Μάκης Τσίτας: «Kινούμαι και ζω μέσα στα γραπτά μου, ακόμη και όταν δεν γράφω»
Γνωρίζω πως έχετε μια μακρά εμπειρία στη συγγραφή εικονογραφημένων παιδικών ιστοριών. Πόσο εύκολο ήταν το πέρασμα σε ένα άλλο είδος γραφής; Υπάρχουν κοινά συγγραφικά αντανακλαστικά στις δύο περιπτώσεις ή μιλάμε για μία τελείως άλλη διαδικασία;
Η αλήθεια είναι πως ενώ ο περισσότερος κόσμος με γνωρίζει από τα 15 βιβλία μου για παιδιά, το ξεκίνημά μου είχε γίνει με ιστορίες για ενήλικες. Από τα 20 μου χρόνια, είχα αρχίσει να δημοσιεύω διηγήματα και ποιήματα σε εφημερίδες και περιοδικά, ενώ σε ηλικία 24 ετών εξέδωσα την πρώτη μου συλλογή διηγημάτων που απευθυνόταν σε ενήλικες, το «Πάτυ εκ του Πετρούλα». Μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου βιβλίου μεσολάβησαν δεκαεπτά χρόνια, χρονικό διάστημα κατά το οποίο εξέδιδα μόνο βιβλία παιδικής λογοτεχνίας. Επομένως, μπορούμε να πούμε πως τώρα επέστρεψα, τρόπον τινά, στο σημείο εκκίνησής μου, τη λογοτεχνία ενηλίκων. Αγαπώ αμφότερα τα δύο αυτά είδη λογοτεχνίας, κατά τη γνώμη μου όμως, η παιδική λογοτεχνία είναι μια πιο δύσκολη διαδικασία. Καταρχήν, οφείλεις να λαμβάνεις υπόψη σου παραμέτρους όπως η ηλικία των παιδιών στα οποία απευθύνεσαι, διότι είναι τελείως διαφορετικό να γράφεις μια ιστορία για παιδιά 6 ετών και μια ιστορία για παιδιά 12 ετών. Γράφοντας ιστορίες για παιδιά οφείλεις να είσαι πολύ προσεκτικός, γιατί πρόκειται για αγνές και ευαίσθητες ψυχές που ξεκινούν το ταξίδι της ζωής και έχουν ανάγκη από μηνύματα χαράς, αισιοδοξίας, ζωντάνιας. Ταυτόχρονα βέβαια, πρέπει να λέμε τα πάντα στα παιδιά και να μην τους αποκρύπτουμε τα δυσάρεστα θέματα, όπως ο θάνατος, ψάχνοντας όμως πάντα τον κατάλληλο τρόπο. Παρά την αντίθετη κυρίαρχη άποψη, θεωρώ πως η λογοτεχνία για παιδιά είναι μια δυσκολότερη υπόθεση από τη λογοτεχνία για ενήλικες.
Διάβασα πως ασχοληθήκατε περίπου δέκα χρόνια με τη συγγραφή του «Μάρτυς μου ο θεός»; Το τελικό αποτέλεσμα βρίσκεται κοντά ή μακριά από τις αρχικές σας προθέσεις;
Κοιτάξτε, μπορώ να πω πως αυτά τα δέκα χρόνια δεν με επηρέασαν ως προς την εξέλιξη του βιβλίου. Η αρχική σύλληψη του κεντρικού ήρωα, του Χρυσοβαλάντη, χρονολογείται περί το 1996 και εξαρχής ήμουν σίγουρος για διάφορα βασικά στοιχεία του, όπως την ηλικία και τη φυσιογνωμία του, καθώς και τον τόπο, στον οποίο θα κινούνταν. Επιπλέον, ήξερα από την πρώτη στιγμή ποια θα είναι αρχή και ποιο το τέλος της ιστορίας, χωρίς να παρεκκλίνω ποτέ. Στη συνέχεια, μάζευα για τέσσερα χρόνια υλικό προκειμένου να χτίσω μια περσόνα που θα ήταν πολυδιάστατη και όχι μονόπλευρη. Όταν ξεκίνησα να γράφω, ο ήρωας πήρε σάρκα και οστά και αφέθηκα σε αυτόν, διότι απολαμβάνω να παρασύρομαι από τους ήρωές μου, να καθοδηγούν αυτοί εμένα και όχι το αντίστροφο. Όσον αφορά τα δέκα χρόνια δουλειάς και προετοιμασίας, σχετίζονταν περισσότερο με τη μορφή και τη γλώσσα του μυθιστορήματος. Δούλεψα λέξη προς λέξη το βιβλίο και στην πορεία άλλαξα κάποια πράγματα. Για παράδειγμα, προτίμησα τελικά την πρωτοπρόσωπη αφήγηση έναντι της τριτοπρόσωπης και χώρισα την ιστορία σε περισσότερες παραγράφους, ενώ αρχικά ήταν δομημένη σε πιο μεγάλα κεφάλαια.
Δεδομένου ότι ξεκινήσατε να γράφετε το μυθιστόρημα σε μία «προ κρίσης» εποχή, μπορούμε να πούμε πως οι σκέψεις σας αποδείχτηκαν και ολίγον προφητικές. Νιώθετε τρόπον τινά «δικαιωμένος»;
Δυστυχώς, ναι. Μακάρι να είχα πέσει έξω, να μην είχαν συμβεί όλα όσα συνέβησαν στη χώρα και μακάρι τα όσα διαδραματίζονται στο βιβλίο να ήταν αυστηρά προϊόν μυθοπλασίας, όπως στα περισσότερα λογοτεχνικά έργα. Δυστυχώς, πολλά από αυτά που προέβλεπε ο ήρωας βγήκαν αληθινά, αυτή η επικείμενη βύθιση, στην οποία αναφέρεται συνεχώς, επαληθεύτηκε από την εξέλιξη των πραγμάτων. Ο Χρυσοβαλάντης εκφράζει την απαισιοδοξία του παρόλο που ζει σε μία περίοδο φαινομενικής ευμάρειας, ακριβώς πριν τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων, τότε που όλα έμοιαζαν ρόδινα κι η Ελλάδα φάνταζε μια ισχυρή ευρωπαϊκή χώρα. Παρόλα αυτά, νιώθω πως πολλοί άνθρωποι γνώριζαν κατά βάθος ή τέλος πάντων είχαν στην άκρη του μυαλού τους την ιδέα πως όλα αυτά θα αποδειχθούν μία φούσκα. Να σας εκμυστηρευτώ πως ήμουν τελείως αντίθετος με τη διοργάνωση αυτών των Αγώνων και μάλιστα, είχα φροντίσει να φύγω από την Αθήνα εκείνη την περίοδο.
Υπάρχει, κατά τη γνώμη μου, κάτι το βαθιά ουμανιστικό στο βιβλίο σας. Ο Χρυσοβαλάντης είναι μάλλον πιο ρομαντικός απ’ ότι αντιστοιχεί στον χαρακτήρα του. Είναι μια μικρή νότα πίστης και αισιοδοξίας αυτό το στοιχείο; (αν συμφωνείτε βέβαια ότι υπάρχει…)
Ωραία η παρατήρησή σας. Να σας πω αρχικά, πως τον Χρυσοβαλάντη τον αγάπησα από την πρώτη στιγμή που τον έπλασα στο μυαλό μου. Είναι ένας άνθρωπος με πολλές αντιφάσεις, όπως όλοι μας εξάλλου, οι οποίες μπορεί μεν να λαμβάνουν ακραίες μορφές, αλλά σε καμία περίπτωση δεν τον καθιστούν κακό άνθρωπο. Είναι μια ευαίσθητη και ρομαντική ψυχή, δεν έχει πειράξει ούτε μύγα στη ζωή του, παρόλο που τον έχουν βλάψει πολλοί, άλλος περισσότερος, άλλος λιγότερο. Ξεστομίσει πολλές υπερβολικές κουβέντες, αλλά κι αυτές εντάσσονται στο συνολικό πλαίσιο του χαρακτήρα του. Η φράση «Πάντα υπήρξα ο σάκος του μποξέρ και ποτέ το γάντι» είναι αυτή που αποτυπώνει πιο πιστά την όλη του διαδρομή στη ζωή. Παρόλο που είναι άνεργος και με πολλά προβλήματα, παραμένει αισιόδοξος, αυτοσαρκάζεται, κάνει πλάκα με τις δυσάρεστες καταστάσεις που τον περιβάλλουν. Μέχρι τελευταία στιγμή, προσπαθεί να διατηρήσει την αισιοδοξία του. Το μότο που επαναλαμβάνει στον εαυτό του, το «έχει ο Θεός», το πιστεύει ακράδαντα. Μέχρι το τέλος, πιστεύει πως κάτι θα γίνει και θα αλλάξουν τα πράγματα.
Το βιβλίο σας εμπεριέχει κάποιες ισχυρές δόσεις «ελληνικότητας», νομίζω. Πιστεύετε πως μπορεί να γίνουν αντιληπτές οι λεπτές αποχρώσεις του, πχ. από ένα Σκανδιναβό ή ένα Κεντροευρωπαίο αναγνώστη;
Δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα. Μετά το βραβείο εκδοτικοί οίκοι από δέκα χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν ενδιαφερθεί για το βιβλίο και θα ήμουν πολύ χαρούμενος αν το «Μάρτυς μου ο Θεός» μπορούσε να τους τραβήξει το ενδιαφέρον. Νιώθω πως στις βαλκανικές και μεσογειακές χώρες το έδαφος είναι πιο πρόσφορο καθώς έχουμε πολλά κοινά στοιχεία.
Μιλώντας γενικότερα: κατά πόσο μπορεί μια συγκεκριμένη εθνική λογοτεχνία να αφομοιωθεί από μία ξένη προς αυτήν κουλτούρα;
Υπάρχει το παράδειγμα της τεράστιας απήχησης της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας και του «μαγικού ρεαλισμού», όπως αυτός εκφράστηκε με τον Μπόρχες, τον Ρούλφο, τον Μάρκες και πολλούς άλλους. Η επιτυχία αυτού του ρεύματος τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη οφείλεται, μεταξύ άλλων, στο ότι μετέφερε στους αναγνώστες έναν κόσμο εντελώς διαφορετικό και καινούργιο. Αντίστοιχο παράδειγμα (για να πάμε στα δικά μας) είναι και η επιτυχία του Καζαντζάκη σε χώρες όπου η ιδιοσυγκρασία απέχει πάρα πολύ από την ελληνική, όπως στη Σουηδία.
Η γλώσσα του βιβλίου νιώθω πως μετατρέπεται σε περιεχόμενο, πως αποδίδει μία αίσθηση μεταξύ κωμικού και τραγικού, πως είναι κι αυτή στοιχείο της πλοκής. Ισχύει;
Έτσι ακριβώς είναι. Ο Χρυσοβαλάντης είναι η γλώσσα του: αυτή των εκκλησιαστικών κειμένων αλλά και η καθαρεύουσα, οι λαϊκές και αργκό εκφράσεις, οι λέξεις που κατασκευάζει, τα διαβάσματά του από την ποίηση και την πεζογραφία, κυρίως την ελληνική, όλα αυτά τα στοιχεία συνιστούν ένα μίγμα που συγκροτεί την περσόνα του Χρυσοβαλάντη. Επομένως το κύριο μέλημά μου σ’ αυτό το βιβλίο ήταν πρωτίστως η γλώσσα και γι’ αυτό και αφιέρωσα τόσο χρόνο και τόση εργασία πάνω σ’ αυτή.
Πώς άλλαξε η ζωή σας μετά το βραβείο; Σας έκανε πιο αισιόδοξο για τη συγγραφική σας πορεία στην Ελλάδα;
Η αλήθεια είναι πως το βραβείο έχει φέρει νέες προοπτικές και αισιοδοξία, όπως επίσης είναι προφανές ότι μου έδωσε μεγάλη χαρά, χωρίς όμως να αλλάξει έστω και στο ελάχιστο τη συνολική μου στάση απέναντι στη συγγραφή και στη λογοτεχνία. Με έχουν ρωτήσει αν τυχόν αυτό το βραβείο με άγχωσε και η απάντησή μου ήταν πως δεν περίμενα αυτό για να αγχωθώ, αγχώνω ο ίδιος κάθε φορά τον εαυτό μου όταν γράφω, γιατί είμαι πολύ απαιτητικός από τον εαυτό μου. Έχω τους δικούς μου ρυθμούς, οι οποίοι είναι αργοί και τους οποίους δεν θα άλλαζα εξαιτίας ενός βραβείου. Η συγγραφή για μένα είναι μια αγνή αγάπη, δεν βιοπορίζομαι από αυτή, δεν είμαι δηλαδή επαγγελματίας συγγραφέας με αυτή την έννοια του όρου, καθώς η βασική μου επαγγελματική ενασχόληση είναι το www.diastixo.gr, το ενημερωτικό site για το βιβλίο και τον πολιτισμό. Η συγγραφή είναι το σημαντικότερο στοιχείο στη ζωή μου, κινούμαι και ζω μέσα στα γραπτά μου, ακόμη και όταν δεν γράφω. Καταγράφω πολλά στιγμιότυπα και εικόνες της καθημερινότητάς μου, που μπορεί αργότερα να μου χρησιμεύσουν, όταν αποφασίσω να γράψω κάτι.
Πόσο αργοί μπορεί να είναι δηλαδή οι ρυθμοί σας;
Για να σας δώσω ένα παράδειγμα, οι ιστορίες που γράφω για παιδιά έχουν την έκταση μικρών διηγημάτων, είναι περίπου τρεις σελίδες. Κάνω πολλούς μήνες για να γράψω μία τέτοια ιστορία, αφήνοντας και ξαναπιάνοντάς την, προσθέτοντας και αφαιρώντας συνεχώς στοιχεία και λεπτομέρειες. Και για να ξαναγυρίσω στο «Μάρτυς μου ο Θεός»: το έγραφα για δέκα χρόνια.
Νιώθω πως υπάρχει κάτι το παράδοξο στη χώρα μας. Ενώ υπάρχει μικρό αναγνωστικό κοινό και οι κρατικοί ιθύνοντες είναι ξεκάθαρα αδιάφοροι, εντούτοις εκδίδεται μεγάλος αριθμός βιβλίων. Ισχύει; Πώς το εξηγείτε;
Ισχύει. Τα στατιστικά στοιχεία άλλωστε αποδεικνύουν πως ακόμη και μετά το ξέσπασμα της κρίσης, ο αριθμός των νέων τίτλων που εκδίδονται παραμένει πολύ υψηλός. Ο βασικός λόγος είναι η μεγάλη αγάπη των Ελλήνων εκδοτών για το βιβλίο, την οποία και πρέπει να τους αναγνωρίσουμε. Οι Έλληνες εκδότες εξακολουθούν να είναι αισιόδοξοι και πολλές φορές λειτουργούν κυρίως με το συναίσθημα και όχι βάσει επιχειρηματικού ενστίκτου. Ενδέχεται δηλαδή να εκδώσουν ένα βιβλίο επειδή τους άρεσε, ακόμη κι αν ξέρουν ότι θα είναι αντί-εμπορικό. Επιπλέον, πολλές φορές οι ελληνικοί εκδοτικοί οίκοι βασίζονται στον νόμο των πιθανοτήτων και εκδίδουν πολλά βιβλία, ευελπιστώντας ότι ανάμεσα σε αυτά θα είναι και κάποιο ή κάποια μπεστ σέλερ, που θα βοηθήσουν την εταιρία να πάρει τα πάνω της. Ένα ακόμη στοιχείο που παίζει ρόλο είναι η γέννηση πολλών μικρών εκδοτικών οίκων, καθώς και η αύξηση των αυτό-εκδόσεων, η χρηματοδότηση δηλαδή βιβλίων από τους ίδιους τους συγγραφείς. Παρατηρώ πως στην εποχή που ζούμε, ο κόσμος έχει δίψα να εκφραστεί. Σε μια κατάσταση αβεβαιότητας, ο καθένας ελπίζει και βιάζεται να πει τα όσα έχει μέσα του και θέλει να βγάλει προς τα έξω.
Ποια είναι τα νέα πλάνα που έχετε στα σκαριά;
Έχω μαζέψει ήδη υλικό για το νέο μου μυθιστόρημα, το οποίο όπως καταλάβατε μάλλον θα αργήσει (γέλια), ενώ πολύ πρόσφατα εκδόθηκε και το τελευταίο μου βιβλίο παιδικής λογοτεχνίας για παιδιά από 7 ετών και άνω με τον τίτλο «Ο αδέσποτος Κώστας» (εκδόσεις Ψυχογιός). Παράλληλα, το «Μάρτυς μου ο θεός» ανέβηκε στη σκηνή, από τις 8 Νοεμβρίου φιλοξενείται στο θέατρο “Vault”, στην Αθήνα (στον Βοτανικό). Η σκηνοθεσία της παράστασης είναι της Σοφίας Καραγιάννη, ενώ πρωταγωνιστεί ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης. Στόχος μας είναι να ανέβει η παράσταση και στη Θεσσαλονίκη, καθώς και σε άλλες πόλεις της Βορείου Ελλάδος, καθώς οι τρεις βασικοί συντελεστές της έχουμε καταγωγή από εκεί (Βέροια, Νάουσα, Γιαννιτσά).
Συνέντευξη: Aureliano Buendia