Narcos: Είναι πολλά τα λεφτά, Pablo
Η χρήση της διήγησης έχει λειτουργικό ρόλο. Βοηθά τον θεατή να κατανοήσει πλήρως γεγονότα και να ξεχωρίσει πρόσωπα. Αποτελεί τέχνασμα ξεσηκωμένο απ’ το αλησμόνητο “Goodfellas” του Scorsese, πράγμα που επιβεβαιώνει και ο Padilha: “I, myself, loved Goodfellas, and there’s no reason for me to shy away from it.” Το συγκεκριμένο voiceover δεν ενοχλεί, παρά σε κάποιες περιπτώσεις που μοιάζει περιττό. Οι κινήσεις του ήρωα είναι ξεκάθαρες, ο θεατής ακολουθεί πλήρως το νήμα της ιστορίας και υπάρχει μια φωνή που σου εξηγεί πράγματα που έχεις κατανοήσει. Πέρα όμως από αυτές τις λιγοστές στιγμές, εξυπηρετεί την πλοκή.
Παρακολουθούμε λοιπόν την αιματηρή άνοδο του Escobar και του καρτέλ του Medellin κατά τη δεκαετία του ‘80. Τα δρομολόγια της ντρόγκας στην Αμερική εξαπλώνονται, το χρήμα ρέει άφθονο και η δύναμή του αυξάνεται. Η αστυνομία στο τσεπάκι του. Οι (περισσότεροι) πολιτικοί και δημοσιογράφοι το ίδιο. Όντας εγκληματικά έξυπνος δεν σταματά εκεί. Παίρνει τον λαό με το μέρος του. Χτίζει σπίτια για τους φτωχούς και μοιράζει λεφτά στους απόρους. Δεν χάνει ευκαιρία να τα χώσει στους ιμπεριαλιστές Αμερικανούς. Ο κόσμος τον θεωρεί λαϊκό ήρωα. Ο Pablo μεταμορφώνεται σε πατέρα και θεό της Κολομβίας. Ο βραζιλιάνος Wagner Moura που ενσαρκώνει τον Escobar είναι καθηλωτικός. Άλλοτε αδίστακτος και επικίνδυνος, άλλοτε απρόβλεπτος και απειλητικός, μα πάνω απ’ όλα πειστικός. Η ερμηνεία του Moura σε πείθει και με το παραπάνω ότι ο Pablo Escobar δεν θα σταματήσει πουθενά, αν δεν διατηρήσει αυτά που έχει και στην πορεία κινηθεί για περισσότερα.
Ο Moura πήρε παραπάνω κιλά για τον ρόλο και μετακόμισε στη γενέτειρα του Escobar, Medellin, ώστε να μάθει τα απαραίτητα ισπανικά για τον ρόλο και να κατανοήσει πλήρως την κουλτούρα της Κολομβίας και του ανθρώπου που κάποτε βασίλευε σε αυτή.
Μέσα από την αδίστακτη προσωπικότητα του Escobar, που αποτελεί τον πυρήνα του δράματος, η σειρά αποτελεί το χρονικό της πολιτικής ιστορίας της Λατινικής Αμερικής και την άνοδο των καρτέλ. Ο θεατής γίνεται μάρτυρας των συνταρακτικών γεγονότων που έλαβαν χώρα στην Κολομβία και ξεχνά ότι απέναντι του έχει ένα τηλεοπτικό προϊόν. Κι αυτό, γιατί η μυθοπλασία μπλέκεται με το ντοκιμαντέρ. Η σειρά, δίπλα στο δράμα, χρησιμοποιεί συνεχώς αρχειακό υλικό, φωτογραφίες και βίντεο της εποχής. Για παράδειγμα τη μια στιγμή βλέπεις κάποιους χαρακτήρες του σόου να ετοιμάζονται να δολοφονήσουν ένα πολιτικό πρόσωπο και το επόμενο λεπτό παρακολουθείς το ντοκουμέντο της δολοφονίας, όπου το υπαρκτό πρόσωπο πέφτει νεκρό. Οι ταραχές στους δρόμους της Κολομβίας και το χρόνιο αίσθημα των πολιτών ότι κανείς δεν είναι ασφαλής (και πώς να είναι κάποιος ασφαλής, όταν ο Escobar βομβαρδίζει τη μισή χώρα) οδηγούν τον θεατή στο να αισθάνεται άβολα, να αγχώνεται, να χτυπά η καρδιά του εντονότερα. Με λίγα λόγια να ζει αυτό που βλέπει.
Παράλληλα με το ιστορικό, πολιτικό, οικονομικό, ηθικό στοιχείο της σειράς υπάρχει κάτι ακόμα που την απογειώνει. Το εθιστικό στοιχείο. Φαντάσου να παρακολουθείς με τρομερό ενδιαφέρον τις αιματηρές εξελίξεις της εποχής στην Κολομβία και ταυτόχρονα η αγωνία να χτυπάει κόκκινο, καθώς οι πράκτορες κυνηγούν λυσσαλέα τον Pablo. Άφθονες σφαίρες, βόμβες, συμπλοκές, ενέδρες προσδίδουν έναν εκρηκτικό τόνο στην αφήγηση. Η εποχή του Pablo Escobar άφησε ανεξίτηλη κηλίδα αίματος στην ιστορία της Κολομβίας. Αυτή η σειρά αφορά τον Pablo, αλλά αν κοιτάξεις λίγο πιο προσεκτικά το Narcos δεν έχει να κάνει με τους παίκτες, αλλά με το παιχνίδι.