο νέος κόσμος που ξεπροβάλλει δεν δείχνει να έχει περισσευούμενο χώρο για ένα σιωπηλό και πειθαρχημένο θεματοφύλακα της τάξης, της διαδικασίας, της ιεροτελεστίας και του σιωπηλού καθήκοντος. Ο Στίβενς είναι όντως αβοήθητος μπροστά στη νέα τάξη πραγμάτων, ο αληθινός όμως λόγος για την ανημποριά του είναι ανομολόγητος. Αμφιβάλλει. Αμφιβάλλει για το αξιακό σύστημα με το οποίο πορεύτηκε σε όλη του τη ζωή. Αμφιβάλλει για τον Λόρδο Ντάρλινγκτον, τον άνθρωπο που θαύμαζε με ιδεοληπτική προσήλωση. Αμφιβάλλει για την ιερή αποστολή της ευταξίας και της ευγένειας, με την οποία είχε ενδύσει ολόκληρη την ύπαρξή του. Αμφιβάλλει για τη διστακτική και δειλή στάση του απέναντι στη Μις Κέντον. Αμφιβάλλει για μια ζωή άνυδρη, ανέραστη και υποχωρητική απέναντι στα κελεύσματα ενός αμφιλεγόμενου εργοδότη. Και φυσικά, αμφιβάλλει για όλες αυτές τις αμφιβολίες. 

Ο Ισιγκούρο κρατά το τέμπο της αφήγησης σχεδόν με μετρονόμο και μας βυθίζει στον κόσμο του Στίβενς, ο οποίος αναλαμβάνει χρέη αφηγητή, όχι μόνο του παρόντος ταξιδιού του στην αγγλική εξοχή, αλλά και των παρελθοντικών του αναμνήσεων από την έπαυλη Ντάρλινγκτον. Ο Ισιγκούρο στήνει ένα αδιόρατο παιχνίδι συνενοχής μεταξύ συγγραφέα και αναγνώστη, αφήνοντας τον πρωταγωνιστή του τρόπον τινά εκτός παιχνιδιού. Το στοιχείο αυτό, σε συνδυασμό με το βαρύ και ασήκωτο αίσθημα ότι γινόμαστε μάρτυρες μιας ζωής που σπαταλήθηκε άδοξα, καθιστούν τον Στίβενς ασυναίσθητα κι αδιαπραγμάτευτα συμπαθή στα μάτια μας. Το γοητευτικότερο ατού της εξιστόρησης του Στίβενς, όσο και να ηχεί παράδοξο, είναι η σχεδόν άνευ όρων αναξιοπιστία του. Ο Στίβενς δεν μοιάζει ικανός να τοποθετήσει τίποτα στις σωστές του διαστάσεις. Αδυνατεί συστηματικά και κατ’ εξακολούθηση να βροντοφωνάξει στον εαυτό του την αλήθεια, ακόμη κι όταν αυτή κουνά πέρα δώθε τα χέρια της μπροστά στα μάτια του.

Ο Ισιγκούρο κατασκευάζει με τρομερή προσήλωση και ακρίβεια το πορτρέτο ενός πλανεμένου και out of date ιππότη. Ενός ανθρώπου που τήρησε με θρησκευτική ευλάβεια ένα κώδικα τιμής που αποδείχτηκε, αν όχι φαύλος, τουλάχιστον ανεπαρκής, αποπροσανατολιστικός και αναληθής. Ο Στίβενς είναι ένας σαμουράι που κουβαλά δίσκο με τσαγιέρα αντί για κοφτερή κατάνα. Ο Στίβενς κρυφακούει με τη δικαιολογία πως δεν επιθυμεί να χτυπήσει την πόρτα την ακατάλληλη στιγμή. Διαβάζει λογοτεχνικά ρομάντζα, τα οποία φροντίζει να υποτιμά συνεχώς, τάχα μου ως γλωσσική εξάσκηση. Κάνει τα στραβά μάτια μπροστά στις δολοπλοκίες και τα σκοτεινά παιχνίδια που εκτυλίσσονται στους διαδρόμους και τα σαλόνια της έπαυλης, με την πρόφαση πως δεν εμπίπτουν στο πεδίο των εγνοιών του. Δεν ορθώνει ανάστημα, όταν οφείλει, ως ένδειξη σεβασμού και επαγγελματισμού. Επικαλείται την αγιοσύνη του καθήκοντος για να καμουφλάρει μια ζωή δυσκοίλια και άκαμπτη, που εξαντλήθηκε σε κολλαρισμένους γιακάδες, ευπρεπείς προσφωνήσεις και καλογυαλισμένα σερβίτσια.

Ο Στίβενς αναλογίζεται και αναρωτιέται. Δικαιολογεί και αιτιολογεί με τρόπο που δεν πείθει μήτε εμάς μήτε τον εαυτό του. Και είναι αναγκασμένος να περιδιαβεί τα απομεινάρια μιας ζωής που απέτυχε παταγωδώς να ζήσει.

*Ο μετρ των ταινιών εποχής Τζέιμς Άιβορι μετέφερε στη μεγάλη οθόνη το μυθιστόρημα του Ισιγκούρο, το 1993, με τους Άντονι Χόπκινς και Έμα Τόμσον στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. 

2
Μοιράσου το