Mary Shelley, της Haifaa al-Mansour
Οι χαρακτήρες που υπάρχουν στο φιλμ είναι ικανά να προκαλέσουν ρίγη συγκίνησης στους οπαδούς του Ρομαντισμού. Εκτός των Σέλεϊ, εμφανίζεται, ο Πολιντόρι και ο Λόρδος Βύρωνας. Όλοι όμως είναι ερμηνευμένοι με έναν τόσο αφάνταστα ξύλινο τρόπο που καταντάει σε πολλά σημεία κωμικός. Πρώτη όλων, στο ρόλο της Μέρι Σέλεϊ, η Elle Fanning, η οποία γνωρίζει λυσσαλέα προώθηση από την κινηματογραφική βιομηχανία της Αμερικής. Η νεαρή ηθοποιός αποδεικνύεται τόσο κατώτερη των περιστάσεων του larger than life χαρακτήρα της που είναι να απορεί κανείς για την κεντρική επιλογή του καστ. Δυστυχώς όμως, τα προβλήματα δεν αρχίζουν ούτε τελειώνουν στην κεντρική ηρωίδα. Σχεδόν άπαντες οι ηθοποιοί μοιάζουν να απαγγέλλουν τις ατάκες του δίχως να τις κατανοούν στο ελάχιστο. Το σενάριο μοιάζει ούτως ή άλλως εξ αρχής γραμμένο με απολύτως επιτηδευμένο τρόπο, ο οποίος σε συνδυασμό με τις αφύσικες σε εξωπραγματικό βαθμό ερμηνείες, ωθούν το θεατή μακριά από κάθε συναισθηματική σύνδεση με τα τεκταινόμενα.
Δυστυχώς, αντίστοιχη είναι και η επιτήδευση στην αισθητική που εμπιστεύτηκε η δημιουργός από τη Σαουδική Αραβία. Ειδικά ο τρόπος με τον οποίο εικονίζεται η σύλληψη του μεγαλειώδους έργου της Σέλεϊ, του ρηξικέλευθου Φρανκεστάιν, δημιουργεί την αίσθηση μιας ελαφρότητας που εκθέτει την σοβαροφάνεια που κυριαρχεί στην εικονοποιϊα του φιλμ. Πρόκειται για ένα έργο που αρνείται πεισματικά να εμπιστευθεί την κεντρική του ιδέα του και στο οποίο κυριαρχεί ο μελοδραματισμός αντί για την αληθινή δύναμη και η επιδερμική παρουσίαση αντί για την εμβάθυνση στο πολυσχιδές της ιστορίας.
Πέραν όμως όλων των ανωτέρω, το μεγαλύτερο πρόβλημα της ταινίας βρίσκεται στον τρόπο με τον οποίο παρατηρεί και παρουσιάζει ηθικά τη βασική ηρωίδα της. Η Σέλεϊ της ταινίας, παρά τις τρανταχτές προσπάθειες της δημιουργού, δεν αποτελεί τη χειραφετημένη γυναίκα που στέκεται στα πόδια της παρά τις αντιξοότητες προσωπικής και κοινωνικής φύσεως. Είναι ένα τέρας ηθικής, θιασώτης μίας παπαγαλισμένης χειραφέτησης που βρίσκεται τόσο μακριά από την ουσία της λέξης ώστε να μην τρομάξει κανέναν από τους επίδοξους συντηρητικούς θεατές. Το φιλμ είναι στεγνό από πάθος, εντάσεις και αληθινές συγκρούσεις. Καδράρει ένα άνευρο, αδιάφορο ρομάντζο και επιζητά να φτιάξει ένα είδωλο, παρά μία γυναίκα βγαλμένη από τα σπλάχνα της καταπιεστικής εποχής της. Έναν ιδεότυπο γυναίκας βουτηγμένης μέσα στην ευπρέπεια, καταδικασμένης να της πρέπουν μόνο σεμνές εκρήξεις που αποσκοπούν στην αναγνώριση από το ανδρικό φύλο.
Συνολικά, η ταινία της Haifaa al-Mansour δεν λειτουργεί σχεδόν σε κανένα επίπεδο πλην του μετεφηβικού ρομάντζου που αναζητά τη θέση του στη λήθη του κινηματογραφικού κοινού. Παγιδεύεται στο φόβο της δημιουργού μπροστά στην αληθινή υπόσταση της ηρωίδας που βιογραφείται, το μέγεθος της προσωπικότητάς της και την ουσία των αντιθέσεών της. Δεν είναι καν η απόσταση από την αληθινή (;) ιστορία αυτό που ενοχλεί ˙ ο κινηματογράφος ουδέποτε υπήρξε το πεδίο για να κατακτήσει κανείς με επάρκεια ιστορικές γνώσεις οποιασδήποτε προελεύσεως. Το πρόβλημα βρίσκεται εντός τους φιλμ, στα ελαφρόμυαλα σημαίνοντα και στα καταρρέοντα σημαινόμενα.
Mary Shelley, της Haifaa al-Mansour
Είδος: Δράμα
Διάρκεια: 120'
*Aναδημοσίευση από το cinedogs.gr, κινηματογραφικό συνεργάτη του Artcore magazine