Scroll Top

Βιβλιοθήκη

Μπάρτλμπυ ο Γραφέας, του Herman Melville

feature_img__mpartlmpi-o-grafeas-tou-herman-melville
Τον Δεκέμβριο του 1853, δημοσιεύεται στο “Putnam’s Monthly Magazine” η νουβέλα του Melville «Μπάρτλμπυ ο Γραφέας», δυο χρόνια μετά το εμβληματικό “Moby Dick”. Σε αντίθεση με την απήχηση που έχει ο Melville και τα έργα του σήμερα, την εποχή εκείνη o «Μπάρτλμπυ» δεν γνώρισε τη δέουσα αναγνώριση. H μεταμοντέρνα διανόηση έχει ασχοληθεί εκτενώς με πλήθος προσεγγίσεων επί του κειμένου, μια εκ των οποίων, αυτή του Gilles Deleuze, εμπεριέχεται αυτούσια στο επίμετρο της επανέκδοσης της νουβέλας από τις εκδόσεις Άγρα.

Σε αντιστοιχία με τα δύο προαναφερθέντα έργα του, ο Αμερικανός συγγραφέας του 19ου αιώνα, εργάζεται ως γραφέας στα δεκαέξι του και ως καμαρότος από την ηλικία των είκοσι ετών. Ταξιδεύοντας σε Ευρώπη και Νότιο Αμερική, βρίσκεται αιχμάλωτος από κανίβαλους στην Ταϊτή και εν μέσω ανταρσίας σε φαλαινοθηρικό, γεγονότα που αποτελούν έμπνευση για τις πρώτες συγγραφικές του δημιουργίες. Με το πρώτο του μυθιστόρημα ‘’Typee’’, γνωρίζει την εμπορική επιτυχία και καθιερώνεται, σε αντίθεση με τις προσδοκίες του, ως συγγραφέας περιπετειών στις θάλασσες του «Νέου Κόσμου». Στη συνέχεια του έργου του θα αναδείξει ένα πρόσωπο που αγωνιά να σκιαγραφήσει το δράμα της ανθρώπινης ύπαρξης, χωρίς να καταφέρει να κερδίσει το αναγνωστικό κοινό της εποχής του. Υποφέρει από κατάθλιψη και οικονομική δυσπραγία, με μοναδικό του καταφύγιο τα ταξίδια, που δε σταμάτησε να κάνει μέχρι και μεγάλη ηλικία. Την εποχή του «Μπάρτλμπυ», σε γράμμα του προς τον Nathaniel Hawthorne γράφει: «αυτά που λαχταρώ να γράψω είναι καταδικασμένα – δεν πουλάνε. Από την άλλη όμως, το να γράψω αλλιώς – δεν το μπορώ».

Στην ιστορία του Μπάρτλμπυ, χρησιμοποιεί πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Αφηγητής είναι ένας δικηγόρος, ο εργοδότης του Μπάρτλμπυ, που πέτυχε «βγάζοντας πέρα τη βολική δουλίτσα του με τα χρεόγραφα των πλουσίων». Η επιτυχία του περιορίζεται, λοιπόν, στο να θεωρείται ένα «αξιόπιστο πρόσωπο» για τους πλούσιους και στο διορισμό του σε θέση επικουρικού δικαστή στα δικαστήρια της Νέας Υόρκης, με αρμοδιότητες όπωςη διεξαγωγή μαρτυρικών καταθέσεων, η παραπομπή εγγράφων κλπ. Για τη διεκπεραίωση του ανιαρού αυτού έργου, έχει στη δούλεψή του ένα δωδεκάχρονο παιδί για τις εξωτερικές εργασίες, και δύο γραφείς, οι οποίοι ξεσπούν εναλλάξ -ο ένας το πρωί, ο άλλος το μεσημέρι- σε παροξυσμούς σε ένα γραφείο στη Ουώλλ Στρητ που έχει «θέα» από τη μια πλευρά σε έναν φωταγωγό και από την άλλη σε έναν πανύψηλο τοίχο. Ο δικηγόρος αποφασίζει να προσλάβει και τρίτο γραφέα, τον Μπάρτλμπυ, όταν η δουλειά αυξάνεται, και ο νεαρός εντυπωσιάζει το αφεντικό του από την πρώτη στιγμή: «έφερνε σε πέρας ασύλληπτο όγκο γραφικής εργασίας… Η γραμμή παραγωγής δούλευε μέρα-νύχτα». Ο δικηγόρος εκφράζει τον σεβασμό του για τον νέο εργαζόμενο, αλλά ο ρόλος του ως εργοδότη ακυρώνεται σχεδόν από την αρχή αυτής της συνεργασίας, όταν, απέναντι σε εντολή του να έρθει ο Μπάρτλμπυ να τον βοηθήσει, ο γραφέας απαντά πεισματικά και χωρίς ίχνος συναισθήματος την εμβληματική για το έργο φράση: «Θα προτιμούσα όχι». Η απάντησή του δεν προκαλεί οργή, αλλά αντιθέτως απορία. Στη συνέχεια, οι εντολέςμετατρέπονται σε παρακλήσεις, και στο τέλος ο δικηγόρος παρουσιάζει ένα πρόσωπο συγκαταβατικό απέναντι στην πεισματική άρνηση του νεαρού γραφέα να ανταποκριθεί σε ό,τι του ζητάει, μία αντίσταση που είναι, όμως, άκρως παθητική. Ο Μπάρτλμπυ μετατρέπεται σε φάντασμα. Ο συγγραφέας, δια στόματος του αφηγητή, μας αποκαλύπτει ότι ο γραφέας δεν εγκαταλείπει ποτέ το γραφείο και τη θέση του, δεν τον βλέπουν ποτέ να τρέφεται, είναι μια μορφή που παρουσιάζεται ασάλευτη στο γραφείο της να ασχολείται μέρα-νύχτα με την αντιγραφή νομικών εγγράφων. Και επειδή το κέρδος του δικηγόρου από την «εργασιομανία» του Μπάρτλμπυ είναι σημαντικό, ο δικηγόρος επιλέγει να μην τον ενοχλεί και υποχωρεί: δεν του δίνει πια εντολές, αλλά αντιθέτως προβάλλει ένα ανθρώπινο ενδιαφέρον για τον υπάλληλό του, κάνοντάς του ερωτήσεις για το παρελθόν του. Για ακόμη μια φορά, όμως,η απάντηση που λαμβάνει από τον Μπάρτλμπυ είναι: «Θα προτιμούσα όχι». Η αφήγηση ολοκληρώνεται με τον δικηγόρο να αναφωνεί «Ω Μπάρτλμπυ! Ω ανθρωπότης!», σε μια χαρακτηριστική φράση για το έργο.

Η νουβέλα σίγουρα δεν επιδέχεται μονοσήμαντης ερμηνείας, αφού έχει χυθεί εξαιρετικά πολύ μελάνι και προς διαφορετικές κατευθύνσεις ερμηνείας. Σίγουρα είναι ένα λογοτεχνικό κείμενο που βρίθει θεατρικότητας. Οι δύο γραφείς «στήνονται» ως καρικατούρες – σύμβολα της ανιαρής και ζοφερής καθημερινότητας που βιώνει, ως επί το πλείστον, ένας εργαζόμενος γραφείου που από το παράθυρο της δουλειάς του δεν βλέπει ίχνος ουρανού. Ο εργοδότης-αφηγητής δεν φαίνεται να προβληματίζεται καθόλου από την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά που επιδεικνύουν οι υπάλληλοί του, αντιθέτως απολαμβάνει την επιτυχία που συνοψίζεται στην αναγνώριση και το εύκολο κέρδος. Στο σκοτεινό γραφείο της Ουώλλ Στρητ, ο Melville στήνει λοιπόν μία μικρογραφία της νεωτερικής κοινωνίας. Ο χαρακτήρας του Μπάρτλμπυ και η σχέση του με το δικηγόρο επιδέχονται πολλαπλές αναγνώσεις. Ο νεαρός γραφέας είναι για κάποιους η εικόνα του ίδιου του Melville και της απώλειας νοήματος που βιώνει την εποχή εκείνη. Για άλλους, το «θα προτιμούσα όχι» εκφράζει την παθητική αντίσταση που διακήρυξε ο Henry David Thoreau, συγγραφέας που αγαπούσε ιδιαίτερα ο Melville. Τέλος, μια τρίτη ανάγνωση «βλέπει» στη σχέση δικηγόρου-γραφιά τη σχέση πατρικής εξουσίας που διατρέχει το σύνολο του έργου του Αμερικανού συγγραφέα και στο δικηγόρο-αφηγητή έναν άλλο πλοίαρχο Ντηλέηνο (χαρακτήρας του «Μπενίτο Σερένο», μιας νουβέλας επίσης του Melville), με την επίπλαστη ανθρωπιά που επιδεικνύουν και οι δύο. Αφήνοντας να επιλέξει ο καθένας την ερμηνεία που προτιμά, εγώ θα περιοριστώ να πω ότι το κείμενο αυτό είναι μια καταγγελία της απώλειας νοήματος που χαρακτηρίζει την νεωτερική κοινωνία και ότι με τον Μπάρτλμπυ, ο Melville αφήνει στη λογοτεχνία έναν νέο Χριστό (κατά τη διατύπωση του Deleuze στο επίμετρο), ένα ημιανθρώπινο υποκείμενο – σύμβολο της υποβάθμισης της ζωής μας στις γραμμές παραγωγής της βιομηχανίας παροχής υπηρεσιών.

Μπάρτλμπυ ο Γραφέας, του Herman Melville
Μετάφραση: Αθηνά Δημητριάδου
Εκδόσεις ‘Αγρα
σελ. 176

1
Μοιράσου το