Μια Κυριακή με τον Jean Paul Gaultier στο Barbican
Xμμμ,
θα έχει ζέστη για την βαμβακερή μου μαρινιέρα και το άσπρο μου παντελόνι είναι στα άπλυτα…
Η πρόσκληση της Δρ Ε. για την έκθεση του Gaultier στο Barbican με έφερε αντιμέτωπο για άλλη μια φορά με το αιώνιο πρόβλημα: “τι να φορέσω αν έχει 29 βαθμούς αλλά συννεφιά με διαλείμματα ήλιου και πιθανότητα βροχής; Αυτή τη φορά, υπήρχε και μια επιπλέον δυσκολία που έθεσε σε κίνηση μια ερώτηση με φιλοσοφικές προεκτάσεις: τι φοράει κανείς για να εισχωρήσει στον κόσμο του Jean Paul Gaultier; Η απάντηση θα έπρεπε να είναι: ό,τι σε κάνει να αισθάνεσαι καλά, να είσαι o εαυτός σου, ή τέλος πάντων ό,τι πλησιάζει σ’αυτό. Η αρχική μου ιδέα να κλείσω πονηρά το μάτι στον Jean Paul με τις ρίγες μου και τη ναυτική εμφάνιση-φόρο τιμής αποκλείεται α. λόγω τεχνικών προβλημάτων, και β. ως προβλέψιμη. Ο αναγνώστης θα πρέπει επίσης να σημειώσει οτι το χιούμορ μου δεν το εκφράζω μέσα από τις ενδυματολογικές μου επιλογές. Αυτό το αφήνω στους κλόουν.
Διαλέγω λοιπόν την εθνική μου στολή από την άνοιξη και μετά (λευκό πόλο ή Τshirt με ένα φαρδύ, ανοιχτό πράσινο Lanvin παντελόνι και λευκά 1930s Fred Perry) με ελαφρά ενοχή για την προδοσία, αλλά χωρίς εναλλακτική επιλογή για να τιμήσω τον μαιτρ: συνειδητοποιώ ότι δεν διαθέτω τίποτα από Gaultier…ούτε ένα «εντόσθιο εσώρουχο»!
Στην υπόγεια διαδρομή προς το Barbican, αυτό το μεταμοντέρνο αραβούργημα του αγγλικού πολιτισμού, σκέφτομαι ότι μάλλον δεν μου αρέσουν τα ρούχα του… δηλαδή, όχι αρκετά ώστε να τρώω κονσέρβες με φασόλια επί δύο μήνες για να φορέσω κάτι από τα χεράκια του. Ενώ ο ίδιος μου είναι πολύ συμπαθής από τις συνεντεύξεις του, για τις ιδέες του, για τον τρόπο με τον οποίο μιλάει για τους ανθρώπους που αγαπάει και για τους ανθρώπους γενικά...θα ήθελα να τον γνωρίσω και νομίζω ότι θα μπορούσαμε να είμαστε φίλοι. Αρκεί να μη μου πειράζει τα μαλλιά μου…
με απασχολεί αυτή η ασυνέπεια σε όλη τη διαδρομή.
Χμμ έχασα τη στάση μου...
Πάλι!
Η έκθεση (όταν τελικά βρίσκουμε τo σωστό κτήριο, τη σωστή είσοδο και το σωστό επίπεδο του καταραμένου λαβύρινθου που τη στεγάζει) είναι ανέλπιστα φιλόξενη και χαλαρωτική, τουλάχιστον η εισαγωγή της. Σε αντίθεση με την έκθεση της Ψηφιακής Επανάστασης με τις ατέλειωτες ουρές, στη δική μας δεν υπάρχει συνωστισμός, οπότε αρχίζουμε μαλακά, ανθρώπινα. Ο φωτισμός είναι χαμηλός, η μουσική διακριτική αλλά όχι αδιάφορη, πληροφοριακά κείμενα που δεν κουράζουν με περιττές λεπτομέρειες, βιογραφικά στοιχεία που αναφέρονται στην ουσία, λιγοστές παιδικές φωτογραφίες του σχεδιαστή, και μετά, τα ρούχα. Τα ρούχα που μιλούν για τον ίδιο τον σχεδιαστή, τις ιδέες του, την μοναδική του ματιά πάνω στον κόσμο και τη μοναδικότητα των ανθρώπων, τα ρούχα που λένε από μόνα τους την ιστορία τους και την ιστορία μιας ολόκληρης εποχής…
Η λέξη ρούχα δεν είναι αρκετή για να αποδώσει αυτό που βλέπουμε: υπερ-πλούσια σε υφές και χρώματα, πολύπλοκα και πολυδουλεμένα θεατρικά κοστούμια, έξω από τις ανθρώπινες διαστάσεις. Τα δείγματα αυτά υψηλής ραπτικής είναι χωρισμένα σε ενότητες θεματικές ανά επίδειξη, συνοδεύονται εδώ κι εκεί από σχέδια, καλλιτεχνικές φωτογραφίες των ανθρώπων για τους οποίους κατασκευάστηκαν ή από τους οποίους φορέθηκαν και αλλού από μερικές πολαρόιντ από δοκιμές και παρασκηνιακές τρέλες. Μια σειρά πορτραίτων, ακουαρέλες του σχεδιαστή, απεικονίζουν τους διάσημους φίλους του. Κάποιοι από αυτούς, όπως η Farida Khelfa,έγιναν διάσημοι επειδή έριξε το φώς του δικού του προβολέα πάνω τους.
Έτσι, γιατί ήταν διαφορετικοί από αυτό που επιβάλει η νόρμα, οι τρέχουσες προδιαγραφές του ωραίου. Διαβάζουμε φράσεις του ίδιου για την ομορφιά, πως δεν την βρίσκει στην αρμονία, στην κανονικότητα, στον κανόνα, αλλά στην εξαίρεση, στην αντίθεση, στη δυσαρμονία, στη μοναδικότητα: όλα στοιχεία του Μπαρόκ, προς το πνεύμα του οποίου, τα ρούχα που σχεδιάζει δεν είναι ξένα. Αλλού πολλαπλασιάζει την ομορφιά των υλικών και των χρωμάτων και την αφήνει να φλυαρήσει με μια ακαταμάχητη παιδικότητα, με τον ενθουσιασμό ενός παιδιού που μόλις σκόρπισε το κουτί με τις πολύχρωμες χάντρες και τα κουμπιά της μαμάς του στο πάτωμα… ενός παιδιού που δε φοβάται οτι θα το μαλώσουν γι’αυτό που έκανε. Αλλού πάλι, ανακατεύει με μεταμοντέρνα ειρωνία τα υλικά του δημιουργώντας αστείες ψευδαισθήσεις, ώστε ένα απίστευτα ελαφρύ και φουντωτό παλτό από πούπουλα να μοιάζει απο μακριά με βαρύ δέρμα λεοπάρδαλης.
Στοιχεία από την ιστορία του ενδύματος που είναι παραδοσιακά θηλυκά μεγεθύνονται σε τέτοιο βαθμό ώστε να παραπέμπουν στο αντίθετό τους: στηθόδεσμοι τόσο άκαμπτοι και επιθετικοί στον χώρο που καταλήγουν να θυμίζουν φαλλικές προεξοχές σαν ένα δίδυμο τερατώδες codpiece…
ένα ανδρικό παντελόνι είναι τόσο φαρδύ που δεν είναι σαφές αν είναι φούστα ή χιτώνας…ένα καπέλο μεταμορφώνεται σε κάτι αντισυμβατικό που υπερβαίνει σχεδόν την κατηγορία του, είναι τόσο μεγάλο που οι πλευρές του να αποτελούν το πάνω μέρος φορέματος που καλύπτουν, (μόλις όμως), το στήθος,
παπούτσια που ξεπήδησαν από κάτι που θα μπορούσε να είναι παραμύθι ή σαδομαζοχιστικός εφιάλτης ή και τα δύο... Το βλέμμα μου ταξιδεύει σε μαγικές λεπτομέρειες: κεντημένες πολύχρωμες χάντρες που απαιτούν μήνες και μήνες λεπτομερούς επίπονης δουλειάς, υλικά που μπερδεύουν τις αισθήσεις, το μαλακότερο βελούδο γίνεται πανοπλία, ένα άκαμπτο ακατέργαστο κομμάτι δέρμα αποκτά αναρίθμητες παιχνιδιάρικες πτυχές, αλλά και στοιχεία που βρίσκω χυδαία, ή σοκαριστικά απλώς για να σοκάρουν, χάντρες κεντημένες σε σχήμα τριχωτού του εφηβαίου πάνω σε εφαρμοστή στολή στο χρώμα της σάρκας (το φόρεσε η Naomi Campbell), τραγικές προσπάθειες μεταμόρφωσης του denim σε κάτι που δεν είναι, στοιχεία από εθνικές ενδυμασίες που ανάγονται σε καρικατούρες…
Σε κάποιο σημείο της έκθεσης αντιλαμβανόμαστε πλαστικές κούκλες με πρόσωπα ανθρώπινα, μάτια που κινούνται εξετάζοντας τον χώρο, μύτες που αναπνέουν, στόματα που ανοιγοκλείνουν μιλώντας.
Ψηφιακές προβολές πάνω στις κενές επιφάνειες των πλαστικών κεφαλών συμπλέκουν το άψυχο με το ζωντανό σε ένα κάπως γκροτέσκο, και ανησυχτικό σύνολο ακίνητων υβριδικών ειδώλων που παίρνουν ζωή και μεταφέρουν ηχητικά λεκτικά μηνύματα μιλώντας ταυτόχρονα, σαν χορός της μεταμοντέρνας παγκοσμιοποιημένης μας κωμικοτραγωδίας. (Το οπτικοακουστικό μέρος της έκθεσης σχεδίασε η UBU/Compagnie de création of Montreal, και η εταιρεία Jolicoeur International του Quebec κατασκέυασε τις ειδικές αυτές κούκλες βιτρίνας).
Παρά το τεχνολογικά εξυπνακίστικο του ευρήματος, το gimmicky της υπόθεσης δηλαδή, η διάθεση είναι ειλικρινής. Αν υπάρχει τόση ανειλικρίνεια στο εσωτερικό όλων αυτών που μας περιτριγυρίζουν διαλαλώντας την ζωντανή τους υπόσταση μέσω της εξωτερικής τους επιφάνειας, γιατί δεν μπορούν αυτά τα άψυχα ανδρείκελα να γίνουν φορείς μιας αλήθειας που τα σημαδεύει από τα έξω; μήπως αυτό δεν είναι που μας κάνει να σκεφτόμαστε τί να βάλουμε κάθε μέρα, αυτό που βρίσκεται στον πυρήνα της ιδέας του ρούχου; μια αλήθεια (αυτή των υλικών) που περιβάλει με αιδημοσύνη το ψέμα που περιφέρουμε. Τα ρούχα μας βοηθούν να εκφράσουμε τον ιδεατό εαυτό μας, μια φαντασιακή κατασκευή, που δεν είναι αναγκαστικά ανειλικρινής, αλλά ρέουσα και εύθραστη, σε διαρκή μεταβολή, συναρτημένη από τη θέση μας στον χώρο και τον χρόνο. Είναι φορείς, επομένως, μιας αλήθειας, επιλεκτικής μεν, και ωραιοποιημένης, αλλά ωστόσο μιας θέσης: η προσωπική αγκύρωσή μας στην ιστορία («…φορούσα μαύρα εκείνη την ημέρα, κι εσύ με είδες και δε μου μίλησες…»).
Στο τέλος μιας ομάδας ημιζώντων μανεκέν, στέκεται κι ένα που «είναι» ο ίδιος ο σχεδιαστής. Φοράει ριγέ μπλούζα, φούστα και μαύρες μπότες και μας λέει το όνομά του, λίγα πράγματα για το σκεπτικό της έκθεσης και της επιλογής του χώρου, με μια αμεσότητα παιδική, με αληθινή σεμνότητα και πραγματική χαρά. Τη χαρά του ανθρώπου που όχι μόνο κατάφερε να ζήσει από το όνειρό του, (να ζήσει καλά σ’αυτήν τη ζωή και για πάντα στην ιστορία της μόδας) αλλά κάποιου που δεν ξιπάστηκε από την τύχη του, αλλά για την οποία, αντιθέτως, είναι ευγνώμων. Και δεν μπορούμε παρά να τον αγαπάμε γι’ αυτό.