Μέρα/Νύχτα, του Paul Auster
Τα «Ταξίδια στο Σκριπτόριο» και «Άνθρωπος στο Σκοτάδι», δύο ξεχωριστά έργα του Paul Auster που κυκλοφορούν φέτος από τις εκδόσεις Μεταίχμιο σε έναν τόμο με τον τίτλο «Μέρα/Νύχτα», έρχονται να προτείνουν στον αναγνώστη, μέσα από τη μεταμοντέρνα οπτική της λογοτεχνικής αφήγησης, ένα άλλου τύπου προβληματισμό για τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τις ζωές που ζούμε καθώς και τις αφηγήσεις που κατασκευάζουμε για να αντεπεξέλθουμε στην πραγματικότητα του κόσμου μας.
Το πρώτο μυθιστόρημα, «Ταξίδια στο Σκριπτόριο», αφορά την περίπτωση ενός άνδρα που ξυπνά σε ένα δωμάτιο, χωρίς να γνωρίζει ποιος είναι ακριβώς και πώς έφτασε εκεί, και ο οποίος επιδίδεται σε μια αγωνιώδη προσπάθεια να ανακαλύψει την αλήθεια, ενώ ταυτόχρονα ανακαλύπτει και διαβάζει το χειρόγραφο ενός αγνώστου με θέμα μια πολύ περίεργη ιστορία. Το δεύτερο μυθιστόρημα, «Άνθρωπος στο Σκοτάδι», έχει ως θέμα του έναν τραυματισμένο ηλικιωμένα άνδρα, ο οποίος προσπαθώντας να ξεπεράσει μια σειρά προσωπικών τραυμάτων, επινοεί ένα μυθοπλαστικό σύμπαν όπου η ιστορία των Η.Π.Α. είναι παντελώς διαφορετική και όπου μαίνεται ένας σύγχρονος εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των διαφόρων πολιτειών.
Παρά τις ξεχωριστές ιστορίες των δύο έργων, αυτά τα μυθιστορήματα του Paul Auster χαρακτηρίζονται, κατά τη γνώμη μου, από δύο βασικά και αλληλένδετα κοινά γνωρίσματα – πέραν, φυσικά, της απλότητας του ωστερικού ύφους. Ο Auster φαίνεται να επιλέγει και στα δύο κείμενα να επικεντρωθεί, αφ’ ενός, στα ζητήματα της αυτοαναφορικότητας (βλ. τις αναφορές του λογοτεχνικού κειμένου «στον εαυτό του», δηλαδή στην ίδια τη λογοτεχνία, τις κατηγορίες και τις διαδικασίες που τη διέπουν) –με μετα-μοντέρνο πρόσημο– και, αφ’ ετέρου, στο «φιλοσοφικότερο» ζήτημα του πώς ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τη ζωή του και τις επιλογές που κάνει.
Σε ό,τι αφορά τη μετα-μοντέρνα αυτοαναφορικότητα, είναι σαφές ότι και τα δύο έργα εμμένουν, το καθένα από διαφορετική οπτική, στη διαδικασία της σύνθεσης μιας ιστορίας. Στα «Ταξίδια», υπάρχει, πρώτον, το παράδειγμα του βασικού ήρωα ο οποίος ανακαλύπτει στο δωμάτιό του ένα χειρόγραφο που περιέχει μια ημιτελή φανταστική ιστορία, την οποία αργότερα ο ίδιος αναλαμβάνει να την ολοκληρώσει μόνος του, προσφέροντας διαφορετικές εκδοχές. Και, επιπλέον, στο τέλος του μυθιστορήματος, είναι ο ίδιος ο συγγραφέας-αφηγητής ο οποίος, δίνοντας τη λύση στο αίνιγμα που έχει τεθεί εξ αρχής, ενημερώνει τον αναγνώστη ότι η ιστορία που μόλις διάβασε και το βασικό της πρόσωπο δεν είναι παρά προϊόντα μυθοπλασίας και ότι ακριβώς σε αυτό το σημείο έγκειται η σημασία τους. Στον «Άνθρωπο» εξακολουθεί να είναι κεντρικό μοτίβο το ζήτημα της κατασκευής μιας ιστορίας, αφού εδώ ο βασικός χαρακτήρας είναι εκείνος που επινοεί έναν κόσμο με εναλλακτική ιστορία. Στην περίπτωση αυτή, μάλιστα, ενσωματώνονται και επεισόδια στα οποία πρωταγωνιστούν ως ήρωες πρόσωπα που είναι επινοημένα από τον κεντρικό χαρακτήρα. Στα δύο αυτά έργα του Auster, όμως, το ζήτημα της αυτοαναφορικότητας τίθεται με έναν αρκετά μετα-μοντέρνο τρόπο. Εδώ, η αυτοαναφορικότητα εντάσσεται στην παράδοση του μετα-μοντερνισμού να αμφισβητεί και να απορρίπτει τις αυθεντίες και τις μεγάλες αφηγήσεις που αποκαλύπτουν την Αλήθεια: η αλήθεια δεν υπάρχει με απόλυτο τρόπο, αλλά κατασκευάζεται με ποικίλους μηχανισμούς, ενώ οι διαφορετικές «φωνές» συνυπάρχουν ή και συγκρούονται, συνυφαίνοντας έτσι την πραγματικότητα. Κατ’ ανάλογο τρόπο, και στο «Μέρα/Νύχτα» δεν υπάρχει η αλήθεια που μεταδίδεται από τη λογοτεχνία και την αυθεντία του συγγραφέα, σαν να φυλάσσεται σε μια κιβωτό. Εδώ η λογοτεχνία τοποθετείται σε πρώτο πλάνο και παρουσιάζεται όπως ακριβώς είναι: μια διαδικασία κατά την οποία ο συγγραφέας πειραματίζεται και γράφει διαρκώς, επινοώντας πρόσωπα και καταστάσεις τα οποία αλλάζουν. Αυτό προσπαθεί να κάνει εικόνα ο Auster, υπενθυμίζοντας στον αναγνώστη ότι δε διαβάζει για πρόσωπα με σάρκα και οστά αλλά για πρόσωπα επινοημένα επί χάρτου, που μάλιστα παρουσιάζονται να έχουν μερικές φορές –τραγική– επίγνωση ότι δεν είναι παρά δημιουργήματα ενός συγγραφέα. Η αυτοαναφορικότητα στην εκδοχή του Auster αξιοποιείται, πιστεύω, ως ένα επιπλέον μέσο στα χέρια του καλλιτέχνη για να μιλήσει για τη χρησιμότητα της λογοτεχνίας: βάζοντας στον πυρήνα των δύο μυθιστορημάτων την ίδια τη διαδικασία σύνθεσης ενός έργου, μας καλεί να αναλογιστούμε για την αξία του έργου τέχνης όχι τόσο ως φορέα αλήθειας αλλά περισσότερο ως ένα έργο εν εξελίξει, μια κατασκευή που υπενθυμίζει ότι οι ίδιες οι ζωές μας είναι παρόμοιες με τα πρόσωπα τα οποία επινοούνται διαρκώς και μεταβάλλονται από τις αόρατες δυνάμεις που τα κινούν.
Κι εδώ έρχομαι στο δεύτερο σημείο που αξίζει να επισημανθεί ως προς το «Μέρα/Νύχτα», και είναι επίσης άμεσα συνδεδεμένο με το ζήτημα της αυτοαναφορικότητας. Ο Auster, θεωρώ, προσπαθεί να αναδείξει το θέμα των ανθρώπινων επιλογών και των τρόπων που οι άνθρωποι διαλέγουν να ζήσουν τις ζωές τους, να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες και να ανακαλύψουν απαντήσεις στα ζητήματα που τους απασχολούν. Γιατί, άλλωστε, ο κάθε άνθρωπος είναι κατά βάση οι εκδοχές που επιλέγει να υλοποιήσει στη ζωή του, είναι ο δημιουργός της δικής του προσωπικής αφήγησης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η λογοτεχνία ως μέσο έκφρασης και, πιο συγκεκριμένα, οι μετα-μοντέρνες επιλογές στη λογοτεχνική γραφή και εστίαση αναδεικνύονται ως εργαλεία που αισθητοποιούν και που διαφωτίζουν τον τρόπο που η ανθρώπινη νόηση αντιλαμβάνεται τα ζητήματα των επιλογών και της διαχείρισης των θεμάτων που την αφορούν. Πιο συγκεκριμένα, τα δύο μυθιστορήματα του Auster χαρακτηρίζονται από πρόσωπα που βρίσκονται με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο μπροστά σε ζητήματα ταυτότητας και καλούνται να διαμορφώσουν τις δικές τους αφηγήσεις για τη ζωή τους: ο κύριος Μπλανκ, στα «Ταξίδια στο Σκριπτόριο» προσπαθεί να ανακαλύψει ποιος είναι και τι του συμβαίνει και, διαβάζοντας το χειρόγραφο στη διάθεσή του, μαθαίνει ότι είναι ένας άνθρωπος-αποκύημα ενός άλλου νου που τον παρακολουθεί και «γράφει» τη ζωή του· ο Όγκαστ Μπριλ, στο «Άνθρωπος στο Σκοτάδι», κουβαλώντας τις δικές του τραυματικές εμπειρίες, αρχίζει να επινοεί μια ιστορία σε ένα εναλλακτικό σύμπαν, όπου όλα έχουν συμβεί με έναν διαφορετικό τρόπο, για να ξεφύγει από τους προσωπικούς του δαίμονες· ο Όουεν Μπρικ, πάλι στο «Άνθρωπος στο Σκοτάδι», βρίσκεται μια μέρα ξαφνικά στην εναλλακτική Αμερική που έχει επινοήσει ο Μπριλ, και προσπαθεί να βρει το δικό του δρόμο και τις δικές του απαντήσεις, ενώ ταυτόχρονα μαθαίνει ότι ο ίδιος ζει μέσα σε ένα επινοημένο σύμπαν. Ξανά και ξανά, ο Auster, αξιοποιώντας το δίπολο «δημιουργός-δημιούργημα», ενταγμένο στα λογοτεχνικά δεδομένα, καλεί τον αναγνώστη να αναλογιστεί ποικίλα θέματα: τι σημαίνει να αναζητούμε την ταυτότητά μας· με ποιους τρόπους αναζητούμε ή κατασκευάζουμε αφηγήσεις για τη ζωή μας, όπως, για παράδειγμα, όταν θέλουμε να διαχειριστούμε τραυματικά για μας γεγονότα· με ποιούς τρόπους αντιμετωπίζουμε τις περιστάσεις που μας ξεπερνούν και διαμορφώνουν το περιβάλλον μας· τι σημαίνει να προβληματιζόμαστε για τη θέση μας στον κόσμο και τι συμβαίνει όταν διαπιστώσουμε ότι μπορεί να είμαστε κι εμείς αποκυήματα ενός άλλου νου, ότι μπορεί να υπάρχουν κάποιοι άλλοι «κηδεμόνες» που παρακολουθούν την πορεία μας.
Αν οι θιασώτες της θεωρίας της προσομοίωσης σε σχέση με το νου έχουν δίκιο, όταν διατυπώνουν την αρχή ότι ο εγκέφαλός μας «τρέχει» συνεχώς διάφορα σενάρια που προσομοιώνουν τον κόσμο και τις διάφορες περιστάσεις, για να κατανοήσει τους άλλους, και αν, επίσης, έχουν δίκιο όσοι, εντρυφώντας στην εμπειρική μελέτη της λογοτεχνίας, υπερασπίζονται τη θέση ότι η λογοτεχνία είναι ένα μέσο που μπορεί να επηρεάσει πρακτικά τον εγκέφαλο και να ενισχύσει αυτές τις διαδικασίες προσομοίωσης μέσα από την πληθώρα σεναρίων που παράγει και διακινεί, τότε είναι γόνιμο να αξιολογήσουμε το «Μέρα/Νύχτα» του Auster με τέτοιους όρους. Η επιμονή του συγγραφέα να αξιοποιεί συγκεκριμένες μορφές αυτοαναφορικότητας, και, ειδικότερα, τα μοτίβα «συγγραφέας-χαρακτήρες» και «αλήθεια-επινόηση», δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητη ούτε απλώς ένα ακόμη διανοητικό (και διανοουμενίστικο) παιχνίδι. Αντιθέτως, μπορεί να θεωρηθεί αρκετά πρόσφορη, εάν ιδωθεί ως ένα πνευματικό ερέθισμα να εξερευνήσουμε μια σειρά από ερωτήματα που έχουν να κάνουν με τις επιλογές ενός ανθρώπου να βρει τη θέση του και να αντιμετωπίσει τον κόσμο.
Μέρα/Νύχτα, του Paul Auster
Μετάφραση: Μαρία Ξυλούρη
Εκδόσεις Μεταίχμιο
σελ. 376