La Sirène du Mississipi, του François Truffaut
Η ταινία που αφιέρωσε ο μεγάλος François Truffaut στον Jean Renoir είναι περισσότερο ένας σινεφίλ φόρος τιμής στον μετρ του σασπένς και της σημειολογικής πολυπλοκότητας, Alfred Hitchcock (και, ακόμα πιο συγκεκριμένα, στο αριστούργημα του Χιτς, τον «Δεσμώτη του Ιλίγγου»). Αν το δούμε, όμως, αποκλειστικά και μόνο σαν ιδιοφυές ειδολογικό παιχνίδι (γιατί είναι παράλληλα ένα συναρπαστικό ψυχολογικό θρίλερ, μια εκρηκτική ιστορία αγάπης, μια περιπέτεια καταδίωξης και μια κεκαλυμμένη σάτιρα της αποικιοκρατίας και της γαμήλιας σύμβασης ως θεσμοθετημένης σχέσης αμοιβαίας εκμετάλλευσης) ή μείνουμε στον θαυμασμό της απαστράπτουσας, στυλιστικής υπεροχής του –κοντά μισό αιώνα μετά, εξακολουθεί να δείχνει τόσο φρέσκο και μοντέρνο-, θα χάσουμε την ουσία του.
Η «Σειρήνα του Μισισιπή» είναι, πριν και πάνω απ’ όλα, μια σαγηνευτική ωδή στην ερωτική παραφορά, σ’ αυτό που γίνεται ο έρωτας όταν βιώνεται ως το μεδούλι, ως τα συντριπτικά άκρα του: τέλος της λογικής δηλαδή, ακόμα και του ενστίκτου της αυτοσυντήρησης, κι αρχή μιας άλλης, πρωτοφανέρωτης κατάστασης, μιας νέας εμπειρίας ζωής για την οποία ο πολιτισμός (αυτό το «ζωτικό και μείζον ψεύδος» όπως έγραφε ο Παπαγιώργης), δεν μας έχει προετοιμάσει –πρέπει μόνοι μας να βρούμε το μονοπάτι που θα διασχίσουμε.
Έτσι κι ο Louis, κατ’ επίφαση ζωντανός πριν γνωρίσει την Julie, απ’ τη στιγμή που εισβάλει στον κόσμο του αυτός ο ξανθός κυκλώνας λαγνείας (ασύλληπτη η ομορφιά της Deneuve σ’ αυτό το φιλμ) με το μπλαζέ βλέμμα και τα τόσα μυστικά, αρχίζει να χάνει, μία προς μία, τις βεβαιότητές του και εν τέλει το μυαλό του. Η Julie θα σαρώσει τα παλιά στηρίγματα της ζωής του, τον χλωμό, αυτάρκη εφησυχασμό του, τα σαθρά θεμέλια (και κάθε όρος ύπαρξης που δεν δημιουργείται απ’ το καθαρό πάθος –η επαγγελματική επιτυχία, η οικονομική ευημερία, η υψηλή κοινωνική θέση- είναι ένα τέτοιο σαθρό θεμέλιο) ενός βίου που έχει κλείσει τους λογαριασμούς του με τις, πάσης φύσεως, εκστάσεις και συγκινήσεις, και θα βάλει στη θέση τους τη φλογερή επιθυμία, τον φόβο της απώλειας, την μόνιμη ανησυχία και την αγιάτρευτη ανασφάλεια –δηλαδή τις βασικές προϋποθέσεις για τη γέννηση αυτού του ζαλιστικού, απόλυτου συναισθήματος που η λαϊκή γλώσσα (ώρες-ώρες πολύ πιο εύστοχη στις επινοήσεις της, απ’ το οιοδήποτε ακαδημαϊκό ιδίωμα) ονομάζει, «καψούρα». Ο Louis θα ξαναγεννηθεί άλλος άνθρωπος, στην άλλη όχθη της απελπισίας (για να παραφράσουμε τον Σαρτρ) κι η εμμονή του θα του διδάξει το πιο πολύτιμο μάθημα: δεν υπάρχει τίποτα το σταθερό, η ουσία βρίσκεται στην αποδοχή του εφήμερου.
Ξεμπερδεύοντας σχετικά γρήγορα με το νεο-νουάρ στοιχείο της ταινίας, αφού έχει ξεδιαλύνει τα μυστήρια της πλοκής μέσα στα πρώτα σαράντα λεπτά περίπου, ο Truffaut θέτει σε λειτουργία την κινητήρια μηχανή του εκπληκτικού έργου του, δηλαδή τον ουρανομήκη ρομαντισμό. Ξεχάστε, όμως, αυτήν κιόλας τη στιγμή ό,τι έχετε συνηθίσει να βλέπετε συνδεδεμένο μ’ αυτή τη λέξη, τις τελευταίες δεκαετίες. Ο ρομαντισμός που έχει στο μυαλό του ο Truffaut, είναι αυτός του Poe και του Baudelaire, όχι εκείνος ο μικροαστικός, σαχλός, μελίρρυτος –και πολύ συντηρητικός βέβαια- που βρίσκει στέγη σε ταινίες όπως το «Ημερολόγιο». Έτσι ο έρωτας του Louis, διασχίζει τα πιο πηχτά σκοτάδια και πηγαίνει ως την διάλυση, ως τον γκρεμό, την άβυσσο και πιο πέρα.
Συνειδητοποιημένος αυτοκαταστροφικός, δεν μπορεί να επικαλεσθεί την τύφλωση ή τα θολωμένα, απ’ την γενετήσια έξαρση, φρένα: ξέρει ότι αυτή η γυναίκα που συστηματικά τον παραπλανεί, τον προδίδει κυνικά και σε μικρές καθημερινές δόσεις του χορηγεί το δηλητήριο που θα τον πεθάνει (μια καταπληκτική μεταφορά για τον τρόπο που μας «σκοτώνουν» τα πάθη μας, αργά και μεθοδικά), είναι –σαν το πεπρωμένο, σαν τη μοίρα που διαλέγουμε- ανυπέρβλητη. Και δεν θέλει να χάσει τον χρόνο του ματαιοπονώντας, πιστεύοντας εσφαλμένα ότι επιστρατεύοντας τον Λόγο ή την βούλησή του, θα καταφέρει να σπάσει τα μάγια. Ο αληθινός έρωτας είναι η κατ’ εξοχήν μαγγανεία. Μόνο οι αφελείς ορθολογιστές νομίζουν ότι μπορούν να του ξεφύγουν χρησιμοποιώντας το πανάρχαιο φτηνό κόλπο της σωφροσύνης. Οι πεπειραμένοι, απ’ την άλλη, εκείνοι που δεν καταδέχονται να λένε ψέματα στον εαυτό τους, γνωρίζουν ότι δεν έχει κανένα νόημα η αντίσταση. Και κάποιοι σπάνιοι, σαν τον Λουί, που διαθέτουν το θάρρος να αντιμετωπίσουν τις απώτατες συνέπειες της απόφασης τους, περπατούν περήφανα και με χαμόγελο προς το ικρίωμα.
Είναι επόμενο, λοιπόν, ότι ο Truffaut δεν θα καταδεχτεί ψευδορεαλιστικές λύσεις για το δράμα (αυτές, επί παραδείγματι, που θα έδινε ένας σημερινός σκηνοθέτης, λυτρώνοντας έστω και την τελευταία στιγμή τον κεντρικό χαρακτήρα από τις ψευδαισθήσεις του, επαναφέροντάς τον στο δρόμο της «αυτοκυριαρχίας») και πως θα σπρώξει τα πράγματα ως τα άκρα, σαν τον υπέροχο ήρωά του (τον οποίο ο Belmondo αποδίδει εξαίσια σαν αποπροσανατολισμένο παιδί που έχει παγιδευτεί σε σώμα σαραντάρη). Θυμίζοντας, ως προς αυτό, τους μυθιστοριογράφους του 19ου αιώνα, ο Γάλλος auteur, παίρνει μια «ακραία περίπτωση» σαδομαζοχιστικής ερωτικής εξάρτησης και την αφήνει να αναπτυχθεί ανεμπόδιστη απ’ τα φράγματα της κοινής λογικής. Στο τέλος, η ιστορία του Louis και της Julie / Marion, παίρνει τα χαρακτηριστικά ενός μεταμοντέρνου παραμυθιού, το οποίο μιλάει (όπως όλοι οι μύθοι) για παραδειγματικές συμπεριφορές.
Μόνο που αυτό το παραμύθι δεν διδάσκει την σύνεση αλλά την ποιητική υπέρβαση όλων των κανόνων. Όπως στα όνειρα, που είμαστε ελεύθεροι να ακολουθήσουμε τις ροπές μας μέχρι το τέρμα τους, έτσι κι εδώ, τίποτα δεν μπορεί να μετριάσει τη σφοδρότητα της Επιθυμίας. Ακόμα και σε φορμαλιστικό επίπεδο, η «Σειρήνα» θυμίζει την αναπαράσταση μιας ηδονικής φαντασίωσης. Ολόκληρο το φιλμ πάλλεται από τις σεισμικές δονήσεις ενός μπαρόκ συναισθηματισμού που βάφει τα κάδρα στις παστέλ αποχρώσεις του φρενιτιώδους πόθου. Τα πάντα –κουστούμια, αυτοκίνητα, εξοχές, πόλεις, κτήρια- απεκδύονται την γκρίζα, υλική υφή τους και βυθίζονται στο ίδιο πολύχρωμο ενύπνιο. Αν στο τέλος της ταινίας, ο Λουί ξυπνούσε και συνειδητοποιούσε πως η Julie / Marion δεν ήταν πραγματική, και πάλι δεν θα έπρεπε να μας κάνει εντύπωση.
Γιατί η «Σειρήνα του Μισισιπή» είναι, πρωτίστως, ένα φιλμ για την ανδρική νεύρωση της κατάκτησης του τέλειου θηλυκού, δηλαδή του τέλειου ψέματος. Βλέπεις, το τέλειο είναι μια αφαίρεση, δεν απαντάται πουθενά μέσα στον κόσμο. Η ιδανική γυναίκα, όπως την ερμηνεύει η Deneuve, μοιάζει μ’ ένα κομμάτι παγωμένο κρύσταλλο: είναι εκεί για να αντανακλά πίσω στο αρσενικό ό,τι αυτό τοποθέτησε μέσα στην εικόνα της –τις πιο αντιφατικές απαιτήσεις, την αρχετυπική παραίσθηση (πως όλα –τελικά- θα πάνε καλά), την υπόσχεση της αιωνιότητας που καταλήγει εκκωφαντική ματαίωση. Μαγεμένος ο Louis, θ’ ακολουθήσει τον χρυσαφένιο άγγελο-εξολοθρευτή του, μέχρι τις εσχατιές της απόγνωσης.
Και θα βρει εκεί την ειρωνική ολοκλήρωσή του -φτωχός, παράνομος, ετοιμοθάνατος, ακραία αδύναμος, ηττημένος, ένα πελιδνό άθυρμα της μοίρας. Έχοντας στο στόμα την πικρή επίγευση του δηλητηρίου, δηλαδή της αλήθειας: για να βιώσεις ως το μεδούλι τον έρωτα, δεν πρέπει να μείνεις δεμένος στο κατάρτι σαν τον Οδυσσέα, οφείλεις να πας προς το τραγούδι της Σειρήνας (το ίδιο το σινεμά, όπως και η τέχνη στο σύνολό της –σύμφωνα με τους Adorno και Horkheimer, στη «Διαλεκτική του Διαφωτισμού»- ένα τέτοιο τραγούδι συνιστά). Ο Truffaut το γνώριζε. Και μετά απ’ αυτό το κατακλυσμιαία ρομαντικό έργο, δε μπορεί παρά να το μάθει κι ο θεατής.
La Sirène du Mississipi, του François Truffaut
Μεταφρασμένος τίτλος: «Η Σειρήνα του Μισισιπή»
Είδος: Δραματική, Ρομαντική
Διάρκεια: 123'
*Aναδημοσίευση από το cinedogs.gr, κινηματογραφικό συνεργάτη του Artcore magazine