Nick Cave De Profundis
Ήταν 1982, όταν άκουσα πρώτη φορά αυτό το όνομα. Για την ακρίβεια, διάβασα γι αυτόν στο τότε Ποπ-Ροκ, με αφορμή την εμφάνιση του συγκροτήματος στο οποίο ανήκε τότε. Οι Birthday Party, μαζί με τους Fall και New Order, εμφανίστηκαν σε ένα μίνι φεστιβάλ που έγινε στο γηπεδάκι του Σπόρτιγκ στα Πατήσια. Ήταν η πρώτη Post-Punk συναυλία στην Ελλάδα, όταν η χώρα καλά–καλά δεν ήξερε τι σημαίνει Punk. Το σχετικό ρεπορτάζ για τη συναυλία και η περιγραφή των «οργίων» που έκανε ο Cave στη σκηνή, αποτυπώθηκαν έντονα στο τότε οργίλο εφηβικό μυαλό μου. Ήθελα να του μοιάσω. Όμως όσο και αν προσπάθησα δεν μπορούσα να αντέξω τη μουσική των Birthday Party με τίποτα!
Έτσι όταν μετά από λίγο καιρό έμαθα ότι o Cave ξεκινάει solo καριέρα, με το άλμπουμ “From Her To Eternity” (1984), μάλλον το προσπέρασα αδιάφορα, όπως και το αμέσως επόμενο “The Firstborn Is Dead” (1985). Έπρεπε να έρθει το “Kicking Against the Pricks” (1986), ένας δίσκος με διασκευές αγαπημένων τραγουδιών του Nick Cave για να ακούσω με απόλαυση το “Something's Gotten Hold of My Heart”. Η προκατάληψη μου βέβαια ήταν τέτοια που δεν πίστεψα ότι τραγουδάει ο Cave και σχεδόν το διέγραψα από τη μνήμη μου. Επειδή δεν πίστεψα ότι αυτό το κυνικό υποχθόνιο τέρας έκρυβε μέσα του τέτοια ευαισθησία. Ο άνθρωπος βέβαια το είχε πει στον Γιάννη Πετρίδη, την εκπομπή του οποίου άκουγα τότε καθημερινά, ότι στους αγαπημένους του καλλιτέχνες συμπεριλαμβάνονται οι Leonard Cohen, Simon and Garfunkel, The Righteous Brothers. Αλλά εγώ έκανα πως δεν άκουσα…
Κι ύστερα ήρθε ο Wim Wenders… To 1987 όλες οι «κουλτουριάρικες» παρέες στις οποίες αποζητούσα να ανήκω μιλούσαν για την ταινία με τους δύο τίτλους: «Ο ουρανός πάνω από το Βερολίνο» ή αλλιώς «Τα φτερά του έρωτα». Χρειάστηκε να δω δυο φορές την ταινία για να τη νιώσω. Και χρειάστηκε δυο φορές να δω τον Cave σε αυτήν την ταινία να ερμηνεύει τα “From Her to Eternity” και “The Carny” για να καταρριφθούν με πάταγο οι όποιες επιφυλάξεις μου. Nα τον πλησιάσω για να ζητήσω τη φιλία του και την αποδοχή του. Από τότε δεν με πρόδωσε ποτέ.
Τα υπόλοιπα (όπως λέγεται) είναι ιστορία. Αλλά δεν είναι μια απλή ιστορία. Οι επόμενοι δίσκοι του Cave, “Your Funeral… My Trial” (που αν και κυκλοφόρησε το 1986, τον έμαθα μετά την ταινία του Wenders), “Tender Prey” (1988), “The Good Son” (1990), “Henry’s Dream” (1992), θα συνοδεύσουν την πρώτη σημαντική φάση ενηλικίωσης μου στην Αθήνα και το Εδιμβούργο, καθώς έπαιζαν ασταμάτητα σε οποιαδήποτε διαθέσιμη συσκευή: κασετόφωνο, pick up, cd player. Ήταν η εποχή που συζητούσα μαζί του τα αρχέγονα βασικά ερωτήματα του «τι κάνουμε και που πάμε, τώρα που καβατζάραμε τα είκοσι-κάτι και αρχίσαμε να ζούμε μόνοι μας;». Πως διαχειρίζεσαι την ελευθερία και ένα μέλλον που ακόμα φαίνεται μακρινό, αλλά είναι ακριβώς μπροστά σου… Ποιες είναι εκείνες οι αδυναμίες που ξεπηδούν από μέσα σου, μπροστά στον φόβο του αγνώστου; Πως διαμορφώνεται το ισοζύγιο μεταξύ ζωής και θανάτου και ποιος θα σου δείξει οίκτο στην αγωνία σου αυτή; Παρά την επαναλαμβανόμενη για εκατοντάδες φορές, ακρόαση του “Mercy Seat”, η απάντηση πάντα είχε κενά. Και πάλι από την αρχή…
Επειδή όμως δεν βρισκόταν άκρη, ο φίλος μου επιχείρησε μια άλλη προσέγγιση. Στην επόμενη φάση ενηλικίωσης, αρχικά με το “Let Love In” (1994) θα ξεκινήσει τη συζήτηση με ένα ερώτημα: “Do You Love Me?”. Η βασική υπόθεση είναι ότι η αγωνία του θανάτου ξεπερνιέται με την αγάπη. Αλλά αρκεί αυτή η διαπίστωση; Πως χτίζεται η αγάπη, τι σου ακυρώνει, τι σου προσφέρει ως αντάλλαγμα; Πόσο δυνατή μπορεί να είναι για να αποτελέσει τον καταλύτη της ζωής; Πιο συγκεκριμένα: πότε γεννάει ζωή και πότε σε σκοτώνει; Χρειάστηκαν άλλα τρία άλμπουμ για να αναρωτηθούμε παρέα τις απαντήσεις, “Murder Ballads” (1996), “The Boatman’s Call” (1997), “No More Shall We Part” (2001). Όμως παρά τις μυριάδες επιμέρους συζητήσεις, διαπιστώσεις και φωτεινές αναλαμπές, καταλήξαμε ότι το βασικό αρχικό ερώτημα παρέμενε αναπάντητο: Do You Love Me?
Στο σημείο αυτό αποφασίσαμε να δούμε τα πράγματα πιο ώριμα. Χωρίς να χάσουμε την ευαισθησία μας και χωρίς να εγκαταλείψουμε τα αρχικά και ενδόμυχα ερωτήματά μας, συμφωνήσαμε απλώς να τα βάλουμε λίγο στην άκρη, αντί να διαπιστώνουμε τα αδιέξοδα και να στενοχωριόμαστε γι αυτά. Θα χρειαζόταν μια στάση για να δούμε τι κρατάμε και τι αφήνουμε με το “Nocturama” (2003). Κι έπειτα από κοινού συμπεράναμε ότι αφού όλα αυτά τα χρόνια έχουμε τη μουσική ως το βασικό εργαλείο διαφυγής, τότε ας αφήσουμε το Rock ‘n’ Roll να κάνει τη δουλειά του! Έτσι ακολούθησαν τα “Abattoir Blues / The Lyre of Orpheus” (2004), “Dig, Lazarus, Dig!!!” (2008) και τα δυο παράλληλα project των "Grinderman" και "Grinderman 2" (2007 και 2010). Η συμφωνία μας αυτή ήταν αλήθεια πιο απελευθερωτική και εμφανώς ωριμότερη. Μας έφερε πιο κοντά με τους εαυτούς μας, τη φύση μας και μας έδειξε τι μας οδηγούσε σε αυτή. Υπήρξαμε και υποσχεθήκαμε ο ένας στον άλλον ότι θα συνεχίσουμε να είμαστε “Nature Boy”.
Όπως ήταν φυσικό, η συμφωνία αποδοχής των εσωτερικών δαιμόνων, είχε ως αποτέλεσμα να μην χρειάζονται πια οι συχνές επαφές μας. Η παραδοχή αυτή ως ατραπός απελευθέρωσης, μας άφησε να ασχοληθούμε με πιο πρακτικά προσωπικά ζητήματα. Η επικοινωνία έγινε πιο αραιή, αλλά κατά κάποιον τρόπο απέκτησε μια πιο ουσιώδη σημασία. Μεγαλώνουμε και φαίνεται. Οι συζητήσεις μας πια έχουν να κάνουν με την απώλεια. Με τον κίνδυνο. Με την ομορφιά που, ως αντιστάθμισμα, βρίσκεται παντού αρκεί να έχεις τη διαίσθηση να την προσκαλέσεις. Είτε είναι η αγάπη που χάνεται, είτε δυστυχώς η ίδια η ζωή των δικών μας ανθρώπων, είτε πιο απλά και καθημερινά πράγματα που όμως έχουν τη δύναμη να σε αναστατώνουν, χρειάζεται να βρίσκεις τη δύναμη να προχωράς. Όσο σου αρκεί και μέλλει. Στήσαμε λοιπόν νέα συζήτηση με το “Push the Sky Away” (2013) και “Skeleton Tree” (2016). Μια κουβέντα που είχε τα πάντα: δάκρυα με γέλιο, αγάπη με αδιαφορία, θέληση με απογοήτευση. Έτσι κλείνει ο κύκλος όλων αυτών των ετών. Από την αρχή ως το τέλος, τα ίδια ερωτήματα και οι ίδιες απαντήσεις, Σαν να μην υπάρχει αλήθεια. Και η αλήθεια είναι πως δεν υπάρχει. Αυτά και άλλα θα πούμε φίλε μου, αυτήν την Πέμπτη. Σε περιμένω.
ΥΓ: Και οι Birthday Party καλοί ήταν.