Μάρτυς μου ο Θεός, του Μάκη Τσίτα
Η αλήθεια είναι ότι το μυθιστόρημα, ως προς το περιεχόμενό του, δεν είναι καθόλου ανάλαφρο ή ευχάριστο. Η ιστορία που αναλαμβάνει να παρουσιάσει είναι βαθιά τραγική. Στην ουσία, ο Χρυσοβαλάντης, ο οποίος διηγείται τη ζωή του σε πρώτο πρόσωπο, εν είδει εξομολόγησης (ή αυτοβιογραφίας), είναι ένα άτομο βαθιά πληγωμένο και παγιδευμένο σε έναν ιστό καταστάσεων από τον οποίο δεν μπορεί και δεν καταφέρνει να ξεφύγει. Στη ζωή του, όπως δεν ντρέπεται να μας πει ο ίδιος, έχει ζήσει πάρα πολλά άσχημα πράγματα, είτε ερωτικά, είτε οικογενειακά, είτε επαγγελματικά: έχει περάσει από απογοητεύσεις, συναισθηματικά αδιέξοδα, σκληρές συνθήκες, και μικρές και μεγάλες καταστροφές. Από την αρχή φαίνεται σαν ένα άτομο που δεν έχει κατορθώσει να κερδίσει την ανεξαρτησία του, πόσω μάλλον την αυτοεκπλήρωση ή την ευτυχία, και παλεύει να τα βγάλει πέρα με ένα σωρό προβλημάτων, είτε αυτά έχουν να κάνουν με την επαγγελματική αποκατάσταση και την ανεργία, είτε με ζητήματα υγείας, είτε με τα προσωπικά, ερωτικά και οικογενειακά θέματα. Κι αυτή η μεγάλη δυσκολία που αντιμετωπίζει –η οποία μπορεί να περνά από διάφορες φάσεις, άλλοτε πιο καλές κι άλλοτε πιο άσχημες, αλλά που εν τέλει εξελίσσεται δυσοίωνα– σε ένα βαθμό οφείλεται σε εξωγενείς παράγοντες (όπως, για παράδειγμα, οι κακοί εργοδότες), αλλά, σε ένα εξίσου μεγάλο βαθμό –αν όχι μεγαλύτερο– οφείλεται στην ίδια τα λάθη και την παθητικότητα του Χρυσοβαλάντη, στην αδυναμία του να εξελιχθεί, να αλλάξει την οπτική και την αντίληψη που έχει για τον κόσμο, να ανεξαρτητοποιηθεί και να προσαρμοστεί. Βέβαια, -κι αυτό καταφέρνει να το αποδώσει αρκετά καλά ο Τσίτας- η ίδια η ψυχολογία του Χρυσοβαλάντη, που τόσο τον έχει αποδυναμώσει καθιστώντας τον αρκετά παθητικό και ευάλωτο, ήδη έχει δεχθεί ισχυρά πλήγματα (κυρίως ταπείνωσης) από άλλους, από τον καιρό που ο κεντρικός ήρωας ήταν παιδί: ο βίαιος και αποτραβηγμένος συναισθηματικά πατέρας, η ωσεί απούσα μητέρα, οι βίαιοι πνευματικοί… Έτσι που στο τέλος, ο πρωταγωνιστής, θύμα των άλλων αλλά και του εαυτού του, προσπαθώντας να ισορροπήσει σε έναν κόσμο σκληρό που μεταβάλλεται διαρκώς, φαίνεται να μην μπορεί να τον φτάσει και να είναι καταδικασμένος σε μια πολύ δύσκολη τύχη.
Κι αν το μυθιστόρημα περιστρέφεται γύρω από θέματα δυσάρεστα ή και τραγικά, ο συγγραφέας έχει αποφασίσει –και το πετυχαίνει– να μην τα διαπραγματευτεί με τρόπο δραματικό και υπερβολικά σοβαρό. Αντιθέτως, ο τόνος του κειμένου προσανατολίζεται περισσότερο σε μια πιο ανάλαφρη, κάπως κωμική και (ηθελημένα ή αθέλητα) αυτοσαρκαστική διάθεση. Η αφήγηση επιμένει να προχωρά χιουμοριστικά, με ρυθμούς γρήγορους. Και αυτό το χιούμορ στο «Μάρτυς μου ο Θεός» επιτυγχάνεται με διαφόρους τρόπους, και από άποψη περιεχομένου και από άποψη μορφής. Για παράδειγμα, ο αναγνώστης μπορεί να πιάσει πολλές φορές τον εαυτό του να γελά διαπιστώνοντας το χάσμα ανάμεσα στον Χρυσοβαλάντη και την πραγματικότητα. Έτσι, δεν είναι λίγες οι στιγμές που το χιούμορ προκύπτει όταν γίνεται σαφής η αφέλεια ή η στερεοτυπική αντίδραση του Χρυσοβαλάντη όσον αφορά τις καταστάσεις που βιώνει, καθώς και η αδεξιότητα με την οποία τις διαχειρίζεται. Με άλλα λόγια, ο αναγνώστης βιώνει το κωμικό μιας κατάστασης όταν καταλαβαίνει την «ανικανότητα» ενός ήρωα να αντιληφθεί και να αντιμετωπίσει «ορθά» τις συνθήκες στις οποίες βρίσκεται. Επιπλέον, ο χιουμοριστικός τόνος του κειμένου επιτυγχάνεται και μορφολογικά, χάρη στη γλώσσα και το ρυθμό της αφήγησης. Σίγουρα, η κωμική διάσταση της «αυτοβιογραφίας» του Χρυσοβαλάντη εν μέρει αναδεικνύεται τόσο από τον τρόπο που δομείται η ιστορία (πχ. διάφορα επεισόδια, πολλές φορές κωμικά από μόνα τους, «ατάκτως ερριμένα» το ένα μετά το άλλο και γρήγορα αφηγημένα) όσο και από τις γλωσσικές και λεξιλογικές επιλογές του πρωταγωνιστή (π.χ. συμφυρμός της καθομιλουμένης με την πιο καθαρεύουσα ή και την εκκλησιαστική γλώσσα, πολλές φορές με τη μορφή νεολογισμών, με αποτέλεσμα να κατασκευάζεται η persona ενός αρκετά γραφικού χαρακτήρα).
Και κάπως έτσι φτάνουμε στο πιο σημαντικό, κατά την άποψή μου, στοιχείο του «Μάρτυς μου ο Θεός»: το ιδιαίτερο πάντρεμα του τραγικού με το κωμικό. Αν δει κανείς «αντικειμενικά» την ιστορία του Χρυσοβαλάντη, θα συμπεράνει σίγουρα ότι πρόκειται για μια ιστορία σκληρή, για τη «συντριβή» ενός ατόμου. Κι όμως, διαβάζοντας το βιβλίο, δεν έρχεσαι –παρά μόνο στο τέλος– αντιμέτωπος κατά πρόσωπο με αυτή την τραγικότητα. Ο τρόπος της αφήγησης, η έμφαση στη διακωμώδηση, η αποσπασματική διάρθρωση των επεισοδίων με τρόπο τέτοιο που να μοιάζουν συχνά ασύνδετα και συνειρμικά παρατιθέμενα, οι γλωσσικές επιλογές, όλα αυτά αποτελούν «τεχνάσματα» τα οποία δίνουν την εντύπωση ότι το κείμενο λειτουργεί με τρόπο κάπως «παρελκυστικό» και «παραπλανητικό», σάμπως να είναι στόχος του αφηγητή να σε «ξεγελάσει» ώστε να μη βουτήξεις κατευθείαν στη σκοτεινή πλευρά των πραγμάτων, αλλά να συμπεράνεις το τραγικό περισσότερο δια μέσου του κωμικού. Μπορεί, βέβαια, κάποιος να παρατηρήσει ότι μια τέτοια πρακτική στη δόμηση του κειμένου να είναι εν τέλει μια αδυναμία, αφού ο αναγνώστης καθοδηγείται από τα κειμενικά σημεία αρχικά προς μία κατεύθυνση, και μόνο προς το τέλος της ανάγνωσης στρέφεται, εντελώς απότομα, απροετοίμαστος, προς την εντελώς αντίθετη. Και ίσως κάποιος που θα το ισχυριζόταν αυτό να έχει εν μέρει δίκιο. Ωστόσο, παρά την πιθανή αυτή επιφύλαξη, η πραγμάτευση του τραγικού, της δυστυχίας και της προσωπικής κατάρρευσης με τα μέσα μιας κωμικά προσανατολισμένης αφήγησης έχει μια ιδιαίτερη αξία. Μοιάζει να έχει τη βάση της στο «το τερπνόν μετά του ωφελίμου». Γιατί σίγουρα το γέλιο είναι μια ασφαλής «μηχανή» για να διαπραγματευτεί κανείς με ασφάλεια δύσκολα και περίπλοκα θέματα και πιεστικές ή αδιέξοδες καταστάσεις, επιτυγχάνοντας παράλληλα να διασφαλίσει την «αποσυμπίεση» και την έκλυση της υπέρμετρης αρνητικής ενέργειας ή κόπωσης που μπορεί να συσσωρεύεται όταν βρίσκονται στο επίκεντρο της προσοχής δραματικές συνθήκες. Με άλλα λόγια, η διακωμώδηση μπορεί να επιφέρει πιο διαυγή αποτελέσματα σε ό,τι αφορά την πραγμάτευση προσώπων και ιστοριών που χαρακτηρίζονται από ένα ειδικό βάρος ή τραγικότητα, εφόσον σίγουρα το χιούμορ κατορθώνει να αποφεύγεται η υπερβολική συναισθηματική φόρτιση, η δραματοποίηση ή η εύκολη συναισθηματική εκμετάλλευση ευαίσθητων ζητημάτων. Από αυτή την άποψη, αξίζει να δούμε το «Μάρτυς μου ο Θεός» μέσα από το πρίσμα της σύγχρονης πολιτισμικής παραγωγής που δίνει χώρο σε προσπάθειες να προσεγγίσουμε δύσκολα θέματα της επικαιρότητας και βαθιά προβληματικούς χαρακτήρες και αντι-ήρωες με τρόπους έξυπνους και ταυτόχρονα διεισδυτικούς, με τρόπους «ελαφριούς», που ωστόσο δεν είναι ούτε κατά διάνοια ανάλαφροι. Ας σκεφτούμε, για παράδειγμα, τη σύγχρονη παραγωγή, στο εξωτερικό κυρίως, ας σκεφτούμε την κατεύθυνση που δίνει (και έδινε) η σάτιρα, ας σκεφτούμε εμβληματικές κωμωδίες (και στο θέατρο και στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση)… Ας σκεφτούμε τον «Πουλημένο» του Paul Beatty, ας σκεφτούμε το “Fleabag” και το “Ramy” (στην τηλεόραση)… Προφανώς και δεν έχουν άμεση σχέση με το «Μάρτυς μου ο Θεός», αλλά κινούνται σε μια παρόμοια κατεύθυνση: γελώντας μπορεί ίσως και να δούμε καθαρότερα τα προβλήματά μας.
-Μπορείτε να διαβάσετε συνέντευξη του συγγραφέα με αφορμή τη βράβευσή του εδώ.
Μάρτυς μου ο Θεός, του Μάκη Τσίτα
Εκδόσεις Μεταίχμιο
σελ. 280