Μανταρίνια, του Ζάζα Ουρουσάντε
1992. Μήνες μετά το ξέσπασμα του πολέμου μεταξύ Γεωργιανών και Καυκασίων για τη γη της Αμπχαζίας, δύο Εσθονοί κάτοικοί της, ένας ξυλουργός και ένας καλλιεργητής μανταρινιών, είναι οι τελευταίοι εναπομείναντες στο ειδυλλιακό χωριό τους, ώστε να φροντίσουν μην πάει χαμένη μια «τόσο καλή σοδειά».
Ο ξυλουργός Ίβο (Lembit Ulfsak), διακόπτει την εργασία του για να δώσει τροφή στους Καυκάσιους μισθοφόρους που σταματούν μπροστά στο εργαστήριό του. «Λυπάμαι που γενναίοι άντρες σαν κι εσένα γερνάνε», του λέει ο ένας απ’ τους δύο καθώς αποχαιρετίζονται, όπως φαίνεται για πρώτη και τελευταία φορά.
Η μικρής έκτασης μάχη που ξεσπά μπροστά στο σπίτι του καλλιεργητή Μάργκους (Elmo Nüganen) ανατρέπει τα δεδομένα και ταράζει την εύθραυστη ηρεμία της μικρής κοινότητας των δύο αντρών. Ο Ίβο περιθάλπει στο σπίτι του τους επιζήσαντες, έναν Καυκάσιο και έναν Γεωργιανό στρατιώτη (Giorgi Nakashidze και Mikhail Meskhi αντίστοιχα), χωρίς όμως να παύει, μαζί με τον Μάργκους, να προγραμματίζει τη συγκομιδή και διακίνηση των μανταρινιών τους.
Ο Γεωργιανός σεναριογράφος και σκηνοθέτης Ζάζα Ουρουσάντζε, ξετυλίγει με απλότητα αυτό το βαθιά ουμανιστικό, αντιπολεμικό δράμα. Η σοφή ερμηνεία του Lembit Ulfsak γεμίζει με ένταση και νόημα τις πιο καθημερινές και απλές κινήσεις, ενώ η φωτογραφία του Rein Kotov αποδίδει υπέροχα την αθάνατη φυσική ομορφιά και καθιστά τις -πολλές- σιωπές του φιλμ εύγλωττες.
Παρά τη λιτότητά τους, τα «Μανταρίνια» βρίθουν περιεχομένου. Ενώ τοποθετούνται σαφώς χρονικά και χωρικά, το νόημά τους είναι καθολικά διαχρονικό. Δεν θίγονται μόνο οι εμμεσότερες συνέπειες ενός πολέμου, αλλά ο γεωργιανός δημιουργός, τοποθετώντας τους ήρωές του απομονωμένους σε ένα παραδείσιο, φυσικό και αναπαλλοτρίωτο τοπίο μιλά για κάθε πολεμιστή, τεχνίτη, αγρότη, εχθρό, αδερφό, άνθρωπο.
Με τις ταυτότητες των χαρακτήρων του να αποκαλύπτονται τραγικά αργά, χαμένες υπό το βάρος του εθνικισμού και της πολεμικής ηθικής, ο Ουρουσάντζε θίγει την πλαστότητα των πατριωτικών δεσμών, τις προκαταλήψεις που συνεπάγονται, το βάρος της εθνικής ταυτότητας, αλλά και το αναπόδραστό της.
Από την άλλη, αποκαλύπτει τη βαθιά του πεποίθηση για τη θεμελιώδη καλοσύνη της ανθρώπινης φύσης, για έναν κοινό πανανθρώπινο κώδικα που περιμένει να εκφραστεί σε κάθε χαραμάδα επικοινωνίας και ο οποίος εν τέλει είναι ό,τι αξίζει να περισωθεί από τη φρίκη του πολέμου.