Κύριος Τέρνερ: Από καλλιτέχνη σε καλλιτέχνη
Ο σκηνοθέτης, στη μακρά διάρκεια της ταινίας, παρακολουθεί τον ήρωα στην καθημερινότητά του, αφιερώνοντας τον ίδιο χρόνο παρουσιάζοντας τη ρουτίνα του όσο και τα κομβικά γεγονότα της ζωής του: ταξίδια, ασθένειες, θάνατοι, έρωτας, έμπνευση, αποδοκιμασία. Δημιουργεί έτσι έναν αργό αλλά ατμοσφαιρικό ρυθμό. Στο παρασκήνιο, είναι η Αγγλία που μεταμορφώνεται, μια εποχή που πεθαίνει για να γεννηθεί μια άλλη και την οποία ο ήρωας περιμένει με φόβο αλλά και πάθος και που τελικά δε θα δει ποτέ.
Αν η «γλυκύτητα και το φώς» είναι τα ιδεώδη της τέχνης της εποχής του ρομαντισμού, στον «Κύριο Τέρνερ», παρουσιάζονται λαθραία και όχι χωρίς ειρωνεία και σαρκασμό: Με τοπία που ανταγωνίζονται την ομορφιά των θεμάτων του Τurner∙ οι εσωτερικοί χώροι και τα καθημερινά αντικείμενα που συντίθενται με τρόπο εικαστικό∙ και όμως ποτέ δε δημιουργείται ένα ανακριβές και αποστειρωμένο περιβάλλον. Η ταινία, απεναντίας, είναι ένα παιχνίδι εμφανών και λιγότερο εμφανών αντιθέσεων: Οι ήρωες με τα άχαρα σώματα και τα θαμπά πρόσωπά τους, φορώντας την επιδεικτική μόδα της εποχής (όπως ακριβώς και οι μικροπρέπειές τους καλύπτονται με τη λογοτεχνική γλώσσα της εποχής), δημιουργούν μια ατμόσφαιρα ρεαλιστική, αν και αισθητικά απολαυστική, μέσα στην οποία αναδεικνύονται οι τρυφερές, αληθινές και ευφυείς ανθρώπινες στιγμές.
Ο ίδιος ο Τurner βέβαια, αποτελεί τη μεγαλύτερη αντίθεση: Ένα κτήνος που γρυλίζει, μέσα σε ακριβά ρούχα, ατελιέ και σαλόνια. Ένας άνθρωπος εκτός της εποχής του, που όμως την έχει κατακτήσει. Το ταλέντο του είναι ανεξέλεγκτο και ανεξάρτητο από τον ίδιο, εμφανίζεται σαν να κατοικεί σε λάθος σώμα (άλλο ένα ρομαντικό ιδεώδες που αποδομείται απολαυστικά). Ταυτόχρονα όμως, είναι ξεκάθαρα μια ιδιοφυία- περίεργος, επίμονος, εργατικός, πρωτοποριακός- και συχνά πιο ανθρώπινος και ειλικρινής από τους σύγχρονούς του.
Εντέλει, ο Turner είναι ένα ζώο σε αιχμαλωσία: ένας άνθρωπος που δεν κατανοεί τις συμβάσεις, που καταθλίβεται, κλαίει, γελάει, κάνει σεξ, ερωτεύεται, εξαπατάει και βοηθάει, πάντα κρυφά, προστατευμένα και ει δυνατόν ανώνυμα. Στο βάθος, κάνει ό,τι μπορεί για να ζήσει όσο καλύτερα και αληθινά μπορεί. Και αυτό είναι που τον κάνει αξιοθαύμαστο αλλά και προσιτό μαζί.
Ο «Κύριος Τέρνερ» είναι και αυτός αδιαμφισβήτητα πολύ έξυπνος. Έχει σχεδιασθεί και εκτελεσθεί με σεβασμό στην αφηγηματικότητα μιας πολύπλοκης ανθρώπινης ζωής και εποχής. Δεν καταφεύγει σε εξωραϊσμούς και αναδρομές. Επενδύει σε κάθε σκηνή, χωρίς να αξιολογεί τη ζωή του καλλιτέχνη με διδακτικό ή καν εμφανή τρόπο. Μιλάει για την ωριμότητα, το γήρας και τον θάνατο, τα οποία όμως διατρέχονται από την αναπόφευκτη ομορφιά της φύσης, ανθρώπινης και μη. Ομορφιά, την οποία ο Leigh σέβεται και αναδεικνύει.
Σίγουρα, ο «Κύριος Τέρνερ» ήταν πολύ πιο «ήσυχος» απ’ όσο του άξιζε τόσο εισπρακτικά όσο και στα «μεγάλα» βραβεία. Η παράλειψη του Spall, από την υποψηφιότητα Α΄ Ανδρικού Ρόλου της Ακαδημίας, είναι πιο επιβλαβής για την αξιοπιστία των βραβείων παρά για την λαμπρή ερμηνεία του ηθοποιού, η ευφυΐα της οποίας, κάλλιστα μπορεί να συγκριθεί με την εικαστική ευφυΐα του Turner…