Νεκρωταφίο ζώων, του Stephen King
«Και ίσως το πιο τρομακτικό απ’ όλα τα ερωτήματα να είναι το πόση φρίκη μπορεί ν’ αντέξει ο ανθρώπινος νους, διατηρώντας παράλληλα μία άγρυπνη, παντεπόπτρια, ανηλεή εχεφροσύνη».
Όταν ο Λούις Κριντ μετακομίζει με τη γυναίκα του και τα δύο μικρά του παιδιά σε μία μικρή, ήσυχη πόλη του Μέιν, δεν περιμένει ότι η ζωή του θα πάρει μία τροπή τόσο άσχημη που θα τον αλλάξει οριστικά και αμετάκλητα. Μία απροσδιόριστη απειλή δείχνει να πλανάται στον αέρα. Φταίνε τα τεράστια φορτηγά που τρέχουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα στον δρόμο μπροστά από το σπίτι; Φταίει το περίεργο νεκροταφείο όπου γενιές παιδιών θάβουν τα αγαπημένα τους κατοικίδια ζώα; Ή μήπως ο αρχαίος τόπος ταφής των Ινδιάνων Μίκμακ από τον οποίο τον προειδοποιούν να μείνει μακριά οι γνωστοί του αλλά και οι εφιάλτες του;
Για πολλούς, το «Νεκρωταφίο ζώων» αποτελεί το τρομακτικότερο μυθιστόρημα του βασιλιά του τρόμου, του Stephen King, ο οποίος μάλιστα συμφωνεί με αυτή τη δήλωση. Όπως γράφει και ο ίδιος στην εισαγωγή, μόλις τελείωσε τη συγγραφή του βιβλίου το καταχώνιασε στο συρτάρι, θεωρώντας ότι αυτή τη φορά το είχε παρατραβήξει. Συμμερίζομαι απολύτως την άποψή του, αλλά και τόσων άλλων αναγνωστών: το «Νεκρωταφίο ζώων» είναι, πράγματι, ό,τι πιο τρομακτικό μας έχει χαρίσει η ανεξάντλητη φαντασία του King.
Γιατί, ως γιατρός, ο Λούις ήξερε ότι ο θάνατος με την εξαίρεση ίσως της γέννησης, ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο.
Αναμφίβολα, το ζήτημα του θανάτου και της απώλειας είναι ο βασικότερος θεματικός άξονας του μυθιστορήματος. Όλα δείχνουν να περιστρέφονται γύρω από αυτόν και πολλές φορές εξουσιάζει τις ζωές των πρωταγωνιστών. Ένα φαινόμενο απόλυτα φυσικό, απόλυτα αναμενόμενο, όμως τόσο τρομακτικό, τόσο άγνωστο, τόσο ανελέητο, που πολλές φορές φαντάζει τόσο άδικο.
Οι πρωταγωνιστές, απλοί, καθημερινοί άνθρωποι αδυνατούν να διαχειριστούν την ιδέα της απώλειας, ακόμα και πριν καν αυτή συμβεί. Για τη σύζυγο του Λούις, το θέμα του θανάτου είναι ένα ταμπού, κάτι που μονάχα ψιθυρίζεται. Η ιδέα και μόνο του ότι ο γάτος της οικογένειας, Τσορτς, μπορεί να σκοτωθεί από ένα φορτηγό, της προκαλεί απόλυτη υστερία, και την ίδια αντίδραση έχει και στην πιθανότητα απώλειας οποιουδήποτε άλλου ανθρώπου ή ζώου.
Και είναι ακριβώς αυτός ο φόβος του θανάτου και ο μη συμβιβασμός με τις συμφορές της ζωής που οδηγούν τον Λούις σε πράξεις εκτός λογικής. Σύμφωνα με τον ίδιο τον συγγραφέα, η «αποδοχή της βούλησης του σύμπαντος ίσως να είναι ο μοναδικός τρόπος για να βρούμε τη γαλήνη στη ζωή μας». Όμως, οι πρωταγωνιστές της ιστορίας στερούνται αυτής της αποδοχής, με αποτέλεσμα τα πράγματα να πάρουν την τελική τους τροπή.
Ορισμένα σημεία του μυθιστορήματος βασίστηκαν στις εμπειρίες του ίδιου του συγγραφέα, όπως μας τις εξιστορεί στην εισαγωγή του βιβλίου: τα φορτηγά που τρέχουν, ένας γάτος που δεν στάθηκε αρκετά τυχερός, ένα αγοράκι που ανέλπιστα σώθηκε και ένας κατατρομαγμένος αλλά τελικά ανακουφισμένος πατέρας. Ο King λαμβάνει υπόψη του αυτό το -πολλές φορές- τρομακτικό «εάν» που τριβελίζει το μυαλό μας και συνεχίζει την ιστορία: εάν δεν είχε προλάβει να πιάσει τον γιο του; Εάν δεν ήταν τόσο τυχερός;
Δεν θέλω να πεθάνει ποτέ ο Τσορτς! Είναι δικός μου γάτος! Δεν είναι του Θεού! Να πάρει δικό του γάτο ο Θεός!
Ένα από τα θέματα που θίγει ο King είναι η σχέση της θρησκείας με τον θάνατο. Υπάρχει μεταθανάτια ζωή; Μετενσάρκωση; Ή, μήπως, ανάσταση; Στο βιβλίο, το φράγμα μεταξύ του κόσμου των ζωντανών και των νεκρών σχεδόν καταργείται, με ολέθριες συνέπειες. Το ζήτημα της «ανάστασης» συγκεκριμένα έχει κεντρικό ρόλο, αφού ο αρχαίος τόπος ταφής των Μίκμακ έχει υπερφυσικές δυνάμεις: όταν κάποιος θάβει κάτι ή κάποιον εκεί, αυτό ή αυτός επιστρέφει. Μόνο που δεν θυμίζει σε τίποτα τον προηγούμενο εαυτό του.
Αντιμέτωπος, τελικά, με το δυσβάσταχτο φορτίο της απώλειας, ο Λούις θα εξωθηθεί στην ύστατη λύση: τον ινδιάνικο τόπο ταφής. Κάθε ρίσκο του φαίνεται ασήμαντο όταν μπορείς να φέρεις πίσω ένα αγαπημένο σου πρόσωπο.
Τόσο λεπτή είναι λοιπόν η γραμμή; Τόσο λεπτή που να μπορείς να την περάσεις σχεδόν χωρίς κανένα πρόβλημα;
H ανθρώπινη ψυχοσύνθεση και η διαχείριση του πένθους απασχολεί εξίσου τον συγγραφέα, αφού η απέραντη θλίψη «τυφλώνει» τους πρωταγωνιστές του, τους κάνει να χάσουν κάθε μέτρο, κάθε ηθικό φραγμό. Κάθε φωνή λογικής μετατρέπεται σε ψίθυρο καθώς υπερισχύει το παράλογο, δικαιολογώντας τα αδικαιολόγητα και, τελικά, η γραμμή μεταξύ της εχεφροσύνης και της παράνοιας αποδεικνύεται τρομακτικά λεπτή.
Tο «Νεκρωταφίο ζώων» είναι ένα εξαιρετικά συναισθηματικά φορτισμένο μυθιστόρημα, το οποίο θα αγγίξει όλους τους αναγνώστες, ανεξαιρέτως, διότι δεν πρόκειται για μία ακόμα ιστορία τρόμου. Τα στοιχειωμένα σπίτια ή οι κλόουν μπορεί να τρομάζουν μερικούς και άλλους να τους αφήνουν απόλυτα ασυγκίνητους. Απέναντι στον τρόμο της απώλειας, όμως, κανείς δεν μπορεί να μείνει ατάραχος – πρόκειται για έναν φόβο καθολικό, που δεν γνωρίζει φύλο, ηλικία, φυλή ή κοινωνική θέση.
Χωρίς υπερβολές, χωρίς κενά, με τη συνηθισμένη και αγαπημένη πένα του King που μπορεί να σε πείσει ότι όλα είναι δυνατά, το «Νεκρωταφίο ζώων» είναι ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα τρόμου που δεν υπάρχει περίπτωση να σας αφήσει αδιάφορους. Πρόκειται για ένα βιβλίο που ξεχειλίζει τρόμο, πόνο, απόγνωση, συγκίνηση. Καθώς διαβάζεις νιώθεις σαν να σε έχει τοποθετήσει ο King σε μία μέγγενη που τη σφίγγει όλο και περισσότερο όσο περνούν τα κεφάλαια. Σφίγγει, σφίγγει, σφίγγει, μέχρι να νιώσεις λίγη από την απόγνωση του πρωταγωνιστή, να νιώσεις φρίκη για τις επιλογές του και να συνειδητοποιήσεις με τρόμο ότι ένα μικρό κομμάτι του εαυτού σου ίσως να τις βρίσκει, λίγο… δικαιολογημένες.
Νεκρωταφίο ζώων, του Stephen King
Μετάφραση: Έφη ΤσιρώνηΕκδόσεις Κλειδάριθμος
σελ. 640