Μνήμη
Η Χρύσα Γερακάκη πραγματοποίησε τη διπλωματική της εργασία στο Πανεπιστήμιο Bauhaus της Γερμανίας με τίτλο «Μνήμη. Ένα δίκτυο αναθημάτων για το Μάτι». Η εργασία αυτή διερευνά την αισθητική της μνήμης και την σχέση μεταξύ τραύματος, μνήμης και αρχιτεκτονικής. Προσεγγίζοντας αυτό το βαθιά προσωπικό θέμα, προσπάθησα να ανακαλέσω τις δικές μου αναμνήσεις, να διερευνήσω τα συναισθήματα και τον πόνο σχετικά με την φωτιά και να τα μεταφράσω σε χώρο. Σε κάτι που να ενσωματώνει μέσα του όλη την ευθύνη της μνήμης.
«Αρχικά το Bauhaus ιδρύθηκε με τη φιλοδοξία να ανεγείρει τον καθεδρικό ναό του σοσιαλισμού και τα εργαστήρια οργανώθηκαν όπως έχτιζαν άλλωστε τις στοές των καθεδρικών ναών. Η ιδέα του καθεδρικού ναού έχει για την ώρα σβήσει και μαζί μ’αυτήν ορισμένες συγκεκριμένες ιδέες καλλιτεχνικής φύσης. Σήμερα, στην καλύτερη περίπτωση, πρέπει να σκεπτόμαστε με τους όρους της κατοικίας, και ίσως μόνο να σκεπτόμαστε… Μπροστά στην άθλια, οικονομική κατάσταση που επικρατεί, είναι καθήκον μας να ανοίξουμε τον δρόμο προς την απλότητα, να βρούμε, δηλαδή μια απλή μορφή που ικανοποιεί όλες τις αναγκαιότητες της ζωής, που να είναι ταυτόχρονα έντιμη και αυθεντική», γράφει ένας από τους εμπνευστές της σχολής του Bauhaus το 1922. Ο Oscar Schlemmer δεν αφήνει αμφιβολία πως η αρχιτεκτονική που γεννιέται στην κηπούπολη του Hellerau έχει στο επίκεντρό της τον άνθρωπο. Φιλοδοξεί να του προσφέρει χρηστικές λύσεις που δεν θα αφήνουν απ’έξω παράγοντες όπως η μνήμη και η αίσθηση. Η ταύτιση της αρχιτεκτονικής με την καλλιτεχνική δημιουργία αποτέλεσε μια άλλη θεμελιώδη αρχή του Bauhaus, με σκοπό πάντα να ειπωθεί η ανθρώπινη ιστορία με κατασκευές χαμηλόφωνες μα εξωστρεφείς, που προσαρμόζονται στις ανάγκες του τοπίου και την ίδια στιγμή στέκουν σηματοδοτήσεις, ένα είδος φιλίας με την ζωή και την μαρτυρία της. Το Bauhaus στέκει έκτοτε παροπλισμένο, δανείζοντας τα χαρακτηριστικά του στα ρεύματα που θα ακολουθήσουν και θα βάλουν τον κόσμο στις ράγες μιας νέας αντικειμενικότητας. Ίσως στο σαλονάκι μας που φωτίζεται χαμηλά και γουστόζικα από ένα φωτιστικό δαπέδου να μπορεί κανείς να εντοπίσει μια, δυο κατασκευές με ολοφάνερες επιρροές από μια έντονα επιδραστική, καλλιτεχνική κίνηση. Στις γραμμές αυτών των πιθανών αποκτημάτων θα μπορούσε κανείς να αντικρίσει τις υπεροψίες που συντρίβονται, υπεροψίες που καταργημένες αφήνουν να έρθουν κοντά οι καλλιτέχνες και οι χειρώνακτες, λίγο πριν το Bauhaus σφραγίσει μια εποχή.
Η Χρύσα Γερακάκη με σπουδές αρχιτεκτονικής στο ομώνυμο Πανεπιστήμιο, με σαφείς επιρροές από τον ορθολογισμό της ομώνυμης, αρχιτεκτονικής σχολής, επιλέγει αυτόν τον έντιμο και ευθύ τρόπο για να μιλήσει. Να περιγράψει όλη την γκάμα της ανθρώπινης αίσθησης που στέκει αμήχανη εμπρός στην τρομερή καταστροφή που στοίχισε την εκατόμβη των νεκρών στο Μάτι της Ανατολικής Αττικής. Να καταγράψει με λαμπρή ακρίβεια τα στάδια του πένθους, την μοναξιά των διωκόμενων από την φωτιά, την απόγνωση των είκοσι έξι ψυχών που θα βρεθούν αγκαλιασμένες στην άκρη του γκρεμού σε μια ρεαλιστική αναπαράσταση ενός φριχτού αδιεξόδου. Η νεαρή αρχιτέκτονας που ξεχώρισε στον διαγωνισμό προτάσεων για την μνήμη εκείνου του Ιούλη επιλέγει την αφήγηση μέσω των πολλαπλών επιπέδων, βαθμίδων που αντιστοιχούν στην συντριβή, την σιωπή, την ανάταση και την τελική επιλογή της ζωής που βρίσκει τον δρόμο ακόμη και μες στον εφιαλτικό λαβύρινθο της Αργυράς Ακτής. Η προβλήτα που προβλέπεται στην πρόταση της Χρύσας Γερακάκη στέκει πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και διαγράφει μια μετέωρη τροχιά ως τις αχνές γραμμές ενός γλυπτού σκάφους που στέκει σωτήριο και απόμακρο. Η κατασκευή αφηγείται τις δραματικές ώρες που βίωσαν οι κάτοικοι του Ματιού, όταν ολότελα ξεχασμένοι από την πολιτεία που αυτοσαρκαζόταν σε κάμερες και αίθουσες συνεδριάσεων πάλευαν να κρατηθούν στην ζωή. Αν αυτοί οι άνθρωποι ενώσουν τα χέρια τους σε μια υποθετική ευθεία γραμμή τότε με βεβαιότητα θα μπορούσαν να μιμηθούν την προβλήτα που αναμένεται να πλαισιώσει μαζί με άλλα έργα, σύγχρονους βωμούς, την οδυνηρή μνήμη.
Η σκάλα που ξεκινά από το οικόπεδο της σύγχρονης εθνικής μας τραγωδίας ανέρχεται στους ουρανούς. Διαθέτει είκοσι έξι σκαλοπάτια, όσα και τα θύματα που βρέθηκαν εγκλωβισμένα μες στην φωτιά με την μισοτελειωμένη χειρονομία τους να μαρτυρά την δύναμη που χρειάστηκε για να περάσουν από την πρόσκαιρη ζωή στην αιωνιότητα. Κάπου αλλού μερικές καμένες κολόνες που κουβαλούν ακόμη επάνω τους τα σημάδια της φωτιάς. Οι επιγραφές πάνω στον κορμό τους μιλούν απλόχερα για τα γεγονότα εκείνου του καλοκαιριού. Οι κήποι πιο πέρα σε παίρνουν από το χέρι και εσύ βυθίζεσαι ανέστιος μες στα πένθη. Σαν να κατοικείς εκείνον τον στίχο του Χριστόφορου Λιοντάκη, τα κηπάρια της Χρύσας Γερακάκη πλαισιωμένα από την δωρική κατασκευή του Bauhaus αφηγούνται την απώλεια και την επανεκκίνηση μέσω της περισυλλογής, της μοναξιάς που αφήνει τις κραυγές και τους ήχους εκείνου του απογεύματος να ραγίσουν την βαριά σιωπή αυτού του τόπου.
Παραμένει άγνωστο αν η πρόταση της Χρύσας Γερακάκη θα βρει την ανταπόκριση που χρειάζεται. Και την ίδια στιγμή επαφίεται σε εμάς τους ίδιους, να διατηρήσουμε ζωντανή την μνήμη, να αποδεχτούμε την τέχνη που με χίλιους τρόπους μιλάει για την απώλεια και το πεπρωμένο μας, να γίνουμε και εμείς η γενιά που θα ακουμπήσει τρυφερά στην αρχιτεκτονική περγαμηνή της Χρύσας Γερακάκη για να βρούμε κάτω τις διαβατάρικες, καταιγιστικές εικόνες της επικαιρότητας το Μάτι εκείνου του Ιούλη. Μια κοινωνία παραδομένη στην φωτιά, που πληρώνει τις ελληνικές παθογένειες στην πιο ακραία τους έκφραση. Η πρόταση της Χρύσας Γερακάκη προβλέπει έναν άλλον χειρισμό που καθιστά την μνήμη ιερή. Κάθε αρχιτεκτονική γραμμή συνιστά την αποθέωση της μοναξιάς που επικράτησε για μέρες στους δρόμους του Ματιού. Μες σε αυτήν την εκκωφαντική ομορφιά, οι άνθρωποι βρίσκουν το άσυλο που γυρεύουν, καθώς η νεαρή αρχιτέκτονας αναλαμβάνει να αναπαραστήσει ένα μέρος της αλήθειας, δίχως τίποτε το πλαστικό. Στις προοπτικές που υπαινίσσονται τα μετέωρα έργα της Χρύσας Γερακάκη, το τοπίο παραμένει ο άνθρωπος. Εκείνος που χάθηκε μα και ο άλλος που βλέπει, που στοχάζεται και προχωρεί.