Κεντουρία: Εκατό μικρά μυθιστορήματα-ποταμός, του Giorgio Manganelli
«Είκοσι Ένα»
Από καιρό, έχει αντιληφθεί ότι κάθε φορά ξυπνά σε ένα διαφορετικό σημείο του κόσμου […], ξέρει ότι στη διάρκεια του ύπνου όλος ο κόσμος μετατίθεται […]. Δεν ισχυρίζεται ότι ξέρει τι σημαίνει αυτή η μετατόπιση, όμως ξέρει ότι μερικές φορές αντιλαμβάνεται την παρουσία αβύσσων, τον πειρασμό των γκρεμών, ή σπανίως, μεγάλες πεδιάδες, όπου θα ήθελε να κυλήσει –τυχαίνει να θεωρεί τον εαυτό του σφαιρικό ουράνιο σώμα–, για ώρα πολλή∙ ορισμένες φορές, έχει μια συγκεχυμένη εντύπωση βλάστησης, άλλες μία διεγερτική, μα συχνά δυσάρεστη, αίσθηση ότι τον φωτίζουν περισσότεροι από ένας ήλιοι, που δεν είναι πάντα φίλοι μεταξύ τους. Άλλοτε, ακούει καθαρά παφλασμό κυμάτων, που μπορεί να είναι θύελλα ή έλλειψη γαλήνης∙ άλλοτε πάλι, του αποκαλύπτεται απάνθρωπα η θέση του στον κόσμο: για παράδειγμα, όταν σιαγόνες βίαιες και προσεκτικές του σφίγγουν τον αυχένα, όπως αναρίθμητες φορές θα πρέπει να συνέβη στους προγόνους του, που κατέληξαν στα δόντια των θηρίων και που αυτός ποτέ δεν έχει δει τα πρόσωπά τους. Εδώ και καιρό, ξέρει ότι ποτέ κανείς δεν ξυπνά στο ίδιο του το δωμάτιο: κατέληξε μάλιστα ότι δεν υπάρχει δωμάτιο, ότι οι τοίχοι και τα σεντόνια είναι ψευδαίσθηση, προσποίηση∙ ξέρει ότι κρέμεται στο κενό∙ ότι αυτός, όπως και κάθε άλλος, είναι το κέντρο του κόσμου, απ’ όπου διαχωρίζονται απειράριθμα άπειρα. Ξέρει ότι δεν θα μπορούσε ν’ αντέξει τόσο τρόμο, και ότι το δωμάτιο, η άβυσσος και η κόλαση είναι επινοήσεις που σκοπό έχουν να τον προστατέψουν.
~ Η φωτογραφία είναι του Roberto Kusterle.