Scroll Top

Άλλαι Τέχναι

Kursk, του Thomas Vinterberg

feature_img__kursk-tou-thomas-vinterberg
Αν πριν μερικά χρόνια ισχυριζόταν κάποιος πως ο ιδεαλιστής Thomas Vinterberg θα δούλευε πάνω σ’ ένα σενάριο χολιγουντιανών προδιαγραφών, μακριά από τους υπαρξιακούς προβληματισμούς και τα ψυχογραφικά ξεσπάσματα του παρελθόντος, θα τον θεωρούσαμε σίγουρα παράφρονα. Κι όμως, ο πάλαι ποτέ ριζοσπαστικός Δανός, απογαλακτισμένος πλέον από προκαταλήψεις και θεωρίες, αναδιπλώνεται όσο ποτέ πριν και μας παρουσιάζει μια αμφίσημη «ιστορική» ταινία που τον διαφοροποιεί σαφώς από τις ιδέες που ο ίδιος δημιούργησε κι εγκαθίδρυσε στο παρελθόν.

Το “Kursk” αφηγείται εν είδει δραματοποιημένου ντοκιμαντέρ την αληθινή τραγωδία του ρωσικού πυρηνικού υποβρυχίου Κ-141 Kursk, που βυθίστηκε τον Αύγουστο του 2000 κατά τη διάρκεια μιας ευρείας κλίμακας δοκιμαστικής άσκησης του ρωσικού Βόρειου Στόλου στη θάλασσα του Μπάρεντς στον Αρκτικό Ωκεανό. Την τραγική έκρηξη μιας πυρηνικής τορπίλης εντός του αποκαλούμενου «λεβιάθαν» του στόλου, ακολούθησε ο βάναυσος θάνατος 95 ατόμων κι ο εγκλωβισμός 23 μελών του πληρώματος στο κατώτερο διαμέρισμα του υποβρυχίου. Ξεκίνησε με αυτόν τον τρόπο μια αγωνιώδης προσπάθεια επιβίωσης που συνοδεύτηκε από την σοκαριστική ολιγωρία των Ρώσων αξιωματούχων να αποστείλουν βοήθεια και να δεχτούν τη συνδρομή ξένων κυβερνήσεων.

Πάνω σε αυτήν την ομολογουμένως μονοδιάστατη ιστορία, ο Δανός σκηνοθέτης επιμερίζει την προσοχή του σε τρεις κοινότητες χαρακτήρων, ισορροπώντας με σαφέστατη μαεστρία ανάμεσα σε διαπλεκόμενες υποθέσεις και ψυχικές εκφράσεις. Από τη μία έχουμε μια λεπτομερέστατη αλλά προσεκτική παρατήρηση του πληρώματος (ή τουλάχιστον μερικών εκ των πρωταγωνιστών του) και της απελπισμένης προσπάθειας επιβίωσής τους -χωρίς ευτυχώς να υπάρχουν κραυγαλέες συναισθηματικές εμπλοκές- κι από την άλλη μελετάται η βασανιστική προσμονή των οικογενειών τους και κυρίως των γυναικών τους. Σ’ ένα τρίτο επίπεδο, συντόμως βέβαια, αναλύεται η γραφειοκρατική και εθνικιστική στάση των μεγαλόσχημων κυβερνητικών αξιωματούχων και του στρατιωτικού επιτελείου, που εν πολλοίς βαρύνονται με την ευθύνη της εγκληματικής καθυστέρησης.

Κι ενώ τα στοιχεία της υπόθεσης διανθίζονται μ’ όλες τις θεμελιώδεις αρετές του σκανδιναβικού κινηματογράφου, η τελική κατάθεση του δημιουργού ξεφουσκώνει εκκωφαντικά, ενώ η βασική στόχευση της ταινίας δείχνει να μην τελεσφορεί ποτέ. Λίγο πιο αναλυτικά· έχουμε σαφέστατα μια κλασσική αφηγηματική ταινία που στηρίζεται πάνω σ’ ένα σπονδυλωτό σενάριο. Υπάρχουν ψυχροί φωτισμοί που υποκινούν κι εντείνουν το αίσθημα αγωνίας των θεατών, ενώ τα επιμήκη κάδρα του Δανού καλλιτέχνη επιτρέπουν την συνεχή κίνηση του ματιού καθώς εξελίσσεται η ιστορία, γεγονός που προσφέρει πολλά στο ενδιαφέρον. Ταυτόχρονα και λόγω των τεχνικών ιδιαιτεροτήτων του φιλμ -εφόσον μιλάμε για μια κατά βάση κλειστοφοβική ταινία- επιλέγεται μια πολύ σφιχτή προοπτική καθώς και μεσαία ή κοντινά πλάνα που σκιαγραφούν άριστα τις ψυχολογικές εξάρσεις των ηρώων και το φόβο του επικείμενου θανάτου. Προφανέστατα λοιπόν, ο σκηνοθέτης έχει επενδύσει πολλά στις εντάσεις των γεγονότων κι αυτό αναμφίβολα το αντιλαμβάνεται ο θεατής. Σίγουρα ακούγεται καθαρά και στεντόρεια η αντιπολεμική κραυγή του Vinterberg και πάρα πολλοί είναι αυτοί που θα συγκινηθούν και θα ταυτιστούν με το υψωμένο αντιμιλιταριστικό λάβαρο του σκηνοθέτη.

Κι όμως, παρά την ξεκάθαρη δεξιοτεχνία της κινηματογράφησης και τις αγνές προθέσεις του δημιουργού, η ταινία έχει ορισμένα βασικά -βασικότατα- σφάλματα. Πρώτο και ασύγγνωστο ατόπημα είναι το γεγονός ότι οι Ρώσοι της υπόθεσης μιλάνε αγγλικά! Τι ντροπή. Ασυγχώρητο λάθος για σκηνοθέτη διαμετρήματος Vinterberg. Και μόνο αυτό το λάθος λερώνει και τα μεγαλύτερα αριστουργήματα κι αφαιρεί τουλάχιστον τη μισή αξιοπρέπεια της ταινίας. (Καμιά φορά βλέπω μαρτυρικούς εφιάλτες με τα αγγλικά των Γερμανών στο “The Boy in the Striped Pajamas”). Μια δεύτερη παρατήρηση που αξίζει κανείς να διατυπώσει επί του έργου, είναι πως οι χαρακτήρες παρουσιάζονται σ’ ένα ξεκάθαρο μανιχαϊστικό πλαίσιο με αποτέλεσμα να μοιάζουν κάπως φαιδροί. Κι ίσως τα πράγματα να έγιναν έτσι ιστορικά, αλλά ο φακός του Vinterberg διογκώνει σαφώς τις λεπτομέρειες χωρίς να είναι σαφής ο καλλιτεχνικός σκοπός· προφανώς και δεν προσθέτει το οτιδήποτε αντιπολεμικό η τρομαχτική δαιμονοποίηση του ρωσικού στρατεύματος κι η ταυτόχρονη αναγωγή των Αμερικανών σε αλτρουιστές σωτήρες. Αντιθέτως καταλήγουμε να βλέπουμε ρηχούς χαρακτήρες που στερούνται υπαρξιακού βάθους κι αληθινών ψυχολογικών συγκρούσεων.

Πράγματι ο Vinterberg, συγκεντρώνοντας ένα καστ υψηλών προδιαγραφών (Colin Firth, Léa Seydoux του “La vie d’ Adele” και Matthias Schoenaerts) κι επενδύοντας σ’ ένα «οσκαρικό» σενάριο, συνεχίζει στοιχειωδώς αυτό που κατάφερε με απαράμιλλη εμβρίθεια και χαρισματική επιδεξιότητα στις προηγούμενες δουλειές του και πρωτίστως στα αριστουργήματά του, το “Festen” και το “Jagten”. Επιχειρεί μια καταβύθιση και μια διεξοδική μελέτη των ψυχολογικών εκφράσεων μιας μικρής κοινότητας. Είτε πρόκειται για οικογένειες, είτε για χωριά ή για παγιδευμένους ναυτικούς. Αλλά ενώ οι προηγούμενές του ταινίες φέρουν ισχυρό το αποτύπωμα του δημιουργού (και κατά τη γνώμη του γράφοντος τον τοποθετούν στην πεντάδα των κορυφαίων εν ζωή σκηνοθετών), στην συγκεκριμένη περίπτωση ο κατά τ’ άλλα συμπαθής Δανός, παρασυρμένος ίσως από κάποια υπερβολική αυτοπεποίθηση και σιγουριά ή από μια μανιώδη προσπάθεια να περάσει το μήνυμα του, φτιάχνει ένα φιλμ εξαιρετικά άνευρο και άτονο που δεν αφήνει πραγματικά τίποτα πέρα από κάποιες πρόσκαιρες και παροδικές συγκινήσεις. Ιδανικό ωστόσο για ένα ήρεμο βράδυ και για χαλάρωση. Ποιος νοιάζεται αν αυτός είναι ή όχι ο πραγματικός σκοπός του κινηματογράφου.

Ελπίζω να έχετε μια αξέχαστη προβολή.

Kursk, του Thomas Vinterberg
Μεταφρασμένος Τίτλος: Kursk: Η Τελευταία Αποστολή
Είδος: Περιπέτεια, Δράμα
Διάρκεια: 117’
Βαθμολογία: 4/10

1
Μοιράσου το