La maman et la putain, του Jean Eustache
Η μαμά και η πουτάνα, του Jean Eustache.
Ο Αλεξάντερ είναι ένας μποέμ νεαρός που πλήττει αφόρητα. Αρνείται να αφομοιωθεί από την απονεκρωμένη πραγματικότητα που άφησε πίσω του ο Μάης του ’68, και δεν κάνει τίποτα άλλο από το να εξασκεί το δικαίωμά του στην τεμπελιά. Περιπλανώμενος ολημερίς στις παρισινές μπουάτ «αναζητά τον χαμένο του χρόνο» (όπως άλλωστε ο τίτλος του βιβλίου που διαβάζει) προσπαθώντας να εντυπωσιάσει κοπέλες με την ακατάσχετη αερολογία του, ενώ παράλληλα, συζεί με μια μεγαλύτερη γυναίκα, την Μαρίν, με την οποία διατηρεί ελεύθερη ερωτική σχέση. Ένα απόγευμα, σε μια από τις άσκοπες βόλτες του στα παρισινά καφέ γνωρίζει την Βερόνικα, μια νεαρή γαλλοπολωνή νοσοκόμα. Αυτή γοητεύεται από την επιδέξια φλυαρία του και, κάπως έτσι, ένα θυελλώδες ειδύλλιο μεταξύ τριών ανθρώπων ξεκινά. Ο νεαρός “dragueur” θρέφει το εύθραυστο εγώ του «παίζοντας» παράλληλα και με τις δυο γυναίκες, ώσπου η κατάσταση αρχίζει να ξεφεύγει από τον έλεγχό του. Σύντομα τα όρια ξεπερνιούνται, τα συναισθήματα περιπλέκονται και οι εντάσεις αρχίζουν να κυριαρχούν. Μπορεί ένα ερωτικό τρίγωνο να μην καταλήξει σε ερωτική τραγωδία;
Στην αρχή όλα δείχνουν πως όχι. Όταν οι δυο γυναίκες μαθαίνουν η μία την ύπαρξη της άλλης συγκρούονται και καταβάλλονται από κτητικά συναισθήματα. Διεκδικούν ταυτόχρονα τον ίδιο άντρα και αυτό τις κάνει εριστικές, ανταγωνιστικές και ζηλόφθονες. Ταυτόχρονα, η παιδαριώδης συμπεριφορά του Αλεξάντερ τις εγκλωβίζει στο καλούπι ενος μονοδιάστατου ρόλου: αυτόν της μαμάς και αυτόν της πουτάνας. Για τον εραστή τους, η γυναίκα δεν ενσαρκώνει τίποτε άλλο παρά μια στερεοτυπική ερωτική φαντασίωση. Ωστόσο, όταν οι δυο γυναίκες συναντιούνται, οι σχέσεις ισχύος μεταξύ των τριών αντιστρέφονται. Αποφασίζοντας να συμμαχήσουν εναντίον του Αλεξάντερ, τα κακεντρεχή συναισθήματα μεταξύ τους σιγά σιγά υποχωρούν, δίνοντας την θέση τους στη γυναικεία αλληλεγγύη και αλληλοκατανόηση. Οι δυο τους συνειδητοποιούν πως αλληλοσυμπληρώνονται καθώς η μια βλέπει στην άλλη ένα χαμένο κομμάτι του εαυτού της. Τότε είναι λοιπόν που αναρωτιούνται: αξίζει τελικά να έρχονται αντιμέτωπες θρέφοντας τον ναρκισσισμό ενός ακόμη άντρα;
Παρόλο που με μια πρώτη εικόνα, φαίνεται να έχουμε να κάνουμε με ενα ακόμη ερωτικό δράμα της περιόδου που ακολούθησε αυτήν του Νέου Κύματος, απρόσμενα ανακαλύπτουμε πως πρόκειται για μια από τις πιο φεμινιστικές ταινίες όλων των εποχών. Ο Eustache εύστοχα πλάθει το πορτρέτο της σεξουαλικά απελευθερωμένης Βερόνικα και της ανεξάρτητης και δυναμικής Μαρίν σε μια κοινωνία που ο γάμος για τις περισσότερες γυναίκες ήταν μονόδρομος. Παρόλο που στην αρχή τοποθετεί τις γυναίκες παθητικά απέναντι στους επιδειξιομανείς μονολόγους του Αλεξάντερ, μια συγκλονιστική ρήξη ανάμεσα στα δυο φύλα έρχεται, όταν η Βερόνικα κάποια στιγμή ξεσπά. Σ’ αυτόν το συνταρακτικό δεκάλεπτο μονόλογο, οι σκέψεις της αραδιάζονται σαν χείμαρρος και συναισθήματα που με κόπο συγκρατούσε ξεχύνονται στην οθόνη. Την ακούμε απο την μια να αποζητά σεξουαλική απελευθέρωση και από την άλλη να παραληρεί πως ένα παιδί είναι η πραγματική μετουσίωση του συναισθήματος της αγάπης. Φάσκει και αντιφάσκει, κυριευμένη από κάθε λογής συναίσθημα: χαρά, λύπη, θυμό. Η Βερόνικα ξεσπά για την αγάπη που δεν έλαβε, για την υποκριτική σεμνοτυφία της κοινωνίας, για το πόσο βάναυσο είναι εν τέλει να επιβιώνεις ως νεαρή γυναίκα εκείνη την εποχή.
Βραβευμένο με το Μεγάλο Ειδικό Βραβείο του Φεστιβάλ Καννών το 1973, το -σχεδόν τεσσάρων ωρών διάρκειας- έπος, σηματοδοτεί το τέλος μιας ολόκληρης εποχής, το τέλος της Nouvelle Vague. Ο προβοκατόρικος τίτλος του μαρτυρά ένα σενάριο ρηξικέλευθο και επαναστατικό. Καθώς ξεφεύγει επιδέξια από την πεπατημένη ιστορία ενός ακόμη ερωτικού τριγώνου, καταδεικνύει με λεπτότητα τον ψευτοπροοδευτισμό μιας κοινωνίας, η οποία πασχίζει να συμβαδίσει με τις εξελίξεις, αλλά παραμένει αγκιστρωμένη στο παρελθόν. Ο Jean Eustache παραβλέπει τους παραδοσιακούς αφηγηματικούς κανόνες, δίχως όμως να επιδίδεται σε ναρκισσιστικούς πειραματισμούς που κουράζουν τον θεατή. Οι διάλογοι των πρωταγωνιστών μας κρατούν προσηλωμένους στην οθόνη και νιώθουμε σαν να είμαστε και εμείς παρόντες στο δράμα τους. Στο τέλος βγαίνουμε από την αίθουσα μουδιασμένοι, σαν να έχουμε βιώσει από πρώτο χέρι την συναισθηματική τρικυμία των τριών πρωταγωνιστών.
Πρόκειται για ένα ορόσημο του γαλλικού κινηματογράφου που αναφέρεται στη γυναικεία χειραφέτηση, τη σεξουαλική απελευθέρωση, τον έρωτα και τις κοινωνικές του διαστάσεις. Το φιλμ εισχωρεί στα σκοτεινά μονοπάτια της ψυχής, σκιαγραφεί την πολυπλοκότητα των ανθρώπινων σχέσεων και μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε το πόσο σκληρές μπορεί αυτές να αποβούν. Οι μακρόσυρτοι και κενού νοήματος μονολόγοι και τα μουδιασμένα βλέμματα των πρωταγωνιστών αποτυπώνουν την απουσία γενικότερου σκοπού που άφησε πίσω του ο Μάης του ’68. Άλλωστε, όπως με απογοήτευση διαπιστώνει ο Αλεξάντερ που σνομπάρει τα κοινωνικά κινήματα, σε έναν από τους πιο χαρακτηριστικούς μονολόγους «πρώτα υπήρχε η πολιτισμική επανάσταση, ο Μάης του ’68, οι Rolling Stones, τα μακριά μαλλιά, οι Μαύροι Πάνθηρες, οι Παλαιστίνιοι, και μετά από δύο-τρία χρόνια δεν υπάρχει τίποτα». Εφόσον λοιπόν με την επανάσταση στέρεψε κάθε πηγή νοήματος, ίσως ο έρωτας να είναι η τελευταία μας ελπίδα; Είναι το «Η μαμά και η πουτάνα» μια ταινία για την κοινωνία ή για τον έρωτα; Είναι και τα δυο, και αυτό την καθιστά τόσο ξεχωριστή, τρυφερή και προπαντός διαχρονική, αφού παραμένει επίκαιρη και στην σημερινή εποχή.
La maman et la putain, τουJean Eustache
Είδος: Δράμα, Κωμωδία
Διάρκεια: ‘220