Νεοελληνική μυθολογία, του Αύγουστου Κορτώ
Στο νέο ευθυμογράφημα του Αύγουστου Κορτώ (ψευδώνυμο του Πέτρου Χατζόπουλου) παρακολουθούμε τις, γνωστές σε όλους μας, ιστορίες της ελληνικής μυθολογίας, ιδωμένες όμως διαφορετικά, μέσα από μία άλλη ματιά, πιο σύγχρονη, διασκεδαστική, χιουμοριστική και ευχάριστη από τον τρόπο που διδασκόμασταν τη μυθολογία στο σχολείο.
Ήδη από το εξώφυλλο, το βιβλίο σου κινεί απευθείας την περιέργεια με το σκίτσο του Αρκά (είναι το τρίτο βιβλίο του συγγραφέα όπου σκίτσο του Αρκά κοσμεί το εξώφυλλό του, μετά το «Έρως ανίκατε μάσαν» και το «Ο άνθρωπος που έτρωγε πολλά») να κερδίζει το βλέμμα σου. Και έρχεται και ο τίτλος του να σε ιντριγκάρει: «Νεοελληνική μυθολογία».
Ο συγγραφέας, βασιζόμενος στον τίτλο του Τσιφόρου «Ελληνική μυθολογία», διακωμωδεί τους μύθους του Ησίοδου προσφέροντας στον αναγνώστη μια ευχάριστη σύνοψη με όλα τα ευτράπελα του ελληνικού δωδεκάθεου και όχι μόνον. Χρησιμοποιώντας τη γλώσσα του σήμερα, τη γλώσσα της καθημερινότητας που χρησιμοποιεί η νέα γενιά, τη γλώσσα επικοινωνίας των social media, ο Κορτώ «ανοίγει ένα παράθυρο» και ενώνει το τότε με το τώρα. Οι μύθοι, γνωστοί και μη εξαιρετέοι, αναπλάθονται σαν να διαδραματίζονται στο παρόν, με χαρακτήρες και αναφορές στο σήμερα και με ατάκες βγαλμένες από καθημερινές συνομιλίες, διανθισμένες με άπλετο χιούμορ:
Ε και για να μην τη ζαλίζει, τα ‘φαγε τα σπόρια του ροδιού η Περσεφόνη, κι έτσι είναι αναγκασμένη κάθε χρόνο για τρεις ή τέσσερις μήνες –ανάλογα, αν είσαι στη Σαχάρα και καίγεται το πράμα σου ή στους υπερβόρειους και κατουράς παγάκια σαν ψυγείο δίπορτο-να επιστρέφει στον θρόνο της στον Κάτω Κόσμο, κι η Δήμητρα κάθε μα κάθε φορά η ευλογημένη (τυπική ελληνίδα μάνα, που πάει το παιδί της στην Αγγλία να σπουδάσει και θα κάνει ως τα Χριστούγεννα να το δει και του πακετάρει στη βαλίτσα ολόκληρη τη γελάδα με τα πέταλα και βαράνε οι συναγερμοί στο Χήθροου- «Πάλι έσκασε Έλληνας με το σφαχτάρι»), μαυροφοράει και πενθεί και αφήνει τα νύχια της άκοπα όπως είναι με το κοκκινόχωμα και την αλογοσβουνιά , και βυθίζεται ο πλανήτης στη μελαγχολία του χειμώνα, εκτός απ ’τα εποχιακά που περιμένουν πώς και πώς να σκορπίσουν το καλό γούστο στις ψυχές των ανθρώπων με τους Αϊβασίληδες που ανεβοκατεβάζουνε το χέρι σαν να βαράνε τον φραπέ και έχουν μια φάτσα ό,τι πρέπει για παιδάκι, να βλέπει ο Στήβεν Κινγκ και να του πηγαίνει το σκατό στην κάλτσα…»
Με τον τρόπο αυτόν, για παράδειγμα, πληροφορείται ο αναγνώστης τον μύθο της Περσεφόνης και την παραμονή της μια στη Γη και μια στον Κάτω Κόσμο.
Ο Κορτώ είναι λάτρης της μυθολογίας και το δείχνει. Την έχει μελετήσει, την έχει αφομοιώσει, την έχει αγαπήσει, και γι’ αυτόν τον λόγο είναι σε θέση να την παρωδεί και να σκαρφίζεται τόσο πνευματώδη σχόλια. Αφορμή γι’ αυτά στέκεται η πολυγαμία του Δία, η ζήλια της Ήρας, το ασύλληπτο των άθλων του Ηρακλή, τα περίεργα ονόματα και οι ομόηχες λέξεις που δημιουργούν παρεξηγήσεις. Ο Κορτώ αγαπάει τα σχόλια για το υπερβολικό φαγητό, το βάρος, το σεξ, για την ανθρώπινη φύση γενικότερα και έτσι η περιπαικτική του διάθεση είναι έντονα εμφανής σε κάποια σημεία:
Κι άντε πες ότι είναι καταχείμωνο, κι είσαι βοσκός κι έχεις αποκλειστεί μήνες ολάκερους στο ορεινό σου χειμαδιό, ένα παράπηγμα μ’ ενάμισι μέτρο ύψος, σαν φέρετρο που το τρυπάει το ξεροβόρι από τις χαραμάδες, μόνος σου με το κοπάδι που τουρτουρίζει όπως και εσύ. Άνθρωπος είσαι, ζώο δηλαδή, ε, κάποια στιγμή θα την αποζητήσεις τη ζεστασιά-και θα χωθείς και εσύ μες τα αμνοερίφια, να λουφάξεις στο μαλλιαρό τους απονέμι. Και καθώς άνθρωπος δε σημαίνει μόνο πείνα, δίψα, ύπνος κι απεκκρίσεις, αλλά κι επιθυμία ερωτική και παντοδύναμη, μπορεί να σου’ ρθει τέτοια τρέλα που ξαφνικά, όπως ο οδοιπόρος στην έρημο βλέπει σ’ αντικατοπτρισμό ψυγειάκι με παγωμένες μπύρες πλάι σε μια πισίνα με γυμνές ναυαγοσώστριες, να αντικρίσεις στο πρόσωπο της γίδας της Παρδάλλως μια καλλονή που τύφλα να’ χει η Μόνικα Μπελούτσι, και να βρεθείς γονατιστός να της τάζεις γάμο της κατσίκας με μονόπετρο, που βέβαια το πιθανότερο εκείνη θα πει «Μεεεε» και θα το φάει και το δαχτυλίδι, γιατί αυτά τα αθεόφοβα τα γίδια ό,τι βρουν το τρώνε, κι έτσι κι εμένα μια φορά στη Χαλκιδική μου’ χε φάει ένα τραγί ολόκληρο πακέτο τσιγάρα, μαζί με τη ζελατίνα, κι έψαχνα εγώ να ξεχαρμανιάσω κι ο τράγος από δίπλα αμόλαγε γόπες.
Βέβαια ήταν και στη φύση τους το τερατώδες, έτσι; Γιατί αν σκαρφαλώσεις λίγο πιο ψηλά στο γενεαλογικό δέντρο των Ολύμπιων, τι θα βρεις; Τη σπλατεριά την απόλυτη, να τι θα βρεις, να μην αντέχει και να κρυφοκοιτάει ανάμεσα απ’ τα δάχτυλα μέχρι κι ο Ταραντίνο. Πρώτη και καλύτερη έχουμε την Έχιδνα, μητέρα των τεράτων, που πως λέμε μάνα των δράκων την ξανθιά την τζουτζούκα στο Game of thrones, καμία σχέση, η μέρα η ηλιόλουστη με τη μαύρη νύχτα δύο το πρωί σε δάσος με αρκούδες που μόλις ξύπνησαν από τη χειμερία νάρκη. Σύμφωνα με τον Ησίοδο, η Έχιδνα ήταν η κόρη της Γαίας, αν και ο Απολλόδωρος θέλει για μαμά της την Κητώ, που φαντασία δε χρειάζεται γιατί τη λέγαν έτσι, ήταν κήτος η γυναίκα, πήγαινε στο σουπερμάρκετ και κρύβανε οι πελάτες τα παιδιά τους μη νομίσει ότι τα ‘χουνε σε προσφορά και τους τα αρπάξει και τα φάει πριν φτάσει στο ταμείο και μετά λουφάρει και τα λεφτά-τύπου «Μαζί μου τις είχα φέρει τις δώδεκα σοκοφρέτες, δεν τις πήρα από δω, και το μπέικον το ίδιο, δε βγαίνω από το σπίτι ποτέ χωρίς ένα κιλό μπέικον στην τσάντα»-, πάντως οποιανής κόρη και να ‘ταν, η Έχιδνα ήταν μια τερατίνα ο Θεός να σε φυλάει, σπάγανε οι καθρέφτες από μόνοι τους μην τυχόν και πάει να κοιταχτεί. Μόνο μάτια ωραία λένε ότι είχε, αλλά, παιδιά, τώρα το μάτι σκέτο τι να το κάνεις, και τα αυγά έχουν ωραία μάτια στο τηγάνι, και το φιδάκι αν το δεις, γλυκούτσικα σου φαίνονται τα μάτια του, το θέμα είναι να υπάρχει και γύρω γύρω κάτι της προκοπής, ειδάλλως παίρνεις ένα ματόχαντρο τηνιακό διαβασμένο και ξεμπερδεύεις.
Το βιβλίο αποτελεί ευχάριστο ανάγνωσμα, διαβάζεται εύκολα με τα δομημένα, πολύ βολικά κεφάλαια που πραγματεύονται κάθε φορά και διαφορετικό μύθο, απευθύνεται σε όλες τις ηλικίες και σίγουρα θα πιάσεις τον εαυτό σου να γελάει (δυνατά κάποιες φορές) καθώς το διαβάζεις.
Η ταπεινή μου άποψη για τον συγγραφέα, τον συγκαταλέγει ανάμεσα στους πολυτάλαντους ανθρώπους της γενιάς του. Όπως ήδη πολλοί γνωρίζουν, καθώς πρόκειται για άνθρωπο ιδιαίτερα αγαπητό, που έχει το δικό του φανατικό κοινό που αναμένει πυρετωδώς κάθε φορά το νέο του πόνημα (είναι και πολυγραφότατος), ο Κορτώ είναι άνθρωπος των γραμμάτων. Εκτός από τη συγγραφή (κυρίως μυθιστορημάτων αλλά και ποιημάτων, διηγημάτων, παιδικών βιβλίων, ενός σεναρίου και μουσικής για τον κινηματογράφο) είναι και μεταφραστής, ενώ κάθε Πέμπτη μεταμορφώνεται σε ραδιοφωνικό παραγωγό στον Amagi.gr.
Προσωπικά, στην κορυφή της δικής μου προτίμησης θα στέκεται πάντα «Το βιβλίο της Κατερίνας», που μεταφέρθηκε στο θέατρο και την παράσταση παρακολούθησα πρόσφατα και στην πόλη μας, Θεσσαλονίκη. Η εξομολογητική φύση των έργων του με συνεπαίρνει και η αυτόματη γραφή του είναι καθηλωτική· η γραφή του που φαίνεται σαν να μην έχει υποστεί σχεδόν καμία επεξεργασία, που βγαίνει αβίαστα σαν ανάγκη και κατακλύζει το άδειο χαρτί χωρίς να το καταλάβεις.
*Πρόσφατα κυκλοφόρησε στα βιβλιοπωλεία και το «Μικρό χρονικό τρέλας», και πάλι από τις Εκδόσεις Πατάκη.
Νεοελληνική μυθολογία, του Αύγουστου Κορτώ
Εκδόσεις Πατάκη, 2016
σελ. 256
Photo Sources
- http://www.patakis.gr/
- http://www.in.gr