Scroll Top

In a Cinemanner of Speaking

Lauren Bacall: Το πιο διάσημο «βλέμμα» των φιλμ νουάρ

feature_img__lauren-bacall-to-pio-diasimo-blemma-ton-film-nouar
.«Δεν κερδίζεις πάντα όλες τις μάχες, αλλά είναι καλό να ξέρεις ότι πάλεψες»

Από την πρώτη της εμφάνιση στην ασημένια οθονή, σε ηλικία μόλις 19 χρονών, εντυπωσίασε με την επιβλητική της παρουσία. Με βαθειά φωνή και έντονα μυστηριώδες βλέμμα που διαπερνούσε την κάμερα, η Lauren Bacall δημιούργησε τον δικό της κινηματογραφικό τύπο, παίζοντας “femme fatale” ρόλους.

Γεννημένη ως Betty Joan Perske, στο Μπρονξ της Νέας Υόρκης, στις 16 Σεπτεμβρίου του 1924, είχε από μικρή το όνειρο να δει το όνομά της με φωτεινά γράμματα. Οι γονείς της, μετανάστες από τη Ρουμανία και τη σημερινή Λευκορωσία, χωρίζουν κι ο πατέρας της «εξαφανίζεται» από την ζωή της μικρής Betty. Μεγαλώνει με τη μητέρα της, τη γιαγιά της και με τη βοήθεια του θείου της. Σπουδάζει χορό κι αργότερα παρακολουθεί μαθήματα υποκριτικής με συμμαθητή τον Kirk Douglas, κάνοντας το θεατρικό της ντεμπούτο στο Broadway, το 1942. Αυτό, όμως, που της χαρίζει το εισιτήριο για τα μεγάλα κινηματογραφικά στούντιο είναι το εξώφυλλό της στο περιοδικό Harper’s Bazaar, το 1943. Ο σκηνοθέτης Howard Ηawks, βλέποντας την φωτογράφιση της Betty, εντυπωσιάζεται και την καλεί για δοκιμαστικό στην ταινία “To Have and Have not”.

Σ’ αυτή την ταινία συμπρωταγωνιστεί με τον κατά 25 χρόνια μεγαλύτερό της Humphrey Bogart και «βαφτίζεται» Lauren Bacall. Η ταινία σημειώνει εμπορική επιτυχία, η νεαρή πρωταγωνίστρια γίνεται γνωστή για το χαρακτηριστικό της βλέμμα κι η δημοτικότητά της εκτοξεύεται. Σε συνέντευξή της, χρόνια αργότερα, εξηγεί πως το βλέμμα της ήταν αποτέλεσμα της προσπάθειάς της να κρύψει το γεγονός οτι έτρεμε το κεφάλι της από το άγχος. Έτσι σκέφτηκε πως χαμηλώνοντας το πηγούνι της και σηκώνοντας το βλέμμα της προς τα πάνω θα σταματούσε να τρέμει. Στα γυρίσματα ερωτεύεται τον Bogart, αν και στην αρχή το ζευγάρι αντιμετωπίζει δυσκολίες λόγω της πιέσης των στούντιο να χωρίσουν, με τον οποίο τελικά παντρεύεται το 1945 κι αποκτά δυο παιδιά.

Μετά τον γάμο, η Bacall έχει ως βασική της προτεραιότητα την οικογένεια, συνεχίζει, ωστόσο, να πρωταγωνιστεί σε ταινίες. Αυτές που τραβάνε την προσοχή κοινού και κριτικών είναι εκείνες στις οποίες συμπρωταγωνιστεί με τον Bogart, όπως το “Big Sleep” του Howard Hawks, που την εδραιώνει ως τη “femme fatale” του αμερικανικού κινηματογράφου. Σειρά έχουν αλλά δυο φιλμ νουάρ, το “Dark Passage” του Delmer Daves το 1948 και το “Key Largo” του John Houston. Και στις δυο αυτές ταινίες οι ερμηνείες της αποσπούν θετικά σχόλια, καθώς οι κριτικοί αναγνωρίζουν την ικανότητά της να κατανοεί σε βάθος τους ρόλους. Στη δεκετία του ‘50, η Bacall έχει τη φήμη της «δύσκολης» στα γυρίσματα, ο ρόλος όμως, που δίνει νέα ώθηση στην καριέρα της είναι αυτός της Schaze Page στο “How To Marry a Millionaire”, του Jean Negulesco. Σε αυτή την ταινία, που γυρίζεται το 1953, συμπρωταγωνιστεί με την Betty Grable και τη Marilyn Monroe. 

Η Bacall καταφέρνει να κερδίσει τις εντυπώσεις και να «κυριαρχήσει» στην ταινία, με την πνευματώδη και έξυπνη ερμηνεία της. H κινηματογραφική καριέρα της Bacall, στη συνέχεια, παρoυσιάζει μέτρια πορεία, με εξαίρεση την ταινία “Designing Woman” του Vincent Minelli, δίπλα στον φίλο της Gregory Peck, το 1957, και το “Murder On the Orient Express” του Sidney Lumet, το1974. Η πραγματική επιτυχία και καταξίωση της ως ηθοποιού, σύμφωνα με την ίδια, έρχεται με τις παραστάσεις στο Broadway, μάλιστα το 1972 και το 1981 κερδίζει το βραβείο Tony για τις ερμηνείες της στα θεατρικά “Applause”και “Woman of the Year”, αντίστοιχα. Το αξιοσημείωτο σε μια καριέρα 50 ετών είναι το γεγονός πως η πρώτη της υποψηφιότητα για Όσκαρ έρχεται το 1996, για την ερμηνεία της στην ταινία “The Mirror Ηas Τwo Faces”, σε σκηνοθεσία της Barba Streisand. Δεν κερδίζει ποτέ το εν λόγω βραβείο, παρά μόνο της απονέμεται το τιμητικό βραβείο Όσκαρ, το 2009, ως ένας φόρος τιμής σε μια ηθοποιό που πάντοτε αμφισβητούσε την αξία και την επιρροή του Hollywood.

Η υπομονή δεν ήταν ποτέ το δυνατό μου σημείο.

Όπως κι η καριέρα της, έτσι κι η προσωπική της ζωή, είχε πολλά σκαμπανεβάσματα. Έκανε οικογένεια με τον Bogie, όπως τον αποκαλούσε, τον στήριξε όταν αρρώστησε, αντιμετώπισε με αξιοπρέπεια τον θάνατό του, το 1957, συνέχισε τη ζωή της, λέγοντας μάλιστα πως το να είσαι χήρα δεν είναι επάγγελμα, αρραβωνιάστηκε τον Frank Sinatra, παντρεύτηκε τον Jason Robards, απέκτησε ένα γιο και χώρισε. Όμως στην συνείδηση του κοινού έμεινε για πάντα ως η ιδανική σύντροφος και συμπρωταγωνίστρια του Humphrey Bogart. 

Γεγονός που δεν την πείραξε ποτέ. Μιλούσε πάντοτε με αγάπη και σεβασμό για εκείνον, λέγοντας πως κανένας δεν έγραψε ποτέ μεγαλύτερο ειδύλλιο από αυτό που έζησαν οι δυο τους. Ήταν σε όλη της τη ζωή πιστή στους φίλους και τις δημοκρατικές της αντιλήψεις, εργατική, άμεση, πνευματώδης, αξιοπρεπής, ειλικρινής και αυστηρή, τόσο με τους άλλους όσο και με τον εαυτό της. Για όλους αυτούς τους λόγους, κέρδισε με το πέρασμα των χρόνων την αγάπη και τον θαυμασμό του κοινού. Η μόνη συμβουλή που έδινε στους νεότερους ήταν να έχουν ήθος και να τιμούν τους φίλους τους. H Νεοϋορκέζα ηθοποιός, που απεχθανόταν τη λέξη θρύλος και δεν αισθάνθηκε ποτέ «κομμάτι» του Hollywood, έφυγε στις 12 Αυγούστου του 2014 στην πόλη που γεννηθηκε και αγαπούσε, έχοντας πετύχει αυτό που ονειρευόταν από μικρό κοριτσάκι: να δει το όνομα της με μεγάλα φωτεινά γραμματά.

Πιστεύω ότι όλη σου η ζωή καθρεφτίζεται στο πρόσωπο σου, και πρέπει να είσαι υπερήφανος γι αυτό.

_
Βάσια Τζαγκαράκη
- γράφει για το Artcore
1
Μοιράσου το