Θωμάς Λιούτας / About Author
Αποφοίτησε προσφάτως από την σχολή καλών τεχνών της Θεσσαλονίκης και προσπαθεί να ζωγραφίσει, να γράψει και να διαβάσει. Ο χρόνος θα δείξει αν θα καταφέρει κάποιο από τα τρία.
Γεννήθηκε στις 2 Απριλίου του 1891 στη Γερμανία και, ενώ αρχικά σπούδασε φιλοσοφία, ιστορία της τέχνης, ψυχολογία και λογοτεχνία, εν τέλει ήταν η ζωγραφική αυτή που τον κέρδισε, αποτελώντας την ενασχόλησή του για όλη τη διάρκεια της ζωής του. Σύντομα, από τις αρχές της δεκαετίας του 1910, θα αποκτήσει στενή σχέση με επιφανείς Γερμανούς καλλιτέχνες, όπως τον August Macke και τον Hans Arp, που στάθηκαν ιδιαίτερα σημαντικοί στα πρώτα του βήματα. Μάλιστα, με τον Arp συνδέθηκε με μια φιλία που κράτησε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Η εξέλιξή του ως εικαστικού ήρθε σε μία εποχή που στη Γερμανία μεσουρανούσε στον χώρο της Avant–Garde το πρώτο κύμα του Γερμανικού Εξπρεσιονισμού, ενώ στη Γαλλία ο Pablo Picasso και ο Georges Braque εξερευνούσαν τον Κυβισμό, επηρεάζοντας σημαντικά την οπτική του νεαρού Max Ernst. Αυτή η εξέλιξη διακόπηκε απότομα από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, που του στέρησε τον αγαπημένο του φίλο August Macke, ένα συναισθηματικό και ψυχολογικό σοκ που τροφοδότησε την καλλιτεχνική του παραγωγή για δεκαετίες μετά.
Αμέσως μετά τον πόλεμο, το 1919, ο Ernst γνώρισε μία πολύ δημιουργική και δυναμική περίοδο, καθώς ιδρύει στην Κολωνία μια ντανταϊστική ομάδα και ξεκινά ενεργά να πειραματίζεται με πολλαπλές εικαστικές τεχνικές. Είναι μία εποχή σύντομη στην πορεία του ως καλλιτέχνη, αλλά δημιούργησε έργα τα οποία είναι χαρακτηριστικό δείγμα της εποχής και της φρίκης του πολέμου. Το παράλογο του Νταντά ήταν γόνιμο έδαφος για να συνθέσει μια σειρά από κολάζ, φωτομοντάζ αλλά και ζωγραφικά έργα, τα πρώτα αναγνωρίσιμα της καριέρας του και τα πρώτα στα οποία αφήνει πίσω τις προγενέστερες επιρροές, δημιουργώντας μια καθαρά προσωπική καλλιτεχνική έκφραση.
Σταδιακά, ο Max Ernst κινείται όλο και πιο ενεργά στον τομέα της ζωγραφικής και αρχίζει να ερεύνα το νέο τότε κίνημα του Σουρεαλισμού. Εμβαθύνοντας στις τεχνικές αλλά και στο θεωρητικό υπόβαθρο του νέου ρεύματος, ο Ernst οικοδομεί ένα ιδιαίτερο εικαστικό προφίλ, που τον καθιστά ηγετική φυσιογνωμία μεταξύ των σουρεαλιστών. Ως προς την τεχνική, ανέπτυξε μία προσωπική γραφή που ισορροπεί μεταξύ αυτοματισμού και ασυνείδητου, επιθυμώντας να δημιουργήσει έργα με αναφορές στον κόσμο των ονείρων και τις αντίστοιχες θεματικές του ευρωπαϊκού σουρεαλισμού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το “frottage”, μία δική του τεχνοτροπία: ο ζωγράφος εκμεταλλεύεται το ανάγλυφο μιας επιφάνειας ώστε να δημιουργήσει αυλακιές στο χαρτί και αντίστοιχα τονικές διαφοροποιήσεις στο σχέδιο ή το χρώμα. Αναμειγνύοντας διάφορες προσεγγίσεις τέτοιου τύπου, ο Max Ernst δημιούργησε ένα πολύπλευρο εικαστικό αποτέλεσμα με υφές και σχεδιαστικό ύφος που συχνά ξαφνιάζει με την πρωτοτυπία του — σχεδόν έναν αιώνα μετά, τα έργα του εξακολουθούν να είναι φρέσκα και εντυπωσιακά.
Στο ζενίθ της καλλιτεχνικής του πορείας, τα έργα του παρουσιάζουν ένα ιδιαίτερο φορμαλιστικό ενδιαφέρον, καθώς συνθέτει ονειρικά–εφιαλτικά σκηνικά που πηγάζουν από το υποσυνείδητο. Χαρακτηριστικές είναι οι ζωόμορφες (κυρίως εμπνευσμένες από πτηνά) φιγούρες που δεσπόζουν στα έργα του και –κατά τον ίδιο– αποτελούν ένα alter-ego που πηγάζει από αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης και τα όψιμα έργα της δεκαετίας του 1930, καθώς αντανακλούν τον κοινωνικό αναβρασμό του Μεσοπολέμου και την επερχόμενη απειλή. Όταν ξέσπασε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Ernst θα φυλακιστεί αρχικά από τους Γάλλους, καθώς ήταν Γερμανός πολίτης που ζούσε στο Παρίσι. Αργότερα, η ήττα της Γαλλίας σημαίνει τη δίωξη και τη φυλάκισή του από το ναζιστικό καθεστώς. Τελικά, με τη βοήθεια της Peggy Guggenheim (την οποία και παντρεύεται για λίγα χρόνια), ο Ernst διαφεύγει από την Ευρώπη στην Αμερική, γεγονός που σηματοδοτεί την αρχή της ύστερης καλλιτεχνικής περιόδου του.
Τα έργα που δημιουργεί στην Αμερική σίγουρα δεν χαρακτηρίζονται από την ένταση που είχε η καλλιτεχνική του παραγωγή στην Ευρώπη, ωστόσο εξακολουθούν να αντανακλούν τη συσσωρευμένη γνώση και εμπειρία του στον εικαστικό τομέα. Ο σουρεαλισμός δεν είναι πια στα ρεύματα της πρωτοπορίας, όμως είναι ακόμη ένας ιδανικός φορέας για τη σκέψη του Ernst καθώς και σημαντική επιρροή στην ανάπτυξη νέων τάσεων του μοντερνισμού. Πιο συγκεκριμένα, οι Ευρωπαίοι σουρεαλιστές που διέφυγαν στην Αμερική –μεταξύ των οποίων και ο Ernst–, ερχόμενοι σε επαφή με νεαρούς καλλιτέχνες των Η.Π.Α., έγιναν οι πνευματικοί πατέρες του αφηρημένου εξπρεσιονισμού.
Ο Max Ernst θα συνεχίσει ακούραστα να δημιουργεί έργα μέχρι τον θάνατό του το 1976 στο Παρίσι, όπου και επέστρεψε τη δεκαετία του 1950. Μεταξύ πολλών επιτυχιών της ύστερης περιόδου του, θα κερδίσει το ανώτερο βραβείο ζωγραφικής στην Biennale της Βενετίας το 1954, βραβείο που τονίζει τη σημασία του έργου του για τη μοντέρνα τέχνη. Είναι ένας καλλιτέχνης που συγκεντρώνει στο πρόσωπό του πλήθος αρετών, καθώς σημάδεψε όσο λίγοι το πρώτο μισό του 20ού αιώνα και κατάφερε, παρά τις αντίξοες συνθήκες, να δημιουργήσει μια τέχνη που εμπνέει μέχρι σήμερα γενιές καλλιτεχνών.