Molly’s Game, του Aaron Sorkin
Αδιαφορώντας για την απλή εξιστόρηση αληθινών γεγονότων και καταστάσεων που προκαλούν από μόνες τους το εύκολο δέος του θεατή, ο διάσημος σεναριογράφος καταφέρνει να εντάξει σημαίνουσες φιγούρες της εποχής μέσα σε αποκυήματα της φαντασίας του, κρατώντας πάντα στο μυαλό ότι κάθε ιστορία του διαθέτει κάποιο κεντρικό μήνυμα. Αυτή τη φιλοσοφία ακολουθεί και στην πρώτη του σκηνοθετική δουλειά, περί ης ο λόγος.
Η Μόλι Μπλουμ του Sorkin είναι μια άοκνη κυνηγός του αμερικανικού ονείρου με όρους εντελώς προσωπικούς. Κατάγεται από μια μεσοαστική οικογένεια με ισχυρή πατρική φιγούρα, από αυτές που η αμερικανική κουλτούρα προωθεί ως πρότυπες. Οι γονείς της έδωσαν όλα τα εφόδια στα παιδιά τους για να ξεχωρίσουν από τη μάζα, γιατί έτσι αντιλαμβάνονται την επιτυχία. Και η ίδια η Μόλι άλλωστε αυτή τη φιλοσοφία ζωής δείχνει να πρεσβεύει. Αρχικά, στερήθηκε μια λαμπρή καριέρα στο σκι –άθλημα στο οποίο ο αδερφός της ήταν ολυμπιονίκης– λόγω δύο σοβαρών τραυματισμών. Έφυγε από το σπίτι για να σπουδάσει νομική, αλλά αυτή η πορεία της φαινόταν ανέκαθεν παθητική και ασύμβατη με την ασίγαστη επιθυμία της για ταχεία ανέλιξη. Έπιασε μια δουλειά ως σερβιτόρα σε ένα κλαμπ, γνώρισε πλούσιους ανθρώπους και αποφάσισε να αλλάξει ρότα. Με όπλο το κοφτερό μυαλό της και όχημα την τράπουλα του πόκερ, έφτασε να γίνει η βασίλισσα των τραπεζιών, αποκομίζοντας απίθανα κέρδη από τη δουλειά της ως διοργανώτριας των τουρνουά. Μέχρι που τα έχασε όλα, όταν βρέθηκε στο στόχαστρο του FBI.
Ήρθε σε επαφή με το «άθλημα» μέσω του πρώτου της αφεντικού, ενός εντερπρενέρ που ήταν εξαιρετικά μικρόνους για αντιληφθεί το μεγαλείο του μυαλού της Μόλι. Μέσα σε λίγο καιρό και μετά από σεμιναριακού επιπέδου παρακολούθηση των τεκταινομένων στα τουρνουά που διοργάνωνε αυτός, η Μόλι αντελήφθη ότι το λαμπρό μέλλον που τόσο επιθυμούσε βρισκόταν ανάμεσα σε 52 χρωματιστά φύλλα, εκατομμύρια δολάρια και ψυχές διαλυμένες από τον εθισμό στον τζόγο. Και έβαλε πλώρη για να το ακολουθήσει, παίρνοντας όρκο πως δε θα παραβιάσει το νόμο αλλά θα εκμεταλλευτεί μέχρι και την τελευταία ευκαιρία που της προσφέρει αυτός ο κόσμος για να λάμψει.
Ο χαρακτήρας που πλάθει ο Sorkin μαγνητίζει εξαρχής. Είναι μια γυναίκα που διαθέτει φαινομενικά ανίκητο ένστικτο επιβίωσης, μια ηθική πυξίδα που υπηρετεί τρανά τα μεγαλεπήβολα σχέδια της και μια φυσική ικανότητα να διαβάζει τις συνθήκες ώστε να ξέρει πότε και πώς να κινηθεί. Η Μόλι Μπλουμ, όπως εμφανίζεται στην ταινία, δεν ενδιαφέρεται για την επιβίωση. Θα μπορούσε να την εξασφαλίσει εύκολα και χωρίς ιδιαίτερη κούραση. Ενδιαφέρεται για τον θρίαμβο, την ολοσχερή επικράτηση έναντι ενός αόρατου αντιπάλου. Όλα αυτά μαρτυρούν πως πρόκειται για έναν άνθρωπο που μάχεται να αποδείξει κάτι σε κάποιον. Η αλήθεια είναι, βέβαια, πως στον 21ο αιώνα μια γυναίκα που αποφασίζει να ασχοληθεί με έναν καθαρά ανδροκρατούμενο κλάδο έχει πολλά στόματα να βουλώσει.
Η περσόνα που υιοθετεί η συγκεκριμένη γυναίκα είναι βγαλμένη από τα υγρά όνειρα των δυστυχισμένων ανδρών που την περιβάλλουν και το γνωρίζει πολύ καλά. Τα βαθιά ντεκολτέ που επιλέγει συνδυάζονται με την απουσία οποιασδήποτε υπόνοιας φλερτ προς τους εθισμένους στο τζόγο πελάτες της. Γοητευτική μα ποτέ αγοραία. Τους δίνει ότι ακριβώς χρειάζονται, ένα τραπέζι στα πρότυπα που ο ορίζει ο νεοπλουτισμός, πίστωση χρημάτων, ασφαλές περιβάλλον, ενώ παράλληλα η ίδια διατηρεί αλώβητο, και μάλιστα με άνεση, τον εσωτερικό της κόσμο, μην αφήνοντας κανένα περιθώριο και δικαίωμα. Όλα αυτά όμως ως προς τις εξωτερικές απειλές. Γιατί το κάστρο της Μόλι, όπως και κάθε άλλο, έπεσε από μέσα.
Η νομοτελειακή τροπή του χλιδάτου κόσμου των πολλών εκατομμυρίων σε κόλαση έχει κεντρική θέση στην αφήγηση του Sorkin και παρουσιάζεται εύστοχα και με τη γνωστή ψυχαναλυτική οπτική γωνία που τη χαρακτηρίζει. Η Μόλι Μπλουμ δε φρόντισε να οχυρώσει τον εαυτό της απέναντι στις δικές της ανεπάρκειες και έτσι σύντομα έφτασε να είναι έρμαιο της βίου που διήγε. Κατέστη ουσιαστικά μια ακόμη ζάμπλουτη πλην αβοήθητη ύπαρξη, δίχως προσωπικές σχέσεις, καταδικασμένη να αναμετρηθεί με το τέρας της επιτυχίας της, όπως η ίδια την αντιλαμβανόταν. Μπορεί να μην διοργάνωσε κανένα στημένο τουρνουά πόκερ και να υπήρξε νομοταγής, έστησε όμως από πολύ νωρίς το μεγαλύτερο παιχνίδι από όλα: αυτό της προσωπικής της ολοκλήρωσης και την αναζήτηση της αληθινής ευτυχίας της, αφού ποτέ δεν αντιμετώπισε με θάρρος και ειλικρίνεια τους προσωπικούς της δαίμονες.
Αυτό είναι και το σημείο που η στιβαρή ιστορία του σπουδαίου σεναριογράφου παρουσιάζει τα πρώτα της ολισθήματα. Ο Sorkin παλεύει με νύχια και με δόντια να δικαιώσει τον κεντρικό του χαρακτήρα, τον οποίο διαμορφώνει στα πρότυπα του αντιήρωα, αλλά κατ’ ουσίαν αγιοποιεί. Στην πρώτη του σκηνοθετική δουλειά, θαρρεί κανείς πως ο Αμερικανός δημιουργός, σαν άλλος Πυγμαλίων, ερωτεύεται την πρωταγωνίστρια της ιστορίας του και εκβιάζει τον θεατή για να την συμπαθήσει και όχι απλώς να την καταλάβει, αγγίζοντας τα όρια του μελό. Δεν αρκείται να τον κταστήσει κοινωνό των εσωτερικών της αναζητήσεων, αλλά κατευθύνοντας την αφήγηση με τρόπο πρωτοφανή, θέλει να τον κάνει οπαδό της Μόλι Μπλουμ και του προτύπου που αυτή φέρει.
Οι πάγιες εμμονές του είναι και πάλι παρούσες: Η ιδιάζουσα περίπτωση αντιηρωίδας, το τίμημα της επιτυχίας και η σχετικότητα της δικαιοσύνης αποτελούν τους άξονες κίνησης του φιλμ και υπηρετούνται από το γνωστό ύφος του, σε υπερθετικό βαθμό αλλά και πάλι εντυπωσιακό και πλήρως λειτουργικό. Ως συνήθως, ταχύτατοι διάλογοι, μονόλογοι και χαρακτήρες που βρίσκονται σε συνεχή κίνηση συνθέτουν το αφηγηματικό πλαίσιο της ταινίας. Ο λόγος μετατρέπεται σε μουσική και το κινηματογραφικό έργο σε καταιγιστική συμφωνία, από την οποία δε μπορεί κανείς να πειράξει μια νότα. Η εναλλαγή των χρονικών σημείων δεν ενοχλεί στο ελάχιστο, αφού δεν γίνεται κατάχρησή της και πάντα υπηρετεί συγκεκριμένο σκοπό κατά την εξέλιξη της πλοκή. Η συνολική εικόνα της ταινίας, με το εντυπωσιακό μοντάζ, τον σφιχτό μα όχι ασθματικό ρυθμό και την έντονη παρουσία της αφήγησης, θυμίζει κάτι από το σινεμά του Σκορσέζε, με μια πολύ σημαντική διαφορά: ο Sorkin, για πρώτη φορά στην καριέρα του, εμφανίζεται υπερεπεξηγηματικός. Δείχνει να φοβάται μήπως η σαρωτική πορεία των γεγονότων που αφηγείται δεν επιτρέψει στους χαρακτήρες του να αποκτήσουν το συναισθηματικό υπόβαθρο που επιθυμεί να τους προσδώσει. Έτσι, τους αναγκάζει σε μια σειρά από εξομολογήσεις που μοιάζουν παράταιρες. Οι συζητήσεις της Μόλι με τον δικηγόρο της καταλήγουν υπερβολικές και ο πατέρας της, χαρακτήρας που στερείται εσωτερικής συνοχής, λειτουργεί σαν πρόχειρος συναισθηματικός της φάρος.
Συνολικά, πρόκειται για μια καλοφτιαγμένη δημιουργία που σε σημεία είναι μεγαλοπρεπής, αλλά χάνει το σημείο ισορροπίας στον τρόπο που παρουσιάζει τους χαρακτήρες. Ερμηνευτικά, η Jessica Chastain σαρώνει τα πάντα στο πέρασμα της, αποδίδοντας με πάθος και ένταση τον πρωταγωνιστικό χαρακτήρα, ενώ και ο Idris Elba ανταποκρίνεται εξαιρετικά στο ρόλο του δικηγόρου. Σε κανένα τεχνικό σημείο η ταινία δεν υστερεί. Απλώς, και ως προς το συνολικό ηθικό στίγμα της ταινίας, ο Aaron Sorkin εκφράζει κάπως βεβιασμένα την πεποίθηση ότι η Αμερική είναι ακόμα η χώρα των ευκαιριών, ένας τόπος που μπορείς πάντα να ξεκινήσεις από την αρχή και να δουλέψεις για να φτάσεις στην κορυφή. Μετέρχεται δε τα πατροπαράδοτα μέσα της βιομηχανίας για να οδηγήσει την ιστορία του σε αυτήν την κατάληξη. Αυτό όμως, όπως είναι λογικό, αφαιρεί κάτι από τη δύναμη των χαρακτήρων και περιορίζει το βεληνεκές της ταινίας του.
Molly’s Game, του Aaron Sorkin
Είδος: Βιογραφία, Δράμα
Διάρκεια: 140'
*Aναδημοσίευση από το cinedogs.gr, κινηματογραφικό συνεργάτη του Artcore magazine